Εδώ και πολλά χρόνια η αίσθηση της ακοής έχει αναλάβει πρωταρχικό, θεμελιώδη ρόλο για την ανάπτυξη του πολύπλοκου συστήματος επικοινωνίας του ανθρώπινου γένους. Εάν εκείνοι οι ‘πρώτοι άνθρωποι’ δεν διέθεταν αυτιά, ίσως να είχαν καταφύγει στην ανάπτυξη κάποιου συστήματος νοηματικής ή ακόμη στη χάραξη συμβόλων πάνω σε άμμο, για να ικανοποιήσουν έτσι την ανάγκη τους για επικοινωνία και να ανταλλάξουν σκέψεις και ιδέες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προέκυπτε βέβαια μάλλον μία αδέξια και δύσκαμπτη μέθοδος επικοινωνίας που ίσως καθυστερούσε την ανθρωπότητα στην αλματώδη εξέλιξή της για κάποιες –πολλές ή λίγες- χιλιετερίδες. Καλώς ή κακώς όμως το ανθρώπινο γένος επένδυσε –επικοινωνιακά- στο αυτί, κι αυτό δεν τον πρόδωσε: Ο άνθρωπος διαθέτει σήμερα μια αξιόλογη αίσθηση ακοής με εξαιρετική ευαισθησία, ακριβώς στις συχνότητες εκείνες που καλύπτει η ανθρώπινη ομιλία! Η αίσθηση αυτή σε συνδιασμό με έναν εξειδικευμένο μηχανισμό φώνησης και άρθρωσης –επίσης αποτέλεσμα της φυλογένεσης- προσφέρουν μοναδική ευελιξία και αποτελεσματικότητα ως μέσο επικοινωνίας.
Εάν εστιάσουμε στο αυτί ωστόσο οντογενετικά, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες φορές –ευτυχώς λίγες- η ανάπτυξη της ακουστικής ικανότητας στο παιδί δεν ακολουθεί την συνήθη ομαλή και ανεμπόδιστη πορεία που αναμένεται. Το πρόβλημα της παιδικής βαρηκοΐας είναι σημαντικό και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια. Σημαντικό είναι γιατί όλα τα παιδιά υπόκεινται σε κίνδυνο κώφωσης, έστω και παροδικής, από ωτίτιδες. Και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια, γιατί το παιδί θα πρέπει να αναπτύξει το λόγο του και για να το κάνει αυτό θα πρέπει τουλάχιστον να ακούει.
Το πρόβλημα της παιδικής βαρηκοΐας δεν είναι συνήθως άμεσα ορατό. Παραμένει συνήθως καλά κρυμμένο για καιρό, καθώς το παιδί, βρέφος ή νήπιο, δεν είναι σε θέση να εκδηλώσει ανησυχία για να υποψιάσει τον γονιό. Ο γονιός από την άλλη δεν είναι πάντα ενήμερος για να στηρίξει την ανησυχία του σε συγκεκριμένες ενδείξεις. Αυτή η ανάγκη για ενημέρωση και οι συχνές ερωτήσεις που δεχόμαστε στο Κέντρο Λόγου μάς οδήγησαν στη σύνταξη του άρθρου αυτού.
Θα πρέπει να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο μειωμένης ακουστικής ικανότητας όταν το παιδί:
- Φαίνεται απόμακρο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν γύρω του.
- Έχει διάσπαση προσοχής, δηλαδή δυσκολία στο να εστιάσει την προσοχή του σε κάποια δραστηριότητα ακόμη και για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα.
- Παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς, όπως συχνοί και αδικαιολόγητοι εκνευρισμοί, επιθετικότητα, απόσυρση, αδικαιολόγητη ανησυχία.
- Υπάρχουν σημαντικές εναλλαγές συμπεριφοράς από μέρα σε μέρα.
- Ακούει ‘όποτε θέλει’. Ενδεχομένως η ακοή του καλύπτει επαρκώς μέρος μόνο του φάσματος συχνοτήτων της ανθρώπινης ομιλίας, όπως στις περιπτώσεις νευρο-αισθητηριακής βαρηκοΐας.
- Αργεί να μιλήσει.
- Δεν μας καταλαβαίνει.
- Δυσκολεύεται ιδιαίτερα να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τον συνομιλητή σε θορυβώδη περιβάλλοντα.
- Παρατηρεί συνεχώς το πρόσωπο του ομιλητή, προσπαθώντας να διαβάσει τα χείλη του.
- Μιλά, αλλά η ομιλία του είναι δυσκατάληπτη.
- Έχει φτωχό λεξιλόγιο.
- Δυσκολεύεται να μιλήσει με ολοκληρωμένες προτάσεις. Κάνει συχνά προτάσεις χωρίς ρήμα.
- Έχει μια μονότονη και ανέκφραστη φωνή.
- Μιλά πάρα πολύ δυνατά ή πάρα πολύ σιγά.
- Μιλά με τη μύτη.
Αναφέραμε κάποιες ενδείξεις ανησυχίας που θα πρέπει να παραπέμπουν σε πλήρη ακουολογικό έλεγχο για αντικειμενική και υπεύθυνη εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας. Βέβαια, όσα περιγράφηκαν δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη μειωμένης ακουστικής ικανότητας, καθώς ενδέχεται να εκδηλωθούν και σε παιδιά με φυσιολογική ακοή ως συνοδά συμπτώματα κάποιας άλλης διαταραχής ή αναπτυξιακής ανωριμότητας. Όμως, σε κάθε περίπτωση, επιβεβαίωση ή αποκλεισμός ενδεχόμενης περίπτωσης βαρηκοΐας προβάλλει πάντα επιτακτική.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ