Όλα τα παιδιά εκπροσωπούν στην ενήλικη σκέψη την αγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Στα παραμύθια, στις μεταξύ μας συζητήσεις αλλά και στη διαπροσωπική επαφή μας με το παιδί, εμείς οι «μεγάλοι» συνηθίζουμε να βλέπουμε τον καλό και ηθικό του εαυτό. Ωστόσο, δεν είναι λίγες και οι φορές που γινόμαστε μάρτυρες εκδήλωσης παιδικής επιθετικότητας.
Οι θεωρητικές απόψεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα αίτια της ανθρώπινης επιθετικότητας φαίνεται πως διίστανται: η μία άποψη θεωρεί την επιθετικότητα ως έμφυτη τάση, αποδίδοντάς της χαρακτήρα ενστίκτου. Η δεύτερη την εκλαμβάνει ως προϊόν μάθησης, προσδίδοντάς της, κατ΄ επέκταση, διάσταση κοινωνικού φαινομένου.
Ως φυσική τάση, η επιθετικότητα είναι μία από τις δυο βασικές πηγές ενεργητικότητας του ατόμου. Ταυτόχρονα όμως, ως συμπεριφορά, συνιστά μια άμεση ή έμμεση αντίδραση στη ματαίωση. Και μ΄ αυτή την έννοια εμφανίζεται από τη στιγμή της γέννησης ή και ακόμα πιο πριν.
Η επιθετικότητα αναδύεται φυσιολογικά και αποτελεί μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις της είναι διαφορετικές σε κάθε στάδιο εξέλιξης του παιδιού, ακριβώς επειδή σε κάθε αναπτυξιακή φάση είναι διαφορετική η ικανότητα ανοχής στη ματαίωση που διαθέτει το παιδί. Ένα βρέφος, για παράδειγμα, έχει μικρότερη ικανότητα ανοχής σε σχέση μ’ ένα παιδί νηπιακής ηλικίας.
Επιπλέον, η έκφραση της επιθετικότητας διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Οι ατομικές διαφορές κλιμακώνονται σε ένα φάσμα που εκτείνεται από τη διεκδικητικότητα ως την παθητικότητα. Ορισμένα παιδιά εκδηλώνουν ανοιχτά επιθετικές συμπεριφορές, τις οποίες οι ενήλικοι οφείλουν να αντιμετωπίσουν ή να ελέγξουν, προκειμένου να προλάβουν ενδεχόμενα καταστρεπτικά αποτελέσματα. Άλλα παιδιά όμως συγκαλύπτουν την εξίσου έντονη –ενδεχομένως- επιθετικότητά τους, στο πλαίσιο μιας παθητικής συμπεριφοράς, η οποία δεν προκαλεί συνήθως την προσοχή και δεν αναστατώνει με τον ίδιο τρόπο το ενήλικο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν παιδιά που εκφράζουν και άλλα που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους. Οποιαδήποτε και αν είναι η έκφραση του κάθε παιδιού, η δυσκολία που βιώνει και υποκινεί τη συμπεριφορά του παραμένει ίδια.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συμπεριφοράς των τολμηρών και συνεσταλμένων παιδιών. Το τολμηρό παιδί έχει την τάση να εκδηλώνει, να εκφράζει την επιθετικότητα του. Εάν λοιπόν καταπιέζεται, εάν αισθάνεται ότι περιορίζεται από τα όρια που του τίθενται, βρίσκει, μέσα από την εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς, κάποια ανακούφιση. Το συνεσταλμένο παιδί από την άλλη, έχει την τάση να βλέπει την επιθετικότητα όχι στον εαυτό του, αλλά στους άλλους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν ανακουφίζεται, αλλά βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς προσμονής για τη δυσκολία που θα έρθει από έξω. Πολλά παιδιά που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αυτοελέγχου, η οποία τους δημιουργεί συνεχή ένταση. Για το λόγο αυτό, τέτοια παιδιά ενδέχεται να παρουσιάσουν παροδικά ξεσπάσματα οργής και επιθετικής συμπεριφοράς.
Η εμφάνιση του εποικοδομητικού παιχνιδιού και η διατήρηση του είναι ένδειξη υγείας στο παιδί. Το παιχνίδι εξασφαλίζει στο παιδί ποικίλες δυνατότητες ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, του επιτρέπει να βιώσει ό,τι ενυπάρχει στη δική του εσωτερική πραγματικότητα. Μέσα στο παιχνίδι των παιδιών εκδηλώνεται συχνά επιθετικότητα, προκειμένου να εκτονωθούν αισθήματα αγάπης και μίσους. Η επιθετική συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει και δεν δηλώνει ένα παιδί που μισεί. Μπορεί εξίσου συχνά να υποδεικνύει το παιδί που αγαπά. Τα παιδιά τείνουν να αγαπούν αυτό που πληγώνουν. Η τάση αυτή αποτελεί μέρος της ζωής τους. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι πώς θα κατασταλεί η επιθετικότητα σ΄ ένα παιδί, αλλά πώς το παιδί θα ανακαλύψει τον τρόπο να υποτάξει τις επιθετικές του δυνάμεις στα καθήκοντα της αγάπης, του παιχνιδιού, του σχολείου και, πολύ αργότερα, της εργασίας.
Προκειμένου να επιτευχθεί η ποιοτική αυτή μεταστροφή και διοχέτευση της επιθετικότητας στη δημιουργία, ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρουσία και η στήριξη της αρκετά καλής μητέρας και πατέρα. Επιπλέον όμως, απαιτείται χρόνος ώστε το παιδί να ελέγξει και εν συνεχεία να υποτάξει τις επιθετικές του ιδέες, δίχως όμως να χάσει την ικανότητα του να εκφράζει την επιθετικότητα του όταν χρειάζεται και όσο πρέπει. Η επιθετικότητα εξασφαλίζει την εκφόρτιση έντονων συναισθημάτων. Και μια τέτοια διαδικασία είναι πάντα υγιής, είτε πρόκειται για αισθήματα αγάπης είτε μίσους.
H γονεϊκή στάση απέναντι στην Eπιθετικότητα
Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η στάση των γονέων μπορεί να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει την εκδήλωση επιθετικότητας από τα παιδιά.
- Ορισμένοι γονείς, ενώ αποδοκιμάζουν την επιθετικότητα, συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη σωματική τιμωρία στην προσπάθειά τους να επιβάλουν την πειθαρχία. Μια τέτοια συμπεριφορά των γονέων αποτελεί όμως κατάφωρη έκφραση της δικής τους επιθετικότητας, οπότε και το παιδί συμπεραίνει πως η επιθετικότητα είναι ο μόνος τρόπος για να επιβληθεί κάποιος. Έτσι, ενώ η επιθετικότητα του παιδιού φαίνεται να καταστέλλεται τη συγκεκριμένη στιγμή, εντούτοις ενισχύεται, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πιο έντονα μακροπρόθεσμα.
- Μία ακόμη κατηγορία γονέων που με τη στάση της ενισχύει την επιθετικότητα, είναι αυτή που επιδεικνύει αδιαφορία και ανοχή στα επιθετικά ξεσπάσματα των παιδιών. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά εκδηλώνουν επιθετικότητα στα πλαίσια μιας «θεατρικής παράστασης» που στήνουν, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή των ενηλίκων. Πολλοί γονείς λοιπόν, συνειδητοποιώντας τα κίνητρα στη συμπεριφορά των παιδιών τους, αποφασίζουν να δείξουν αδιαφορία σε τέτοιου είδους ξεσπάσματα. Ένας τέτοιος χειρισμός όμως θα έχει αποτέλεσμα μόνο εφόσον οι γονείς μπουν στη διαδικασία να αναρωτηθούν τους λόγους για τους οποίους το παιδί επιλέγει να τραβήξει την προσοχή των άλλων μ’ αυτό τον τρόπο. Θα πρέπει τότε να δείξουν στο παιδί, πως η επιθυμία του μπορεί να ικανοποιηθεί περισσότερο αποτελεσματικά μέσα από την έκφραση θετικών συμπεριφορών.
- Η επιθετικότητα του ατόμου μπορεί επίσης να ενισχυθεί μέσα από εμπειρίες ματαίωσης, δηλαδή καταστάσεις κατά τις οποίες το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να καλύψει κάποιες ανάγκες ή να πραγματοποιήσει ορισμένους στόχους εξαιτίας διαφόρων εμποδίων. Πιο συγκεκριμένα, η βίωση της ματαίωσης συχνά δημιουργεί στο άτομο θυμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει ξεσπάσματα επιθετικότητας. Και εδώ ο ρόλος των γονέων αναδεικνύεται σημαντικός: οι γονείς είναι αυτοί που μπορούν να δείξουν στο παιδί ότι η ματαίωση μπορεί να λειτουργήσει και θετικά, εάν γίνει αφορμή ώστε το άτομο να επιτείνει τις προσπάθειές του για να επιτύχει το στόχο του, εφόσον κρίνει ότι αυτός έχει αξία. Αντίθετα, οι γονείς που συνηθίζουν να απειλούν το παιδί με τιμωρία σε κάθε ενδεχόμενη αποτυχία, οδηγούν, άθελά τους, στην ενίσχυση της σύνδεσης ματαίωσης και επιθετικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η προσεκτική παρατήρηση του παιδιού. Συχνά, οι λόγοι που οδηγούν ένα παιδί στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς δεν γίνονται εύκολα κατανοητοί. Για παράδειγμα, η εκδήλωση επιθετικότητας μπορεί να είναι απόρροια της ζήλιας που νιώθει ένα παιδί για τον αδελφό του ή της επιθετικότητας που δέχεται το ίδιο από κάποιο άλλο παιδί στο σχολείο.
Οι λόγοι για τους οποίους το κάθε παιδί εκφράζει επιθετικότητα είναι διαφορετικοί και γι΄ αυτό απαιτούνται εξατομικευμένοι χειρισμοί. Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές η συμβουλευτική υποστήριξη ενός ειδικού. Ωστόσο, είναι πάντοτε χρήσιμο να εξηγούμε στο παιδί, αφού πρώτα ηρεμήσει, γιατί η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη και πώς τελικά αυτή η συμπεριφορά αποβαίνει εις βάρος του. Η βιωματική κοινωνική εμπειρία των παιδιών λίγες φορές επαρκεί για να τους εξασφαλίσει τη γνώση των νόμων –ρητών και άρρητων– της ανθρώπινης συνύπαρξης. Οφείλουμε λοιπόν πρώτα να οριοθετήσουμε ό,τι αρμόζει ως κοινωνική συμπεριφορά, προτού προβούμε σε ποινές για ό,τι κρίνεται ανάρμοστο.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ