Οι επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτέμβρη εκλαμβάνονται συνήθως ως μία δεύτερη ευκαιρία – για τους μαθητές που απέτυχαν στην πρώτη – συνέχισης στην επόμενη σχολική τάξη του Γυμνασίου και Λυκείου. Οι αποτυχόντες διαθέτουν ένα πολύ μεγαλύτερο διάστημα προετοιμασίας, προκειμένου να ανασυγκροτηθούν, και να επαναλάβουν (με τη συστηματική συνήθως ενίσχυση των φροντιστών τους) τα μαθήματα όπου η επίδοσή τους υπήρξε χαμηλότερη από αυτήν που το εκπαιδευτικό σύστημα έχει ορίσει ως βάση, ως ελάχιστο δηλαδή όριο συνέχισης στην επόμενη τάξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μαθησιακά κενά που ευθύνονται για την αποτυχία του Ιουνίου και πρέπει να καλυφθούν από τους μαθητές είναι πολλά και συσσωρευμένα. Θεωρείται ωστόσο από πολλούς, γονείς και εκπαιδευτικούς, ότι οι όροι των επαναληπτικών εξετάσεων (ως δεύτερη ευκαιρία που επιτρέπει μεγάλο διάστημα προετοιμασίας) συνηγορούν υπέρ του μαθητή ή της μαθήτριας που, στις συγκεκριμένες συνθήκες, οφείλει πλέον να επιτύχει.
Εντούτοις, οι όροι της εξεταστικής περιόδου του Σεπτέμβρη δεν είναι απόλυτα ευνοϊκοί για τους μαθητές, από πρακτική αλλά και ψυχολογική άποψη.
Την περίοδο του Ιουνίου, το παιδί βρίσκεται ακόμη εντός του σχολικού πλαισίου, και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα: Τα μαθήματα είναι πιο «φρέσκα» στη μνήμη του παιδιού, καθώς οι εξετάσεις αποτελούν τη χρονική συνέχεια της σχολικής χρονιάς που προηγήθηκε. Η επανάληψη επομένως είναι περισσότερο εύκολη αφού σημαντικό μέρος της εξεταστέας ύλης έχει διδαχθεί ή – στην καλύτερη περίπτωση – έχει επαναληφθεί λίγο πριν την έναρξη των εξετάσεων. Επιπλέον, η καθημερινή επαφή του παιδιού με τον καθηγητή που αποτελεί μέλος της ομάδας που θα θέσει τα θέματα των εξετάσεων (όταν αυτές διεξάγονται σε επίπεδο σχολείου) δίνει τη δυνατότητα στο μαθητή ή τη μαθήτρια να σφυγμομετρήσει τις προθέσεις του διδάσκοντα, προβλέποντας συχνά, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κάποια από τα θέματα των εξετάσεων. Όλοι θα θυμόμαστε άλλωστε την φιλο-μαθητική τακτική των περισσότερων καθηγητών να θίγουν έμμεσα, αφήνοντας κάποιες αιχμές, πολλά από τα «SOS θέματα» που σκόπευαν να βάλουν στις εξετάσεις.
Εξίσου σημαντικοί ωστόσο είναι και οι παράγοντες που διαμορφώνουν την ψυχολογία του μαθητόκοσμου στις δύο εξεταστικές περιόδους. Οι εξετάσεις του Ιουνίου συμπίπτουν με το τέλος της σχολικής χρονιάς και αυτό επιδρά ιδιαίτερα ευνοϊκά στη διάθεση των μαθητών, οι οποίοι θέτουν τους εαυτούς τους στην τελική ευθεία που θα τους απαλλάξει από τα διαβάσματα για την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών. Επιπλέον, για όσους βρίσκονται …στην «κόψη του ξυραφιού», θετικά λειτουργεί το γεγονός ότι ακόμη και στην περίπτωση αποτυχίας, το παιχνίδι δεν χάθηκε, εφόσον υπάρχει η εναλλακτική λύση των εξετάσεων του Σεπτέμβρη.
Το Σεπτέμβρη αντίθετα, τα περιθώρια έχουν στενέψει απειλητικά. Η αποτυχία θα σημάνει επανάληψη της τάξης και αυτό συνιστά από μόνο του έναν ιδιαίτερα στρεσογόνο παράγοντα για τους ίδιους τους μαθητές αλλά και τους γονείς και τους φροντιστές τους, οι οποίοι επίσης επωμίζονται μέρος της ευθύνης για την επιτυχία στις εξετάσεις.
Τέλος, το παιδί που παραπέμπεται για επανεξέταση το Σεπτέμβρη, κουβαλά ήδη το βάρος μίας αποτυχίας γεγονός που μειώνει σε μεγάλο βαθμό το ηθικό και την αυτοεκτίμησή του. Επιπλέον, προσέρχεται -«βίαια» θα έλεγε κανείς – από την παραλία στην αίθουσα εξετάσεων του σχολείου του, δίχως να προβλέπεται γι’ αυτόν ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα ομαλής προσαρμογής – διάστημα που προβλέπει ωστόσο η στρατιωτική εκπαίδευση.
Το μεγάλο χρονικό διάστημα του καλοκαιριού λοιπόν προ των εξετάσεων δεν αποτελεί πανάκεια για την επιτυχία του μαθητή καθώς πρέπει να συνυπολογιστεί με μια σειρά άλλων επιβαρυντικών παραγόντων που επηρεάζουν αρνητικά την πορεία της προετοιμασίας και την εξεταστική διαδικασία.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ