Στην ηλικία μεταξύ 2 και 5 ετών τα παιδιά αναπτύσσονται και μαθαίνουν με ταχύτατους ρυθμούς. Αναπόσπαστο μέρος της γενικότερης διαδικασίας ανάπτυξης αποτελεί και η ανάπτυξη του λόγου. Σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά μπορεί να τραυλίζουν ή να επαναλαμβάνουν ήχους, συλλαβές ή και ολόκληρες λέξεις στην προσπάθειά τους να πουν κάτι ενώ η συχνότητα των δυσχερειών αυτών στην ροή της ομιλίας διαφέρει από παιδί σε παιδί. Συνήθως επηρεάζεται το πρώτο μέρος μιας λέξης ή ολόκληρη η λέξη, ενώ ο δισταγμός, η επανάληψη, η επιμήκυνση ή το μπλοκάρισμα συμβαίνει κατά κύριο λόγο κατά την εκκίνηση μιας φράσης. Η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας εντείνεται σε στιγμές αναστάτωσης, όταν δηλαδή το παιδί είναι ταραγμένο ενώ προσπαθεί να αποδώσει γλωσσικά κάτι που έχει συμβεί. Για παράδειγμα:
- ‘Μα…μα…μα… μαμά κοίτα τι έκανα !’
- ‘Έχω… έχω… έεεχω τελειώσει εγώ κυρία !’
Η μειωμένη αυτή ευχέρεια στη ροή της ομιλίας κάποιες φορές είναι εξαιρετικά ήπια και τότε θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό κομμάτι της αναπτυξιακής διαδικασίας του γλωσσικού συστήματος (μεταξύ 2 και 5 ετών). Χαρακτηρίζεται μεν ως δυσχέρεια στην ροή της ομιλίας πλην όμως είναι αναμενόμενη και φυσιολογική για την χρονολογική ηλικία μεταξύ δύο και πέντε ετών, καθώς συμβαίνει σε υψηλό ποσοστό παιδιών (περίπου 5%). Η λεκτική αυτή συμπεριφορά δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τον εξελικτικό και επίμονο τραυλισμό, παρόλο που τα όρια δύσκολα είναι διακριτά στον καθέναν.
Το 75% των παιδιών που εκδηλώνουν δυσχέρεια στην ροή της ομιλίας, σταδιακά το ξεπερνούν και η ροή αποκαθίσταται στην ομιλία τους. Μάλιστα, τα περισσότερα παιδιά ξεπερνούν την δυσχέρεια αυτή μέσα σε χρονικό διάστημα ενός έτους από τη στιγμή που εκδηλώνεται.
Η γενικότερη στάση και οι χειρισμοί των γονέων στη φάση αυτή, η ιδιοσυγκρασία του παιδιού αλλά και η κληρονομική προδιάθεση είναι σημαντικοί παράγοντες που θα καθορίσουν εάν μια ήπια δυσχέρια στην ροή της ομιλίας σε αυτή την ηλικία, θα επιμείνει ως εδραιωμένος τραυλισμός ή όχι.
Η ανησυχία των γονέων για αυτή την έλλειψη άνεσης και ροής στην ομιλία του παιδιού, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Ενδέχεται να προκαλέσει ένταση στη σχέση με το παιδί και να επιδεινώσει την δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Ενδέχεται να προκαλέσει σχόλια και προτροπές του τύπου ‘μίλα καλύτερα!’. Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι ‘κάτι πάει στραβά με την ομιλία του’ και βλέποντας τους γονείς να ενοχλούνται, αγχώνεται. Μπορεί έτσι να οδηγηθεί στην εδραίωση του τραυλισμού. Στις ακραίες των περιπτώσεων, το παιδί επιλέγει να μη μιλά για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το παιδί όταν μιλά, θέλει να μοιραστεί μαζί σας ιδέες, σκέψεις και εμπειρίες, θέλει με άλλα λόγια να επικοινωνήσει. Όμως θα πρέπει αρχικά να οργανώσει στο μυαλό του αυτές του τις σκέψεις και ιδέες προτού τις εκφράσει με λόγια. Θα πρέπει να σκεφτεί και να επιλέξει τις κατάλληλες λέξεις, ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να συνθέσει τις λέξεις αυτές ακολουθώντας σωστή συντακτική δομή, έτσι ώστε να παράγει κατανοητές φράσεις. Στο τελικό πια στάδιο της άρθρωσης, θα πρέπει να έχει τον απαιτούμενο νευρο-μυϊκό συντονισμό για την αρμονική εκτέλεση των κινήσεων μεγάλων ομάδων μυών (αδρή κινητικότητα) αλλά και πολύ μικρών μυών που συνεργάζονται κατά την άρθρωση (λεπτή κινητικότητα). Το έργο επομένως που απαιτείται από ένα παιδί αυτής της ηλικίας δεν είναι απλό. Είναι δύσκολο και πολύπλοκο. Έτσι, η ροή ομιλίας υπονομεύεται κάποιες φορές στο νήπιο, στην προσπάθειά του να περάσει την πλούσια σκέψη του σε λόγο. Αυτό μάλιστα τείνει να συμβαίνει στην αρχή της φράσης, καθώς εκεί συντελείται το οργανωτικό έργο της σύνταξης το οποίο δυσκολεύει ιδιαίτερα το παιδί της ηλικίας αυτής.
Είναι σημαντικό ένα παιδί να μην αισθανθεί ότι οι γονείς του ενοχλούνται, δυσανασχετούν ή αγανακτούν με την ομιλία του:
- Προσπαθήστε να μην διακόπτετε το παιδί σας όταν σας μιλά, όσο κι αν καθυστερεί με επαναλήψεις.
- Αποφύγετε τους έντονους ρυθμούς στο διάλογο με το παιδί. Κάθε συζήτηση θα πρέπει να γίνεται σε ήρεμους τόνους.
- Δώστε στο παιδί σας άνεση χρόνου για να εκφραστεί και ακούστε προσεκτικά τι σας λέει. Μην του μιλάτε βιαστικά και απρόσεκτα.
- Μην σχολιάζετε το θέμα των επαναλήψεων μπροστά στο παιδί. Μην προσπαθείτε να διορθώσετε το πρόβλημα με αυτοσχέδια τεχνάσματα και το κυριότερο: μην μειώνετε την αυτοεκτίμηση του παιδιού με σχόλια του τύπου ‘μίλα καλύτερα’.
- Μιλάτε εσείς οι ίδιοι αργά και καθαρά στο σπίτι. Γίνετε σωστά παραδείγματα λόγου για το παιδί σας.
Ο τραυλισμός στους ενήλικες, που όλοι γνωρίζουμε, ξεκινά να γίνεται αντιληπτός ως εξελικτικός τραυλισμός πριν την ηλικία των οκτώ ετών – συνηθέστερα μάλιστα πριν την ηλικία των 5 ετών. Ουσιαστικά, κανένας δεν ξεκινάει να τραυλίζει μετά την ηλικία των δώδεκα ετών, εκτός κι αν πρόκειται για νευρογενή επίκτητο ή ψυχογενή επίκτητο τραυλισμό (πολύ μικρό ποσοστό τραυλισμών). Επομένως, ο τραυλισμός που όλοι γνωρίζουμε είναι ο εξελικτικός και επίμονος τραυλισμός ο οποίος συνεχίζει να ταλαιπωρεί την επικοινωνία ενός ατόμου και στην ενήλικη ζωή του.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αινιγματική και πολύπλοκη διαταραχή λόγου, που θίγει την ροή της ομιλίας. Έχει σαφή και προσδιορισμένα διαγνωστικά κριτήρια που τον ξεχωρίζουν από την φυσιολογική δυσχέρια στην ροή της ομιλίας που εμφανίζεται στην προσχολική ηλικία και σε μεγάλο βαθμό ξεπερνιέται. Θεωρείται πολυπαραγοντική διαταραχή ως προς την αιτιολογία του καθώς τόσο οργανικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες δρουν συνεργατικά. Η ουσιαστική και υπεύθυνη ενημέρωση είναι αυτή που θα μας κάνει να αποφύγουμε καλοπροαίρετους, ενστικτώδεις, αλλά εσφαλμένους χειρισμούς στο δικό μας παιδί.
Στην αρχή ένα παιδί μπορεί να τραυλίζει περιστασιακά. Ο τραυλισμός εμφανίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο απ’ ό,τι σε κάποιες άλλες και συχνά χωρίς προφανή αιτία. Μπορεί να περνούν αρκετές μέρες, ίσως και εβδομάδες, χωρίς προβλήματα. Έπειτα, χωρίς προειδοποίηση, το παιδί μπορεί να περάσει μια περίοδο κατά την οποία τραυλίζει κάθε φορά που προσπαθεί να πει κάτι.
Ιδιαίτερα ανάμεσα στα μικρά παιδιά, ο τραυλισμός παρουσιάζεται σχετικά ασταθής. Η συχνότητα, η ένταση και ο τύπος του τραυλισμού μπορεί να αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη ή από μια κατάσταση σε μια άλλη, ενώ δεν αποκλείεται η αλλαγή ακόμη και κατά τη διάρκεια της ίδιας συζήτησης. Τα αίτια αυτής της αστάθειας ερευνώνται. Διαπιστώνεται συχνά, ότι η συναισθηματική φόρτιση (μεγάλες συγκινήσεις, λύπη, χαρά, ενθουσιασμός), η κούραση και η έκθεση σε κοινό ενισχύουν τα συμπτώματα. Όμως, ακόμη και άνθρωποι που δεν τραυλίζουν παρουσιάζουν παρόμοιες δυσκολίες σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Κατά διαστήματα πάντως, ένα παιδί μπορεί να τραυλίζει έντονα χωρίς προφανή λόγο, κάτω από τις πιο χαλαρές, ήρεμες συνθήκες. Κάτι που για χρόνια προβληματίζει τους ειδικούς που ασχολούνται με τον τραυλισμό, είναι το γεγονός των απροσδόκητων αλλαγών στη συχνότητα και την ένταση των έκδηλων συμπτωμάτων του προβλήματος.
Τα παιδιά που τραυλίζουν, επιχειρώντας να προσπεράσουν αυτή τη δυσκολία στην ομιλία τους, παίρνουν συχνά διάφορες εκφράσεις στα μάτια ή το πρόσωπο, χτυπούν τα χέρια, τινάζουν σπασμωδικά το κεφάλι ή το σαγόνι τους τρέμει. Δείχνουν πραγματικά να “αγωνίζονται” κάποιες φορές να μιλήσουν. Ο αγώνας που κάνει ένα παιδί για να μιλήσει εντείνεται συνήθως, και οι συνοδευτικές κινήσεις που περιγράφηκαν, αυξάνονται, όταν το παιδί συνεχίσει να τραυλίζει για αρκετό διάστημα. Μολονότι τέτοιου είδους συνοδευτικές κινήσεις χρησιμοποιούνται αρχικά από το παιδί με την πρόθεση να βοηθήσει τον εαυτό του τη δεδομένη στιγμή, ενδέχεται συχνά να παραμείνουν και να παγιωθούν. Γενικά, θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι η παρουσία συνοδευτικών κινήσεων του σώματος ή του προσώπου συνιστά σαφή ένδειξη της αναγκαιότητας για άμεση βοήθεια από κάποιον ειδικό.
Άλλα παιδιά αντιδρούν στη γλωσσική τους διαταραχή με έντονο άγχος και μεγάλη αναστάτωση. Αυτά τα παιδιά συχνά αποφεύγουν να μιλούν ή ακόμη και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες κατά τις οποίες πιστεύουν ότι μπορεί να τραυλίσουν. Συχνά, η προσπάθειά που καταβάλλουν για να αποφύγουν τον τραυλισμό αποκτά διαστάσεις μεγαλύτερου προβλήματος από τον τραυλισμό αυτό καθαυτό. Χωρίς βοήθεια, ο συνεχής φόβος τους για το πρόβλημα του τραυλισμού που αντιμετωπίζουν (και το οποίο δεν μπορούν να ελέγξουν) εδραιώνει την δυσκολία τους.
Πολλοί από τους ενήλικες που τραυλίζουν αισθάνονται ότι το μορφωτικό τους επίπεδο, η επαγγελματική δραστηριότητα αλλά και η κοινωνική τους ζωή έχει πληγεί από το πρόβλημα του τραυλισμού. Από την άλλη βέβαια, υπάρχουν πολλοί επιτυχημένοι και διάσημοι άνθρωποι που αντιμετώπιζαν πρόβλημα τραυλισμού για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους. Για παράδειγμα ο Τσώρτσιλ, ο Ισαάκ Νεύτων, ο βασιλιάς Γεώργιος ο VI της Αγγλίας, ο Μπρους Γουΐλις, κ.α.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ