Η διδασκαλία των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες διέπεται από αρχές και αξιώματα με γενικότερη παιδαγωγική ισχύ. Η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες προσλαμβάνουν και κατακτούν τη γνώση, καθιστά ενδεχομένως, επιτακτικότερη την ανάγκη της εφαρμογής των αρχών αυτών από όλους όσοι εμπλέκονται στη μάθηση των παιδιών (γονείς, δάσκαλοι, ειδικοί).
1. Η ισχύς του κινήτρου μάθησης
Ο δάσκαλος οφείλει να εφεύρει και να παράσχει στο μαθητή ενθουσιώδη κίνητρα που θα τον πείσουν να συνεργαστεί και να επιδείξει ενδιαφέρον για τη μαθησιακή διαδικασία, η οποία, από τη φύση της, στερείται σκοπιμότητας, σύμφωνα με τα εξάχρονα, επτάχρονα και οχτάχρονα μυαλουδάκια. Απλές υποδείξεις δεν αρκούν και μάλλον σπαταλούμε χρόνο και διάθεση, εάν προσπαθούμε να κινητοποιήσουμε τα παιδιά επιχειρηματολογώντας, ότι αν δεν διαβάσουν δεν θα μπορέσουν να μπουν στο πανεπιστήμιο, δέκα χρόνια αργότερα, ή δεν θα έχουν μια καλή δουλειά, στην επόμενη εικοσαετία! Ο δάσκαλος οφείλει να ανακαλύψει τρόπους ευχάριστους, λειτουργικούς, σε άμεση σχέση με την καθημερινή εμπειρία των παιδιών και να οργανώσει τη διδακτική ώρα με τρόπο που θα βοηθά το μαθητή να μαθαίνει παίζοντας.
2. Μεθοδολογική συνέχεια και συνέπεια
Το πρόγραμμα πρέπει να είναι δομημένο με τρόπο που θα εξασφαλίζει τη συστηματική επεξεργασία του γνωστικού αντικειμένου και θα επιτυγχάνει την εμπέδωση της νέας γνώσης με οικεία γνωστικά εργαλεία και μηχανισμούς που απορρέουν από την ήδη κατακτημένη γνώση. Επιπλέον, το ασκησιακό υλικό πρέπει να δίνει στο μαθητή τη δυνατότητα να γενικεύσει, εφαρμόζοντας ευρύτερα τη νέα γνώση, σε περιβάλλοντα που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας. Τέλος, η διδασκαλία πρέπει να γίνεται σε τακτά και σταθερά διαστήματα, έστω και μικρής χρονικής διάρκειας, παρά άτακτα και με μεγάλης διάρκειας μαθήματα.
3. Σαφείς διδακτικοί στόχοι
Το διδακτικό υλικό πρέπει να επιμερίζεται σε απλές και εύληπτες ενότητες που θα καθιστούν κάθε βήμα προόδου εφικτό για το παιδί που διδάσκεται και θα εγγυώνται τη μαθητική επιτυχία, η οποία πρέπει να επαινείται με έμφαση. Ωστόσο, ο έπαινος δεν πρέπει να χρησιμοποιείται άκριτα και καταχρηστικά (να επιβραβεύονται -για παράδειγμα- λανθασμένες απαντήσεις, προκειμένου να μην ανακοπεί η περαιτέρω συμμετοχή του παιδιού στη διαδικασία) κι αυτό για να μην αποδυναμωθεί η αξία της επιβράβευσης.
4. Διάκριση των όρων διδασκαλία και αξιολόγηση
Η διδασκαλία ενός στοιχείου δεν πρέπει να συγχέεται μεθοδολογικά με την αξιολόγηση του βαθμού αφομοίωσής του από το μαθητή. Η διδασκαλία διαφέρει από την εξέταση. Στην εξέταση, ο δάσκαλος επιδιώκει να μετρήσει την επάρκεια της γνώσης του παιδιού, με σκοπό να ορίσει τι γνωρίζει ο μαθητής, ώστε να σχεδιάσει αποτελεσματικά τον επόμενο εφικτό διδακτικό στόχο. Στη διδασκαλία, ο δάσκαλος μεταβιβάζει γνώση. Προσφέρει τη δυνατότητα στο μαθητή να κατανοήσει και να μάθει, να αναζητήσει τρόπους και μέσα που εξυπηρετούν και προάγουν τη γνώση του, να αναπτύξει στρατηγικές που θα επιλύουν προβλήματα και να εμπλουτίσει την εμπειρία του στο να μάθει πώς να μαθαίνει. Η εννοιολογική διάκριση των δύο όρων βοηθά ώστε να αποφεύγεται η εμπλοκή και η αγκύλωση σε κάθε ενδεχόμενη αδυναμία του μαθητή να ανταποκριθεί σε κάποια δεδομένη εργασία.
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες είναι παιδιά που, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, δυσκολεύονται να μάθουν με το συμβατικό τρόπο διδασκαλίας. Είναι ευθύνη όλων μας, γονέων και δασκάλων να επινοήσουμε στρατηγικές για να διδάξουμε κάθε γνωστικό αντικείμενο στα παιδιά αυτά με τρόπο που διευκολύνει τα ίδια (και όχι εμάς!) να μάθουν.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ