Όταν το παιδί αργεί να μιλήσει
Κλείνοντας τον πρώτο χρόνο της ζωής του, το παιδί που ακολουθεί ομαλή πορεία γλωσσικής ανάπτυξης ήδη κατανοεί αρκετές λεξούλες. Στην αυγή του δεύτερου έτους, μεταξύ του 12ου και του 15ου μήνα ζωής (κάποιες φορές φτάνει και στον 18ο), το παιδί ξεκινά να μιλά!
Οι γονείς, συνήθως προσδοκούν ανυπόμονα το στάδιο-σταθμό στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους, κατά το οποίο ενεργοποιείται ο φωνούμενος ή εκφραστικός λόγος. Κι όμως το παιδί στο στάδιο αυτό δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ‘ντύνει’ με συγκεκριμένες ακολουθίες ήχων έννοιες τις οποίες ήδη γνωρίζει!
Το κίνητρό του; Πιο αποτελεσματική επικοινωνία!
Το αποτέλεσμα; Οι πρώτες, αναγνωρίσιμες στο αυτί των μεγάλων, λέξεις!
Το διάστημα αυτό οι λέξεις μπορεί να μην προφέρονται καθαρά, γεγονός που δεν πρέπει να ανησυχεί τους γονείς. Το παιδί αλλοιώνει την φωνολογική ταυτότητα των λέξεων, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του για απλούστευση της ομιλίας. Οι διαδικασίες απλούστευσης που χρησιμοποιεί το παιδί, μολονότι ολοένα θα φθίνουν, θα συνεχιστούν για αρκετούς μήνες ακόμη.
Ενώ όμως τα παραπάνω σκιαγραφούν το προφίλ της υγιούς γλωσσικής ανάπτυξης, συχνά διαπιστώνεται, ότι παιδιά που έχουν κλείσει το δεύτερο έτος της ζωής τους δεν μιλούν! Οι γονείς παιδιών προβληματίζονται και αγχώνονται όταν συγκρίνουν το παιδί τους με συνομήλικα παιδιά που ήδη μιλούν. Καλοπροαίρετα (αλλά αποπροσανατολιστικά) σχόλια του τύπου ‘κι εγώ γνωρίζω τον τάδε που μίλησε στα 5’ σπάνια επαρκούν για να καθησυχάσουν το γονιό του παιδιού που δεν μιλά, ο οποίος οφείλει να αναζητήσει μια πιο ειδική και υπεύθυνη γνώμη, για το αν τα πράγματα πάνε καλά με την επικοινωνία και το λόγο του παιδιού του.
Όπως αναφέρθηκε, το κίνητρο της επικοινωνίας είναι που οδηγεί το παιδί στο φωνούμενο λόγο. Όταν αυτό απουσιάζει, απουσιάζει και ο λόγος για ομιλία. Όταν, για παράδειγμα, οι ανάγκες των παιδιών προλαμβάνονται από τους γονείς, το κίνητρο επικοινωνίας ενός παιδιού αποδυναμώνεται (π.χ. δίνοντας νερό σε ένα παιδί 2½ ετών πριν διψάσει, δίνοντάς του φαγητό πριν πεινάσει κ.τ.λ.). Γιατί ένα παιδί να επικοινωνήσει, όταν του παρέχονται όλα πριν καν τα διεκδικήσει; Αυτό που ο γονέας οφείλει να κάνει, είναι να δημιουργεί συνεχώς ευκαιρίες-αφορμές για φυσική, αβίαστη επικοινωνία. Κι αυτό φυσικά απαιτεί χρόνο για το παιδί, που ουσιαστικά είναι χρόνος ΜΕ το παιδί.
Ωστόσο, πέραν του κινήτρου, για την καθυστέρηση στην έναρξη εκφραστικού λόγου ενδέχεται να ευθύνονται ή να συνευθύνονται και παράγοντες οργανικοί, όπως:
Α) Η Βαρηκοΐα. Ακόμη και όταν περιορίζεται σε μέρος μόνο του φάσματος συχνοτήτων της ομιλίας, δεν βοηθά στην ακρόαση και κατ’ επέκταση στην ακουστική επεξεργασία των ήχων της ομιλίας. Ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ηλικία αυτή είναι οι επαναλαμβανόμενες ωτίτιδες που παραμένουν, δεν εντοπίζονται και, επομένως, δεν αποκαθίστανται. Η μειωμένη ακουστική ικανότητα την οποία προκαλούν, πλήττει την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας στο παιδί.
Β) Η Νοητική Υστέρηση, η οποία ενδέχεται να παρουσιάζεται και ως επιμέρους σύμπτωμα μιας ευρύτερης διαταραχής ή συνδρόμου (π.χ. Σύνδρομο Down). Η νοητική υστέρηση επιφέρει γενικευμένες μαθησιακές δυσκολίες, προκαλώντας, μεταξύ άλλων, καθυστέρηση στην έναρξη του εκφραστικού λόγου.
Γ) Ορισμένες ‘ειδικές’ διαταραχές που εκδηλώνονται σε παιδιά με επάρκεια γνωστικής αντίληψης παρά την οποία καθυστερούν να μιλήσουν. Τέτοιες είναι η Δυσπραξία, (δυσκολία στην εκτέλεση των κινήσεων της άρθρωσης), η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (δυσκολία στην επεξεργασία των φωνολογικών και μορφο-συντακτικών δομών του λόγου), η Γλωσσική Ανωριμότητα (μορφή καθυστέρησης στο λόγο) ή η Διάσπαση Προσοχής (το σύνδρομο της ελλειμματικής προσοχής και συγκέντρωσης).
Ορισμένα παιδιά που ξεπερνούν τα δύο χρόνια ζωής και ακόμη δεν μιλούν αντιμετωπίζουν κάποια από τις παραπάνω δυσκολίες. Ο γονιός, όντας ενημερωμένος υπεύθυνα για το αν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για το δικό του παιδί, είναι σε θέση να του παράσχει ουσιαστική και αποτελεσματική βοήθεια. Πιέζοντας να μιλήσει το παιδί που δεν μιλά, ενισχύουμε την άρνηση για ομιλία. Η προσέγγιση της ‘διδακτικής’ δεν είναι αυτή που ενδείκνυται και ταιριάζει στον ρόλο του γονιού. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το άγχος, την ένταση και ανυπομονησία στο βλέμμα και την γενικότερη στάση και έκφραση του γονιού. Καταλύεται έτσι κάθε ευχαρίστηση, καθώς η επικοινωνία παύει να είναι χαλαρή και αβίαστη… Χάνεται το κίνητρο!
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ