Προβλήματα στο σχολείο :
“Πότε πρέπει να το ψάξω ;”
Σε ορισμένες πολιτείες των Η.Π.Α., οι οποίες δεν έχουν θεσπίσει νομικά το κατώτατο ηλικιακό όριο εισαγωγής στην Α’θμια εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικοί φορείς διεξάγουν Τεστ Σχολικής Ετοιμότητας στους υποψήφιους μαθητές, τα οποία χρησιμοποιούνται ως αποκλειστικό ή συμπληρωματικό (ανάλογα με το σχολείο) κριτήριο εισαγωγής των παιδιών στην Α τάξη του Δημοτικού σχολείου.
Σχολική Ετοιμότητα σημαίνει ότι ένα σύνολο γνωστικών, γλωσσικών και ψυχοκινητικών δεξιοτήτων έχουν ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε το παιδί επιδεικνύει μία γενική ετοιμότητα να μυηθεί στο γραπτό λόγο (να διδαχθεί δηλαδή ανάγνωση και γραφή) και τις πρώτες αριθμητικές έννοιες. Οι προαπαιτούμενες αυτές ικανότητες, σε κανονικό ρυθμό ανάπτυξης, ωριμάζουν σε όλα τα παιδιά, κάποια χρονική στιγμή μεταξύ των 5 και 7 ετών και αφορούν: την αδρή κινητικότητα (ώστε να μπορούν να κινούνται με ευχέρεια στο χώρο), τη λεπτή κινητικότητα (ώστε να επιτυγχάνουν λεπτούς χειρισμούς και να πιάνουν σωστά το μολύβι), την οπτική αντίληψη και τον οπτικοκινητικό συντονισμό (ώστε να αναγνωρίζουν σχήματα/γράμματα, να αντιλαμβάνονται τις μεταξύ τους διαφορές και να τα σχεδιάζουν), τη φωνολογική ενημερότητα και την ακουστική διάκριση (ώστε να μπορούν να χειριστούν μεμονωμένους ήχους/φωνήματα), την ικανότητα εστίασης της προσοχής και διατήρησης της συγκέντρωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 λεπτών), το λεξιλόγιο και τη μορφοσύνταξη (ώστε να δομούν συγκροτημένο –για τα δεδομένα αυτής της ηλικίας– προφορικό λόγο) και τις προαριθμητικές έννοιες.
Ο σκοπός χρήσης των τεστ αυτών (όπως και των Τεστ Έγκαιρης Ανίχνευσης προβλημάτων λόγου και μάθησης που χρησιμοποιούνται από διάφορους φορείς ανά τον κόσμο) δεν είναι απλώς η εξασφάλιση του κριτηρίου εισαγωγής στην Α/θμια εκπαίδευση, αλλά και η παροχή βοήθειας σε παιδιά της Α Δημοτικού που είναι σχολικά ανέτοιμα και ως εκ τούτου ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση μαθησιακών προβλημάτων. Παρόλο που δεν υπάρχει πρώιμος δείκτης που να αποκαλύπτει με 100% αξιοπιστία τις μεταγενέστερες δυσκολίες των παιδιών σε γραφή και ανάγνωση, η αξιολόγηση και ο εντοπισμός των παιδιών αυτών συμβάλλει στην πρόληψη των δυσκολιών, καθώς το σχολείο προβλέπει ένα κατάλληλο πρόγραμμα υποστήριξης του αδύναμου μαθητή πριν ακόμη αυτός εκδηλώσει την αδυναμία του και επωμιστεί το βάρος της αποτυχίας.
Μια τέτοια παροχή κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, αν λάβει κανείς υπόψη του ερευνητικά δεδομένα που καταδεικνύουν ότι στη Βρετανία, το 40% των παιδιών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (όπως η δυσλεξία) εντοπίζεται και ξεκινά κάποιο πρόγραμμα παρέμβασης ενόσω βρίσκεται στις τελευταίες τάξεις της Α/θμιας εκπαίδευσης και 15% των παιδιών ενώ πλέον παρακολουθεί την Β/θμια εκπαίδευση. Όπως καταλαβαίνει κανείς, σ’ αυτή τη σχολική ηλικία, τα περιθώρια για αποκατάσταση του προβλήματος είναι περιορισμένα, αφού εκτός των πρωτογενών δυσκολιών σε ανάγνωση και γραφή έχει συσσωρευθεί και πλήθος “κενών” σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, τα οποία είναι δύσκολο να καλυφθούν, αλλά και η δικαιολογημένη –λόγω πολλαπλών αποτυχιών- δυσφορία του παιδιού για μάθηση και σχολείο.
Στην Ελλάδα, επίσημα στοιχεία για το χρόνο της διάγνωσης και έναρξης του προγράμματος αποκατάστασης δεν υπάρχουν, γιατί απουσιάζουν οι έρευνες. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας τα παράπονα που διατυπώνουν εκπαιδευτικοί και τις ηλικίες των παιδιών που επισκέπτονται δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς για διάγνωση μαθησιακών προβλημάτων, η κατάσταση φαίνεται να είναι χειρότερη: Μόνο 20% των παιδιών που έχουν παραπεμφθεί για αξιολόγηση στο Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ είναι πρώτης σχολικής ηλικίας, παρακολουθεί δηλαδή την Α ή Β Δημοτικού!
Ωστόσο, μια καθυστερημένη διάγνωση πάντα έχει αλλά αρνητικές συνέπειες:
Ø Μεγαλώνει η απόσταση που χωρίζει το παιδί από τους ομηλίκους του στις μαθησιακές δεξιότητες: μια διαφορά 6 μηνών στις επιδόσεις ανάγνωσης και γραφής στην ηλικία των 7 ετών μπορεί να καλυφθεί πολύ ευκολότερα από μια απόκλιση 2 ετών στην ηλικία των 11 ετών.
Ø Οι δυσκολίες διευρύνονται και αφορούν περισσότερες περιοχές του αναλυτικού προγράμματος: η αποτυχία στην ανάγνωση θα παρεμποδίσει την ενασχόληση, άρα και τη μάθηση σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, όπως η ιστορία, ενώ μια αποτυχία στη γραφή, θα καθυστερήσει σημαντικά τη συγκρότηση γραπτών απαντήσεων και εκθέσεων.
Ø Εκδηλώνονται συναισθηματικές δυσκολίες, που αφορούν κυρίως τη χαμηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού, εντάσεις στην οικογένεια και μετέπειτα προβλήματα προσαρμογής και συμπεριφοράς.
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες πρέπει να εντοπίζονται έγκαιρα και να δουλεύονται με συστηματικότητα και υπευθυνότητα από πλευράς ειδικών. Παρόλο που στη χώρα μας δεν υπάρχουν επαρκείς ενδοσχολικές παροχές, τα ασφαλιστικά ταμεία φροντίζουν ώστε να καλύπτεται μεγάλο μέρος των δαπανών που απαιτούνται γι’ αυτό από το γονέα. Για το λόγο αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να καθυστερείτε την εκπαίδευση του παιδιού που δυσκολεύεται, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό το αίτημά του να μάθει με έναν διαφορετικό τρόπο.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ