Εάν δεχτούμε την οικογένεια ως ένα σύστημα (ένα σύνολο δηλαδή ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς συγγένειας, συμβιώνουν σε ένα συγκεκριμένο φυσικό και ψυχοκοινωνικό πλαίσιο, αναλαμβάνουν ρόλους και εμπλέκονται σε αλληλαντιδράσεις), εύκολα καταλαβαίνουμε, ότι εάν ένα πρόβλημα προκύψει και αφορά ένα μέλος του συστήματος αυτού, γρήγορα θα επηρεάσει και τα υπόλοιπα μέλη και τις μεταξύ τους σχέσεις, έτσι ώστε το πλήρες σύστημα φαίνεται να «νοσεί».
Αυτό ισχύει εξίσου για σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα κάθε τύπου, μεταξύ άλλων και για τα προβλήματα Λόγου και Μάθησης. Οι διαταραχές στο λόγο και οι μαθησιακές δυσκολίες αφορούν, τελικά, και επηρεάζουν όλη την οικογένεια. Ευθύνονται για εκνευρισμούς, ανησυχίες, καβγάδες, φωνές, απογοητεύσεις, διαψεύσεις προσδοκιών, ενοχές, διακρίσεις και ζήλιες μεταξύ αδελφών, διαφωνίες μεταξύ των γονιών για τη στάση που θα πρέπει να κρατήσουν, κ.ά.. Όλα αυτά βέβαια, επιβαρύνουν και χαλούν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, τη στιγμή μάλιστα που η κατάσταση απαιτεί μεγάλα αποθέματα δύναμης και απόλυτη συνεργασία, προκειμένου να εξυγιανθεί.
Ο ρόλος του γονέα είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε μια τέτοια προσπάθεια εξυγίανσης. Καταρχήν, οφείλει να αποδεχτεί το πρόβλημα. Να δεχτεί ότι το πρόβλημα υπάρχει και, δυστυχώς, τον αφορά. Αντί να εθελοτυφλεί ενοχοποιώντας το παιδί ή να μεμψιμοιρεί και να αναφωνεί απελπισμένα «γιατί το δικό μου το παιδί» -ενοχοποιώντας τελικά τον εαυτό του- πρέπει να ανασκουμπωθεί και να αναλάβει υπεύθυνη δράση.
Τα βήματα είναι λίγο έως πολύ συγκεκριμένα από δω και πέρα. Αρχικά, παρατήρηση και –εάν είναι δυνατό- καταγραφή της προβληματικής, κατά την εκτίμηση του γονιού, συμπεριφοράς (συμπτώματα, συστηματικότητα εκδήλωσής τους –πόσο συχνά και σε ποια περιβάλλοντα-, αντιδράσεις δικές του και του παιδιού κλπ). Στη συνέχεια, και εφόσον το παιδί είναι ενταγμένο σε κάποιο εκπαιδευτικό πλαίσιο (παιδικός σταθμός, νηπιαγωγείο, σχολείο) χρειάζεται μια διεξοδική ενημέρωση του γονιού από όσους εκεί συνεργάζονται με το παιδί, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή όχι η εκδήλωση και το εύρος του προβλήματος σε εξω-οικογενειακό πλαίσιο. Και έπειτα, η επίσκεψη σε κάποιον ειδικό, ο οποίος θα προσδιορίσει επακριβώς τη φύση και το εύρος των δυσκολιών που το παιδί αντιμετωπίζει στο Λόγο και τη Μάθηση.
Στην ενημέρωση, που ακολουθεί κάθε διαγνωστική διαδικασία, ο ειδικός οφείλει να εξηγήσει και ο γονιός να κατανοήσει επαρκώς το επίπεδο των γνωστικών, γλωσσικών και μαθησιακών δεξιοτήτων του παιδιού και τα όρια του προβλήματός του. Δεν πρέπει λοιπόν να αρκεστεί σε θεωρητικολογίες διατυπωμένες σε μία άγνωστη γι’ αυτόν ορολογία. Οι διαγνωστικοί όροι βοηθούν τους ειδικούς να αντιληφθούν τις διαστάσεις ενός προβλήματος, ώστε να προσδιορίσουν τον τρόπο που θα παρέμβουν (να σχεδιάσουν δηλαδή το περισσότερο αποτελεσματικό –για το συγκεκριμένο παιδί- πρόβλημα αποκατάστασης) και να συνεννοηθούν στην «ίδια γλώσσα» με συναδέλφους άλλων ειδικοτήτων που ενδεχομένως εμπλέκονται στην αποκατάσταση. Ο γονιός όμως δεν πρέπει να αποχωρήσει από το γραφείο του ειδικού με ένα πακέτο δυσερμήνευτης γι’ αυτόν ορολογίας, παρά μόνον εφόσον είναι σίγουρος, ότι κατανοεί πλέον το πρόβλημα του παιδιού του και καταλαβαίνει τα περί… «Προγράμματος Αποκατάστασης».
Ένα Πρόγραμμα Αποκατάστασης, όπως και κάθε πρόγραμμα, στηρίζεται σε ορισμένες βασικές αρχές:
α) έχει αρχή, μέση και τέλος (εκτός από πολύ βαριές περιπτώσεις που απαιτούν δια βίου παρακολούθηση)
β) θέτει συγκεκριμένους, εφικτούς, βραχυπρόθεσμους στόχους (στο πλαίσιο του μακροπόθεσμου στόχου της αποκατάστασης του προβλήματος), οι οποίοι ανανεώνονται (πχ.) ανά τρίμηνο, συνυπολογιζομένης και της εξέλιξης του προγράμματος.
γ) έχει αυστηρή δομή (οι στόχοι και το υλικό ιεραρχούνται έτσι, ώστε να προαπαιτείται η κατάκτηση μιας δεξιότητας πριν την έναρξη των εργασιών για την επόμενη).
δ) απαιτεί τη συνεργασία του ειδικού –ή, στην καλύτερη περίπτωση, της διεπιστημονικής ομάδας που θα εμπλακεί στην επίλυση του προβλήματος- με τον γονέα και το παιδί.
Η εμπλοκή και συνεργασία του γονιού στο Πρόγραμμα Αποκατάστασης είναι απολύτως σημαντική και έχει τη δύναμη να αυξήσει -ή να μειώσει, στην αντίθετη περίπτωση- δραστικά την αποτελεσματικότητα του Προγράμματος, μειώνοντας παράλληλα το χρονικό διάστημα και – επομένως- και το κόστος της αποκατάστασης. Υπό την καθοδήγηση του ειδικού ή της ομάδας, οι οποίοι θα παρέχουν στο παιδί συγκεκριμένο υλικό για τη μελέτη του στο σπίτι, ο γονιός οφείλει να συνδράμει εκτελεστικά ή ενισχυτικά, να καθοδηγήσει και να βοηθήσει δηλαδή, ή να επιβλέψει τη μελέτη του (ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και το μέγεθος του προβλήματος). Οφείλει ακόμη να ενθαρρύνει και να στηρίξει την προσπάθεια του παιδιού, παρέχοντάς του υγιή κίνητρα για μελέτη και συνεργασία.
Τα προβλήματα του Λόγου και της Μάθησης δεν θεραπεύονται ως δια μαγείας. Αποκαθίστανται όμως, αποτελεσματικά, στις περισσότερες των περιπτώσεων, εφόσον όλοι οι εμπλεκόμενοι (ειδικός, παιδί, γονιός) δουλέψουν με υπευθυνότητα, συστηματικότητα, κέφι και μεράκι. Το αποτέλεσμα, πιστέψτε με, επαρκεί για να τους ανταμείψει όλους.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βόλος
ΛΑΡΙΣΑ