Γλώσσα και σκέψη

Ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει ψυχολόγους, γλωσσολόγους και άλλους διανοητές του αιώνα μας, είναι η σχέση γλώσσας και σκέψης. Πολλοί ίσως σκεφθούν ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ακόμη θεωρητικό ζήτημα. Εμείς τους προτείνουμε να το ξανασκεφθούν: εάν πράγματι αυτά τα δύο –γλώσσα και σκέψη- σχετίζονται μεταξύ τους, τότε αυτό σημαίνει ότι η σωστά δομημένη, πλούσια, ευρηματική, ευέλικτη γλώσσα στηρίζει και καλλιεργεί αντίστοιχη υψηλού επιπέδου σκέψη. Αυτή η λειτουργία θα μπορούσε να είναι και αμφίδρομη. Δηλαδή: υψηλό νοητικό επίπεδο προσφέρει το έδαφος για την καλλιέργεια σωστής γλώσσας. Έτσι σωστή σκέψη εκφράζεται με γλώσσα ορθή, μεστή, απαλλαγμένη από συντακτικά, σημασιολογικά αλλά και γραμματικά και άλλα ολισθήματα.

 

Θα έχετε ίσως παρατηρήσει, ότι σκεπτόμαστε συχνά χρησιμοποιώντας έναν εσωτερικό λόγο και εκφράζουμε τη σκέψη μας μέσω του φωνούμενου λόγου. Πώς όμως η γλώσσα θα μπορούσε να επηρεάζει τη σκέψη; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή έρχεται από δια-πολιτισμικές μελέτες και έρευνες. Στην κινέζικη γλώσσα για παράδειγμα υπάρχουν 14 μόνο λέξεις για τους αριθμούς: μηδέν, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, εννέα, δέκα, εκατό, χίλια, δέκα χιλιάδες. Συνδυάζοντας τις 14 αυτές λέξεις λοιπόν, τα κινεζάκια φτιάχνουν οποιοδήποτε αριθμό. Στην αγγλική όμως γλώσσα, όπως και στην Ελληνική, υπάρχουν επιπρόσθετες λέξεις για τους αριθμούς μετά το δέκα. Έτσι, ενώ το εγγλεζάκι χρειάζεται να μάθει την ειδική λέξη για το 11 («έντεκα»), το κινεζάκι έχει σαφώς πιο εύκολη δουλειά, αφού χρησιμοποιεί λέξεις ήδη γνωστές για να εκφράσει τον αριθμό 11 «δέκα και ένα». Παρατηρήθηκε λοιπόν σε έρευνα που έγινε, ότι τα εγγλεζάκια αντιμετωπίζουν αυξημένη δυσκολία σε σχέση με τα κινεζάκια στο να μάθουν να μετρούν μετά το δέκα.

 

Η σκέψη όμως, επηρεάζει τη γλώσσα; Εδώ αρκεί πιστεύω να αναφέρουμε το παράδειγμα της επικράτησης του αρσενικού γένους σε διάφορες εκφάνσεις της γλώσσας μας, επειδή στον πολιτισμό μας το ανδρικό φύλο συνήθισε να εκλαμβάνεται ως το ισχυρό. Ακόμη και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, όπως ιδιαίτερα κλιματολογικά φαινόμενα, διευρύνουν τη σκέψη των ανθρώπων που τα βιώνουν και αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στο λόγο. Οι Εσκιμώοι για παράδειγμα έχουν εφεύρει δεκάδες λέξεις για να περιγράψουν τα είδη χιονιού τα οποία έχουν σαφώς διακρίνει στη σκέψη τους, καθώς το χιόνι είναι τόσο γνώριμο σ’ αυτούς.

 

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, αυτό που δείχνει η εμπειρία είναι ότι τα παιδιά που μεγάλωσαν με γονείς που προσπάθησαν για την καλλιέργεια της γλώσσας τους και τους προσέφεραν πλούσιες γλωσσικές εμπειρίες παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο, λιγότερες μαθησιακές δυσκολίες αλλά και μια ευρύτερη ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών. Κι αυτά είναι συνήθως παιδιά που άκουσαν εμπλουτισμένο λόγο ως νήπια, που τους καλλιεργήθηκε από νωρίς μια καλή σχέση με τον γραπτό λόγο, με ενδιαφέροντα βιβλία, παιδιά που γνωρίζουν τον τρόπο να αντλήσουν πληροφορίες από μια εγκυκλοπαίδεια και που δεν χρησιμοποιούν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή μόνο για videogames.

 

Κάποιος ερευνητής αναφέρει: «Η διαφορά ανάμεσα στη σκέψη χωρίς γλώσσα και στη σκέψη με γλώσσα είναι ανάλογη με τη διαφορά που υπάρχει στην εκτέλεση μαθηματικών υπολογισμών με χαρτί και μολύβι από τη μια μεριά και με ηλεκτρονικό υπολογιστή από την άλλη!»

 

Συμπέρασμα : Δώστε μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη της γλώσσας του παιδιού, εντοπίστε όσο το δυνατόν νωρίτερα πιθανές αποκλίσεις και συζητήστε τις άμεσα με τον παιδίατρο, το νηπιαγωγό ή το δάσκαλο. Προάγετε την νόηση του παιδιού χρησιμοποιώντας ως πρόσβαση τον λόγο. Βοηθήστε όσο μπορείτε, να γίνει το παιδί σας άξιος χειριστής του λόγου. Στηρίξτε την καλλιέργεια της γλωσσικής ανάπτυξης στα παιδιά σας, συντελώντας έτσι έμμεσα και στην ανάπτυξη ολοκληρωμένης, ορθής και υψηλού επιπέδου σκέψης.

 

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Γλωσσολογική ευφυία

«Είναι μια πολύ άβολη συνήθεια των μικρών γατιών, το ότι, οτιδήποτε κι αν τους πεις, εκείνα πάντα γουργουρίζουν. Αχ και να γουργούριζαν μόνο για το ναι και να νιαούριζαν για το όχι, ή οτιδήποτε παρόμοιο, έτσι που να μπορεί κάποιος να προχωρήσει σε μια συζήτηση! Όμως πώς μπορείς να μιλήσεις μ’ ένα πρόσωπο που πάντα λέει το ίδιο πράγμα;»

                                                                    

                   (Lewis Caroll, Αlice through the looking glass)

 

Ξαναδιαβάστε προσεκτικά το παράπονο της Αλίκης και προσπαθήστε να συλλάβετε το φυσικό θαύμα στο οποίο όλοι εμείς, άτομα του ίδιου είδους, είμαστε στην προνομιακή θέση καθημερινά να μετέχουμε. Διότι όλοι εμείς ανήκουμε σ’ ένα φυσικό είδος το οποίο χαρακτηρίζει μια εκπληκτική ικανότητα: η ικανότητα του λέγειν. Σχηματίζοντας ήχους με το στόμα μας ή σχεδιάζοντας μικρομεγέθη σύμβολα σε μια κόλλα λευκό, κατά προτίμηση, χαρτί, είμαστε σε θέση να ανταλλάξουμε πληροφορίες, να μοιραστούμε συναισθήματα, να γεννήσουμε ιδέες, να δημιουργήσουμε τέχνη. Είμαστε σε θέση να επικοινωνήσουμε, και μάλιστα τόσο φυσικά και απρόσκοπτα, που τείνουμε συνήθως να ξεχνούμε πόσο γλωσσολογικά ευφυές είχε την τύχη να είναι το είδος μας..

 

Φέρτε στο νου σας ένα μωρό και ψηλαφίστε περήφανα τη γλωσσολογική ευφυΐα της ανθρώπινης φυλής. Παρατηρήστε το μωρό που παρατηρεί εσάς και τον κόσμο γύρω του. Ανακαλύψτε το μοναδικό τρόπο με τον οποίο αρχίζει να μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα. Αν καταφέρνατε για μια στιγμή να απομονώσετε τους φθόγγους από τη σημασία τους, αν καταφέρνατε να τους ακούσετε ως ήχους μεταξύ ενός συνόλου ήχων που καθημερινά μας περιστοιχίζει, θα υποκλινόσασταν με δέος στο μεγαλείο του μωρού σας που επιλέγει να αναγνωρίζει και τελικά να αναπαράγει αυτούς μόνο τους ήχους που συνιστούν τη μητρική του γλώσσα.

 

Ευτυχώς για όλους μας, ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει μια έμφυτη προδιάθεση για λόγο, γεγονός που επιτρέπει σε κάθε νεογνό του είδους αρχικά να αποκωδικοποιεί και στη συνέχεια να κωδικοποιεί τους ήχους της μητρικής του γλώσσας, των οποίων τη λειτουργικότητα συνειδητοποιεί πολύ νωρίς: με τα πρώτα «μαμ» διαπιστώνει ότι η πείνα του ικανοποιείται, ενώ με το μεταγενέστερο «άτα» εξασφαλίζει τη διασκέδαση και ψυχαγωγία του. Ο λόγος γίνεται το πρώτο βασικό εργαλείο που θα επιτρέψει στο παιδί να διεκδικήσει την επιτυχία και τελικά την ευτυχία στη ζωή του. Και αυτό το εργαλείο πρέπει να μάθει να το χειρίζεται σωστά.

 

Για κάθε νέο ασκούμενο ομιλητή, ισχύει μία μόνο αναγκαία συνθήκη: η έκθεση στον ενήλικο λόγο. Στα πρώτα στάδια της ζωής, το έργο αυτό αναλαμβάνει συνήθως η μητέρα (δεν είναι τυχαίο άλλωστε που αναφερόμαστε στη γλώσσα μας ως μητρική μας γλώσσα). Τα νευρικά κύτταρα του παιδικού εγκεφάλου είναι έτσι οργανωμένα, ώστε να συλλαμβάνουν και στη συνέχεια να αναπαράγουν μοντέλα δραστηριοτήτων. Αυτό που η μητέρα, ως πρώτος διδάσκων, οφείλει να κάνει είναι να παραδίδει μαθήματα άρτιας φυσικής ομιλίας, μιλώντας με λόγο ολοκληρωμένο και επαναλαμβάνοντας συστηματικά τις ίδιες λέξεις, φράσεις, τραγούδια και ρυθμούς, προκειμένου το μωρό της να κατακτήσει, να επεξεργαστεί και να εξελίξει το μοντέλο της μητρικής του γλώσσας.

 

Κάθε φορά που το παιδί επικοινωνεί με τη μητέρα του, αναζητά στο λόγο της τη σημασία, με τον ίδιο τρόπο που και η μητέρα ψάχνει για νόημα στους ήχους και τις κινήσεις του παιδιού. Αυτή η αναζήτηση νοήματος είναι μια αμφίδρομη διαδικασία-κλειδί που ξεκλειδώνει τη γλωσσολογική ευφυία και ανοίγει το δρόμο για τη γλωσσολογική και δημιουργική εξέλιξη του παιδιού σε έναν επαρκή ενήλικα ομιλητή.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

 

Διαβάστε Περισσότερα

Η ικανότητα του λέγειν

Η ικανότητα του Λέγειν, μοναδική στο είδος μας, ανάγει τον άνθρωπο σε ον προνομιακά ανώτερο. Ο άνθρωπος ακροατής-ομιλητής-αναγνώστης-και-γράφων, ο γλωσσολογικά ευφυής άνθρωπος, κρατά ο ίδιος το κλειδί που θα ελευθερώσει τη σκέψη του. Ακούγοντας, μιλώντας, διαβάζοντας και γράφοντας το παιδί δομεί τον άναρχο κόσμο του, αρχίζει να τον ελέγχει. Ασκώντας το λόγο του ασκεί τη σκέψη του, γεννά ιδέες, λύνει προβλήματα. Ένα παιδί με πλούσιο σε εύρος και ποιότητα λόγο διαμορφώνει έναν πλούσιο και δημιουργικό νου. Είναι ένα παιδί ευτυχισμένο.

 

Ως γονείς, ως εκπαιδευτικοί, ως θεραπευτές του λόγου και ως ενήλικες επιφορτιζόμαστε με το καθήκον να μεταδώσουμε στα παιδιά μας τη γνώση του Λόγου. Αρχικά, εστιάζουμε στην ακοή και την ομιλία: μιλούμε στο παιδί και του μαθαίνουμε να μιλά κι αυτό. Δύσκολα μπορεί να πει κανείς ποιος βγαίνει περισσότερο κερδισμένος από αυτή την επικοινωνία. Στη Φιλανδία έχουν μια καλή παροιμία γι’ αυτό: «Όταν ο Τρελός μιλά με το Σοφό, ποιος βγαίνει κερδισμένος;» Μιλώντας στο παιδί και ακούγοντάς το, ο γονιός μαθαίνει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο το παιδί σκέφτεται. Ξανακοιτά τον κόσμο κι αντικρίζει την όμορφη όψη του, αφιλτράριστη όπως την αντιλαμβάνεται το «φρέσκο» παιδικό βλέμμα. Το παιδί πάλι, μαθαίνει να επικοινωνεί: ονομάζει τον κόσμο, τον κατανοεί, μεταφράζει τη σκέψη του σε λέξεις και ικανοποιεί τις απορίες, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.

 

Μάθετε στο παιδί σας να το ρόλο του ακροατή και του ομιλητή, ενθαρρύνετέ το να καλλιεργήσει τη σκέψη του αναπτύσσοντας το λόγο. Δημιουργήστε του κίνητρα για διάλογο, δώστε του χρόνο να σκεφτεί, δεχτείτε τις απαντήσεις του χωρίς διάθεση κριτικής, ζητήστε του να σας εξηγήσει τα σημεία που θεωρείτε ότι δεν κατάλαβε, εντοπίστε μαζί και διορθώστε τυχόν λάθη και των δυο σας. Ακολουθήστε τα ενδιαφέροντά του, μιλήστε για πολλά πράγματα, μιλήστε για πράγματα τρελά. Μιλήστε για τα πάντα αν είναι δυνατόν.

 

Έχοντας σε μεγάλο βαθμό εξοικειωθεί με τον προφορικό λόγο, το παιδί-ακροατής-ομιλητής θα διδαχθεί στη συνέχεια τη γραφή και θα αναλάβει το ρόλο του αναγνώστη και του γράφοντος.

 

Διδάσκοντας ανάγνωση, μαθαίνουμε στο παιδί να αποκωδικοποιεί τα γραπτά σύμβολα που συνθέτουν τις λέξεις και να κατανοεί το μήνυμα. Να διαβάζει τις γραμμές αλλά και να συλλαμβάνει το νόημα που κρύβεται πίσω από αυτές. Περνώντας στη γραφή, το μυούμε σε μια διαδικασία αντίστροφη: το παιδί συγκροτεί και δίνει ήχο (εσωτερικό) στη σκέψη του, τον οποίο και μεταφράζει σε γράμματα, λέξεις, προτάσεις.

 

Η ανάγνωση και η γραφή είναι σύνθετες δραστηριότητες του νου, τη χρησιμότητα των οποίων ελάχιστα αντιλαμβάνονται τα παιδιά που δεν εκτίθενται σ’ ένα περιβάλλον λέξεων και βιβλίων.

 

Πλουτίστε τη βιβλιοθήκη του σπιτιού και του μυαλού σας. Χαρίστε στα παιδιά σας βιβλία ελκυστικά σε εμφάνιση και περιεχόμενο και μοιραστείτε μαζί τους την αναγνωστική εμπειρία. Βοηθείστε στα δύσκολα σημεία, διδάξτε τεχνικές, μάθετέ τους τα κόλπα των μεγάλων: ανακαλύψτε μικρές λέξεις μέσα σε άλλες μεγαλύτερες, βρείτε λέξεις της ίδιας οικογένειας, διδάξτε τη στίξη και διαβάστε με νόημα, αλλάξτε τις φωνές σας στους διαλόγους, παρατονίστε και γελάστε μαζί. Συζητήστε για το νόημα, αναλύστε τα συμφραζόμενα, χαρακτηρίστε τους ήρωες, μαντέψτε τη συνέχεια, αλλάξτε το τέλος. Με δυο λόγια, παίξτε με το βιβλίο. Κι όταν βαρεθείτε, πιάστε το μολύβι και γράψτε. Γράψτε μηνύματα, σημειώματα, γράμματα ο ένας στον άλλον, ανέκδοτα, μικρές ιστορίες, μεγάλες ιστορίες, γράψτε διαφημίσεις, στήστε περιοδικά. Γράψτε για ό,τι διαβάσατε, για ό,τι σκεφτήκατε, για ό,τι νιώσατε.

 

Ο Λόγος είναι Σκέψη. Ένα παιδί που μαθαίνει το Λόγο κάνει το παρθενικό του ταξίδι στον μαγικό κόσμο της σκέψης. Εμείς πρέπει να το εφοδιάσουμε με όλα τα απαραίτητα, που θα κάνουν το ταξίδι αυτό μία μοναδικά δημιουργική εμπειρία ζωής για το παιδί σας, που στο ταξίδι αυτό σας θέλει κοντά του, σφιχτά κρατημένους από το χεράκι του. Ταξιδέψτε λοιπόν μαζί του, περιπλανηθείτε παρέα στο λόγο και τη σκέψη.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Το έμβρυο σας ακούει

 

Για τη μητέρα το πρώτο κλάμα της γέννησης αποτελεί και το πρώτο ‘άκουσμα’ της φωνής του μωρού. Το νεογέννητο όμως βρέφος φαίνεται να έχει αφουγκραστεί τη φωνή της μητέρας του πολύ πιο πριν. Ερευνητές της ακοής αποφαίνονται σήμερα, ότι η ικανότητα της ακοής ‘αναδύεται’ κατά την εμβρυακή ηλικία, το βρέφος επομένως έχει μάθει να αναγνωρίζει την φωνή της μητέρας πολύ πριν την στιγμή της γέννησης. Επιπλέον, διαθέτει την ικανότητα να αναγνωρίζει συγκεκριμένα ακούσματα, ρυθμούς και μελωδίες, τις οποίες η κυοφορούσα μητέρα συνήθιζε να επαναλαμβάνει και να σιγοτραγουδά κατά την περίοδο της κύησης! Η ‘γνώριμη’ φωνή της μητέρας είναι αυτή που θα καθησυχάσει το βρέφος όταν γεννηθεί, η οικεία φωνή που θα το νανουρίσει σε μια ζεστή αγκαλιά. Η αναγνωρίσιμη μητρική ομιλία θα του προσφέρει την πρώτη αίσθηση ‘ασφάλειας’, αναγκαία για το νεογέννητο που μόλις έχει εγκαταλείψει την ασφάλεια του μητρικού σώματος.

 

Ήδη από το 1964 έχει επιβεβαιωθεί με έρευνες αμερικανών επιστημόνων, ότι ο ανθρώπινος κοχλίας, κύριο όργανο της ακοής, αποκτά φυσιολογική λειτουργία ενήλικα όταν το έμβρυο είναι μόλις 20 εβδομάδων, στον 5ο δηλαδή περίπου μήνα της κύησης. Οι ερευνητές απέδειξαν ότι το έμβρυο – σε ηλικία 5 μηνών από την σύλληψη – ακούει, τοποθετώντας απλά ένα μικρό ηχείο επάνω στην κοιλιακή χώρα της εγκύου. Ενώ το ηχείο παρήγαγε απλά ορισμένους ήχους υψηλής συχνότητας, διαπιστώθηκε, ότι οι καρδιακοί παλμοί του βρέφους αυξάνονταν κάθε φορά που ακουγόταν κάποιος ήχος.

 

Τα ερευνητικά δεδομένα προβληματίζουν, εάν και κατά πόσο το νεογέννητο βρέφος είναι μια ‘άγραφη χάρτα’, αδιαμόρφωτη ακόμη από εμπειρίες (tabularasa). Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει, τουλάχιστον όσον αφορά την αίσθηση της ακοής, μιας και το νεογέννητο βρέφος έχει συλλέξει – ούτε λίγο ούτε πολύ – ακουστική εμπειρία τεσσάρων (4) περίπου μηνών!

 

Η παρεμβολή βέβαια του δέρματος της μητέρας και του αμνιακού υγρού, ανάμεσα σε αυτόν που μιλά και στο έμβρυο, δημιουργεί εμπόδια – φίλτρα στο ακουστικό ερέθισμα που φτάνει τελικά μερικώς αλλοιωμένο στο αυτί του εμβρύου. Έρευνες καταδεικνύουν ότι, εάν η μητέρα συνομιλεί με κάποιο άλλο πρόσωπο, ο ήχος που φτάνει στο έμβρυο από την συνομιλία των δύο ατόμων, είναι μικρότερης έντασης. Η αλλοίωση της έντασης κυμαίνεται από 20dB έως 37dB και ποικίλλει ανάλογα με τις συχνότητες των ήχων. Εκτός από πιο σιγανή, η φωνή των άλλων ακούγεται και πιο μπάσα στο έμβρυο, καθώς οι υψηλές συχνότητες χάνονται, απαλείφονται εντελώς, απορροφούνται και δεν διαπερνούν τα εμπόδια – φίλτρα που παρεμβάλλονται. Έτσι, το έμβρυο θα ‘χάσει’ πολλά από τα σύμφωνα της γλώσσας μας (για παράδειγμα σ-ζ, φ-β, θ-δ) τα οποία εκπέμπονται σε υψηλές συχνότητες.

 

Σύγχρονοι ερευνητές δοκίμασαν να βρουν πόσο κατανοητοί καταλήγουν να είναι οι ήχοι της ομιλίας έτσι όπως φτάνουν τελικά στο αυτί του εμβρύου, ύστερα δηλαδή από τις αλλοιώσεις που υφίστανται και που περιγράφηκαν παραπάνω. Εμφύτευσαν λοιπόν υδρόφωνα και μικρόφωνα στην μήτρα εγκύων γυναικών (που είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους για συμμετοχή στην έρευνα) και μαγνητοφώνησαν κάποιες συνομιλίες των γονέων τις οποίες στη συνέχεια… άκουσαν. Διαπίστωσαν ενώ τις άκουγαν, ότι μόνο περίπου το 64% της ομιλίας της μητέρας και το 57% της ομιλίας του πατέρα γίνονται επαρκώς κατανοητά από το ενήλικο αυτί.

 

Εάν συνυπολογίσουμε σε αυτά το γεγονός ότι …

 

(α) το έμβρυο – όπως και το βρέφος – μπορεί να ακούει, δεν έχει ακόμη την ικανότητα να προσέξει τα ακούσματα γύρω του, να εστιάσει δηλαδή συνειδητά σε ό,τι ακούει (στερείται δηλαδή της ικανότητας ‘ακρόασης’ που ο ενήλικας διαθέτει) και …

 

(β) το έμβρυο στερείται την ικανότητα κατανόησης του λόγου

 

… τότε μάλλον δεν χρειάζεται να ‘κρύβουμε λόγια’ από τον 5ο μήνα της κύησης και μετά!

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Η βιολογία της ομιλίας

Εφόσον, σε συγκεκριμένα όντα του ζωικού βασιλείου διαπιστώνεται οργανική προδιάθεση για ορισμένα είδη συμπεριφορών, ενδέχεται να υπάρχει μια βιολογική βάση – ερμηνεία πίσω από τις συμπεριφορές αυτές. Έτσι πιθανόν ερμηνεύεται το γεγονός ότι, για παράδειγμα, τα ψάρια έχουν σώμα λείο και ολισθηρό, ενώ φέρουν επίσης πτερύγια και μια πολύ δυνατή ουρά. Το σώμα τους είναι έτσι πλασμένο, ώστε να κινούνται γρήγορα στο υγρό περιβάλλον του βυθού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θηλαστικά ζώα της θάλασσας, το δελφίνι και την φάλαινα, μολονότι τα είδη αυτά φαίνεται να έχουν διαφορετική προέλευση από τα ψάρια και έχουν ακολουθήσει την δική τους, ιδιαίτερη πορεία εξέλιξης, φυλογενετικά.

 

Ωστόσο, ας είμαστε κάπως πιο προσεκτικοί όταν επικαλούμαστε την βιολογία για να ερμηνεύσουμε συγκεκριμένες συμπεριφορές οργανισμών, καθώς πολλές είναι οι συμπεριφορές εκείνες που δεν ερμηνεύονται απλώς…βιολογικά. Δεν διαπιστώνεται, για παράδειγμα, καμία απολύτως συσχέτιση μεταξύ της κατοικίας των πουλιών, των φωλιών δηλαδή που χτίζουν για να ζήσουν (συμπεριφορά), με τα χαρακτηριστικά του σώματός τους (βιολογία). Ένα ακόμη παράδειγμα ίσως αποτελεί το είδος εκείνο της αράχνης με τα μακριά πόδια (ghostspider) που όμως σχηματίζει ιστούς με πυκνή ύφανση, στους οποίους φαίνεται να δυσκολεύεται να μετακινηθεί. Αντίθετα, ένα άλλο είδος αράχνης με κοντά πόδια (orbspider) σχηματίζει μακριούς ιστούς με αραιή ύφανση και καταβάλλει εξαιρετικά μεγάλη προσπάθεια και ενέργεια για να μεταβεί από την μία άκρη του ιστού στην άλλη. Συμπεριφορές που φαίνεται μάλλον να μην επιδέχονται τη βιολογική βάση ερμηνείας!

 

Παρατηρώντας, περισσότερο προσεκτικά και από άποψη κατασκευής, τα όργανα που χρησιμοποιούνται στην άρθρωση και την ομιλία από τον άνθρωπο, ίσως να αναγνωρίσουμε και εκεί κάποιες… βιολογικές καταβολές, βάσεις ή ερμηνείες της λεκτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου:

 

Τα ανθρώπινα δόντια, για παράδειγμα, είναι κάπως ασυνήθιστα, διαφορετικά – συγκρινόμενα με αυτά άλλων όντων του ζωικού βασιλείου. Συγκρινόμενα μεταξύ τους, έχουν παρόμοιο ύψος και, όλα μαζί στη σειρά, σχηματίζουν ένα είδος τοίχου, ένα εμπόδιο. Αναπτύσσονται μάλιστα κάθετα σε σχέση με τη γνάθο και όχι με πλάγια έξω κλίση, ενώ τα δόντια της άνω και κάτω γνάθου συναντώνται. Εκπληκτική σίγουρα αυτή η τάξη και η ομοιομορφία των δοντιών του ανθρώπου που δείχνουν να επιτελούν και άλλες σημαντικές λειτουργίες πέραν της μάσησης! Πράγματι, ομοιόμορφα σε μέγεθος δόντια, κατανεμημένα σε ίσες αποστάσεις και κοντά το ένα στο άλλο, βοηθούν ιδιαίτερα στην άρθρωση πληθώρας ήχων ομιλίας, όπως είναι τα σύμφωνα της γλώσσας μας (‘σ’, ‘ζ’, ‘τσ’, ‘τζ’, ‘φ’ και ‘β’).

 

Τα ανθρώπινα χείλη έχουν μύες ιδιαίτερα αναπτυγμένους και σε πιο περίπλοκη διάταξη σε σχέση με τα χείλη άλλων ζώων. Επίσης το ανθρώπινο στόμα είναι σχετικά μικρό και μπορεί να ανοίξει και να κλείσει γρήγορα. Τα δύο αυτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος διευκολύνουν την φωνητική πραγμάτωση χειλικών εκρηκτικών ή στιγμιαίων φωνημάτων (συμφώνων) όπως είναι τα ‘π’ και ‘μπ’, τα οποία απαιτούν ερμητικό κλείσιμο των χειλιών ακολουθούμενο από απότομο άνοιγμα του στόματος και εκτόνωση της πίεσης του αέρα εκπνοής.

 

Η ανθρώπινη γλώσσα διαθέτει αυξημένη μάζα, ισχυρούς μύες και ικανοποιητική ευκινησία, αντίθετα με τις μακριές, λεπτές γλώσσες των χιμπατζήδων. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά της γλώσσας του ανθρώπου προσφέρουν δυνατότητα αλλαγής των διαστάσεων και του σχήματος της στοματικής κοιλότητας, γεγονός που απαιτείται για την ακριβή άρθρωση των φωνηέντων.

 

Ο ανθρώπινος λάρυγγας, που φιλοξενεί τις απαραίτητες για την φώνηση φωνητικές χορδές, είναι απλούστερος σε δομή από τον λάρυγγα άλλων ανθρωποειδών. Ωστόσο αυτό θεωρείται πλεονέκτημα, μάλλον, παρά μειονέκτημα για την ομιλία, καθώς επιτρέπει την ελεύθερη, ανεμπόδιστη μετακίνηση αέρα εκπνοής προς τα όργανα της άρθρωσης της στοματικής και της ρινικής κοιλότητας.

 

Τέλος, μολονότι οι ανθρώπινοι πνεύμονες δεν φαίνεται να παρουσιάζουν εξειδικευμένη μορφολογία όσον αφορά την δομική τους σύσταση, η λειτουργία της αναπνοής την οποία επιτελούν, είναι έτσι προσαρμοσμένη, ώστε να εξυπηρετεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την ομιλία. Για παράδειγμα, ο ρυθμός και η ταχύτητα της αναπνοής κατά την ομιλία μεταβάλλεται και αναπροσαρμόζεται συνεχώς ανάλογα με τις απαιτήσεις της επικοινωνιακής συνδιαλλαγής, χωρίς ωστόσο να προκαλεί ενόχληση ή δυσφορία.

 

Όλα τα παραπάνω αποτελούν σήμερα δεδομένα, στη βάση των οποίων στηρίζεται και λειτουργεί το ανθρώπινο ον. Ωστόσο, εάν αναλογιστούμε την ιστορική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους μέσα από μια πορεία αιώνων, προκύπτουν προβληματισμοί αντίστοιχοι με αυτούς της ‘κότας και του αυγού’. Προϋπήρχαν τα βιολογικά αυτά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς της ομιλίας ή είναι φυλογενετικές προσαρμογές της ανθρώπινης βιολογίας στην επικοινωνιακή συμπεριφορά της ομιλίας, που όμως συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους; Η απάντηση απαιτεί σίγουρα προσεκτική διερεύνηση… Εμείς μένουμε στη διαπίστωση, ότι ένα βρέφος που γεννιέται στον 21ο πλέον αιώνα, φαίνεται να είναι βιολογικά, γενετικά προγραμματισμένο για ομιλία!

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Νοημοσύνη & κλίμακες μέτρησης

Από την αρχαιότητα ακόμη, φιλόσοφοι όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, διαπίστωσαν ότι, παρά τις ομοιότητας και τα κοινά χαρακτηριστικά, μεταξύ των ατόμων υπάρχουν και ποικίλες διαφορές. Οι διαφορές αυτές αφορούν κυρίως τα σωματικά χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας και τη νοημοσύνη.

 

Προκειμένου να γίνει αναφορά στο θέμα της νοημοσύνης και των κλιμάκων μέτρησής της, είναι χρήσιμο αρχικά να αποσαφηνιστεί ο όρος «νοημοσύνη». Η λέξη «νοημοσύνη» χρησιμοποιείται ευρέως, σε ποικίλα γλωσσικά περιβάλλοντα, με ποικίλες νοηματικές αποχρώσεις. Γι’ αυτό και η απόπειρα του επιστημονικού ορισμού της προκάλεσε σύγχυση, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν, κατά περιόδους, διάφορες απόψεις και θεωρίες. Η θέση που σήμερα είναι περισσότερο αποδεκτή, θεωρεί τη νοημοσύνη ως την πνευματική ικανότητα, με τη βοήθεια της οποίας το άτομο αφομοιώνει νέες πληροφορίες, αξιοποιεί την εμπειρία του, αντιμετωπίζει επιτυχώς τις απαιτήσεις του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις.

 

Από τον παραπάνω ορισμό, γίνεται φανερό ότι η νοημοσύνη είναι μια σύνθετη πνευματική λειτουργία, η οποία εξαρτάται από επιμέρους ειδικές ικανότητες. Ο βαθμός στον οποίο οι ικανότητες αυτές θα αναπτυχθούν είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει, ότι το συγκεκριμένο νοητικό δυναμικό που διαθέτει ένα παιδί θα μπορέσει να αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό, εφόσον το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον τού προσφέρουν ποικίλες μορφωτικές ευκαιρίες και ερεθίσματα, ενώ αντίθετα θα αποδυναμωθεί σε ένα περιβάλλον χωρίς τέτοιες δυνατότητες.

 

Πέρα από το περιβάλλον, η νοημοσύνη βρίσκεται σε στενή συνάρτηση και με τη χρονολογική ηλικία. Πιο συγκεκριμένα, όπως συμβαίνει και με διάφορα άλλα χαρακτηριστικά π.χ. βάρος, ύψος κ.τ.λ., έτσι και η νοημοσύνη παρουσιάζει αυξητική τάση με την πάροδο της ηλικίας. Η τάση αυτή παρατηρείται μέχρι την ηλικία των 25 ετών, όπου πλέον ενεργοποιούνται πλήρως και σταθεροποιούνται όλες οι νοητικές λειτουργίες του ατόμου. Επιπλέον, με την πάροδο της ηλικίας η νοημοσύνη υφίσταται εκτός από την ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση. Η διαφοροποίηση αυτή αφορά τον επιμερισμό μιας ενιαίας, γενικής νοητικής λειτουργίας σε ειδικές νοητικές ικανότητες.

 

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι ψυχολόγοι προσπάθησαν να προσδιορίσουν τα δομικά στοιχεία της νοημοσύνης, δηλαδή τις νοητικές ικανότητες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιβίωση και εξέλιξη του ατόμου, και στη συνέχεια, με βάση αυτές τις ικανότητες, να κατασκευάσουν ψυχομετρικές κλίμακες για την αντικειμενική μέτρηση και αξιολόγησή τους. Οι κλίμακες αυτές που είναι γνωστές και σαν «τεστ νοημοσύνης» διερευνούν κυρίως δύο βασικές κατηγορίες δεξιοτήτων: τις λεκτικές και τις πρακτικές. Η χορήγηση τέτοιων κλιμάκων τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες έχει 2 στόχους: Ο πρώτος είναι να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο το άτομο κατέχει ορισμένες δεξιότητες σε σύγκριση με τους συνομηλίκους του· με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται αν και κατά πόσο η νοητική ηλικία του ατόμου είναι σύμφωνη με τη χρονολογική του ηλικία. Ο δεύτερος στόχος είναι να διερευνηθεί ποιες από τις υπό εξέταση ικανότητες είναι περισσότερο εξελιγμένες και ποιες λιγότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες. Μέσα από τη χορήγηση λοιπόν ενός τέτοιου τεστ, προσπαθούμε να αναδείξουμε τόσο τις διαφορές μεταξύ των ατόμων (διατομικές διαφορές), όσο και τις διαφορές μεταξύ των ποικίλων ικανοτήτων στο ίδιο το άτομο (ενδοατομικές διαφορές).

 

Τα τεστ νοημοσύνης είναι ένα αποκλειστικά διαγνωστικό εργαλείο και ως τέτοιο θα πρέπει να χρησιμοποιούνται. Η χορήγησή τους δεν έχει ως στόχο να στιγματίσει το άτομο, αλλά να το βοηθήσει ενισχύοντας τα αδύναμα σημεία του μέσω της αξιοποίησης των ικανοτήτων που διαθέτει. Η ψυχομέτρηση λοιπόν δεν γίνεται για να καλύψει την περιέργεια ορισμένων για το πόσο έξυπνοι είναι, αλλά πραγματοποιείται όταν ο ειδικός κρίνει ότι χρειάζεται, προκειμένου να γίνει η διαγνωστική εκτίμηση, ώστε να εφαρμοστεί στη συνέχεια το κατάλληλο πρόγραμμα αποκατάστασης.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Παιδιά με προβλήματα όρασης

Το τυφλό παιδί, ή, αλλιώς, παιδί με προβλήματα όρασης, ή παιδί με χαμηλή οπτική οξύτητα, είναι ένα παιδί που αντιμετωπίζει ένα σοβαρό αισθητηριακό πρόβλημα, του οποίου η συχνότητα εμφάνισης φαίνεται να είναι ολοένα και μεγαλύτερη στις μέρες μας. Ο γονιός ενός παιδιού με μειωμένη ικανότητα όρασης επιβαρύνεται, σε σχέση με τους γονείς παιδιών δίχως προβλήματα στην όραση, με ένα επιπρόσθετο καθήκον: την ενίσχυση της κινητικής ανάπτυξης του παιδιού του. Το παιδί με προβλήματα στην όραση δεν μπορεί να αντιληφθεί επαρκώς οπτικά τον περιβάλλοντα χώρο, δεν μπορεί επομένως να τον ελέγξει και –κατά προέκταση- να τον χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά προκειμένου να αναπτυχθεί κινητικά. Εκεί ακριβώς είναι που καλείται ο γονιός να βοηθήσει το παιδί του, από την πρώτη κιόλας φάση της ανάπτυξής του.

 

Η στιγμή κατά την οποία ένα μωρό αρχίζει να περπατά, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός, μία στιγμή ορόσημο για κάθε παιδί, βλέπον ή μη. Ένα βλέπον παιδί όμως, έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, γεμάτο ενεργητικότητα και δράση, να βαδίζει, να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να τραβά, να σπρώχνει, να μεταφέρει πράγματα, να γυρνά γύρω από τα έπιπλα, να πετάει, να μαζεύει αντικείμενα, να τρυπώνει σε μικρούς χώρους. Ένα βλέπον παιδί χαίρεται και εντυπωσιάζεται ανακαλύπτοντας τον έξω κόσμο, έναν κόσμο γεμάτο από υπέροχες, θαυμαστές εικόνες και πράγματα που μπορεί να δει, να πιάσει, να αισθανθεί, να εξερευνήσει, να απολαύσει.

 

Ένα παιδί με προβλήματα στην όραση, αντίθετα, δεν δείχνει ανάλογο ενδιαφέρον για την κίνηση, καθώς ελάχιστα επιθυμεί να εξερευνήσει ένα περιβάλλον που δυσκολεύεται –πρωτίστως- να δει. Εναπόκειται λοιπόν στους γονείς, στην περίπτωση αυτή, να παροτρύνουν το παιδί και να διεγείρουν συνεχώς την περιέργειά του.

 

  • Από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής, η μητέρα είναι αυτή που θα πρέπει να ενθαρρύνει την επαφή του παιδιού με το περιβάλλον του, τοποθετώντας αρχικά τα χέρια του μωρού επάνω στα δικά της και κατευθύνοντάς τα σε διάφορα αντικείμενα που το παιδί θα αρχίσει να περιεργάζεται.

 

  • Προοδευτικά, στόχος είναι να αποκτήσει το παιδί οπτική ολότητα στην αντίληψη των αντικειμένων, έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν σύνολο, όχι σαν σειρά μεμονωμένων αντικειμένων. Ο ρόλος του γονιού-βοηθού είναι και εδώ ισχυρός. Έτσι, στο παιδί που επιχειρεί (π.χ.) να ανοίξει ένα ντουλάπι, ο γονιός μπορεί να παράσχει σημαντική βοήθεια, εάν το καθοδηγήσει να γνωρίσει τι υπάρχει πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά από το ντουλάπι. Εάν το βοηθήσει να αγγίξει όλες τις πλευρές, να αισθανθεί το μέγεθος, το βάθος, να περιεργαστεί τα ράφια, να απομακρύνει και να ξανατοποθετήσει το περιεχόμενό τους, ώστε να συμπεράνει παράλληλα το χώρο που κάθε αντικείμενο καταλαμβάνει στο ντουλάπι. Αξιοποιήστε τις υπόλοιπες αισθήσεις του και φυσικά, ονομάστε τα αντικείμενα που το παιδί περιεργάζεται στις κινητικές του περιπλανήσεις.

 

  • Προτρέψτε συνεχώς το παιδί σας στη βάδιση, βρεθείτε πάντα δίπλα του, μιλήστε του για ό,τι κάθε στιγμή υπάρχει γύρω του, προετοιμάστε το για το τι θα συναντήσει μπροστά του –τουλάχιστον στην αρχή, έως ότου η μνήμη του ισχυροποιηθεί, ώστε να θυμάται τις θέσεις των αντικειμένων. Θυμίζετέ του, επιπλέον, να τεντώνει τους βραχίονες, ώστε να μην σκοντάφτει πάνω σε πράγματα. Καλό θα είναι, ωστόσο, οι θέσεις των επίπλων και άλλων αντικειμένων να είναι μόνιμες και να αποφεύγονται συχνές αλλαγές που δεν είναι απολύτως αναγκαίες. Αυτό βοηθά το παιδί να βρίσκει αυτό που θέλει και να το επαναφέρει στη μνήμη του όταν χρειάζεται.

 

Η ωρίμανση της μνήμης είναι σταθμός για τη ζωή του παιδιού, αφού τότε εδραιώνεται ουσιαστικά η προσανατολιστική του ικανότητα Συνήθως, βέβαια, τα παιδιά με προβλήματα όρασης αναπτύσσουν γρήγορα την ικανότητα του προσανατολισμού, προκειμένου να μπορούν να κινηθούν με ευκολία στο σπίτι. Δική σας ευθύνη παραμένει πάντως, να διαμορφώσετε το χώρο εξαλείφοντας ή ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους γι’ αυτό – το ίδιο άλλωστε θα κάνατε και με ένα βλέπον παιδί.

 

Όταν βρίσκεστε εκτός σπιτιού π.χ. σε μια παιδική χαρά περιγράψτε στο παιδί το χώρο και τα αντικείμενα: πείτε του για τον εξοπλισμό που υπάρχει, τις θέσεις των οργάνων, τη χρήση τους, βοηθήστε το να κρεμαστεί, να σκαρφαλώσει, να κουνηθεί, να κάνει ποδήλατο. Πείτε του πως γύρω υπάρχουν πολλά παιδιά που παίζουν κι ευχαριστιούνται και κάντε το να νιώθει διαρκώς ασφάλεια και σιγουριά, έχοντας τη βεβαιότητα πως βρίσκεστε δίπλα του σε ετοιμότητα, για κάθε περίπτωση που θα σας χρειαστεί.

 

Γιατί αυτό ακριβώς είναι που οφείλετε να κάνετε με κάθε παιδί, με ή χωρίς προβλήματα όρασης: να σταθείτε «δίπλα του», προσφέροντας διακριτικά τις υπηρεσίες σας, οργανώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη ζωή του, ενθαρρύνοντας την απόπειρά του να αυτονομηθεί. Πόσο μάλλον, για ένα παιδί που έχει μια εγγενή δυσκολία στην προσπάθειά του αυτή.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Ορθοδοντική & Λογοθεραπεία

Σκεφτήκατε ποτέ, κατά πόσο τα ‘στραβά’ δοντάκια του παιδιού σας έχουν συμβάλει ή συνεχίζουν να συμβάλλουν στο χαρακτηριστικό ψεύδισμα της ομιλίας του;

 

Σκεφτήκατε, μήπως όλες αυτές οι καλοπροαίρετες προσπάθειες που κατά καιρούς καταβάλλετε για να διορθώσετε την ομιλία του είναι μάταιες, εφόσον η ανατομική δομή του στόματος καλλιεργεί και ενισχύει εσφαλμένα μοντέλα άρθρωσης;

 

Μήπως είναι καιρός να δείτε το πρόβλημα και από μία άλλη οπτική γωνία και, ενδεχομένως, να το αντιμετωπίσετε συνδυαστικά;

 

Μήπως το μονίμως ντροπαλό και κακόκεφο παιδί σας χρειάζεται απλά ένα πιο όμορφο χαμόγελο και καθαρότερη άρθρωση για να εξισορροπήσει την ψυχική του υγεία, να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του και να διαμορφώσει, μεγαλώνοντας, ισχυρή, ακέραια προσωπικότητα;

 

Είναι γεγονός, ότι η άρθρωση και η ομιλία επηρεάζονται από την μορφολογία και την κινητικότητα των ‘οργάνων άρθρωσης’ που ο άνθρωπος διαθέτει, όπως για παράδειγμα τα χείλη, τις γνάθους, την γλώσσα, το ρινικό και στοματικό φάρυγγα καθώς επίσης και από την μορφολογία και την κατάσταση των δοντιών, της μύτης και άλλων κινητών ή ακίνητων ιστών του προσώπου. Κάποια ανωμαλία στην περιοχή της στοματικής κοιλότητας, ευνόητο είναι ότι ενέχει κίνδυνο διαταραχών στην άρθρωση, που σημαίνει σφάλματα στην εκτέλεση των κινήσεων που απαιτεί η προφορά ενός ή περισσότερων φθόγγων (κυρίως συμφώνων). Έτσι, μπορεί να προκύψει μία από τις ακόλουθες διαδικασίες:

 

  1. Τέλεια έλλειψη του φθόγγου
  1. Συνεχής και συστηματική αντικατάσταση ενός φθόγγου με άλλο φθόγγο
  1. Συνεχής και συστηματική παραφθορά ενός φθόγγου (η συνηθέστερη διαδικασία στην περίπτωση μυοσκελετικών και γναθοπροσωπικών δυσλειτουργιών).

 

Τέτοιου είδους σφάλματα άρθρωσης μπορεί να είναι δυσάρεστα μόνο από αισθητικής πλευράς, μπορεί όμως να επηρεάζουν σημαντικά και τη σαφήνεια της ομιλίας. Το πρόβλημα τότε είναι μεγαλύτερο, καθώς υπονομεύει την ικανότητα και -εμμέσως- την διάθεση επικοινωνίας.

 

Ας δούμε όμως ένα απλό παράδειγμα που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα περιγράφουμε: Ίσως να γνωρίζουμε την περίπτωση της ‘πρόσθιας χασμοδοντίας’, (ή αλλιώς ‘ανοιχτό δάγκωμα’) μία ανωμαλία σύγκλισης όπου σχηματίζεται κενό ή οπή ανάμεσα στα πρόσθια δόντια της άνω και της κάτω γνάθου (χαρακτηριστική εικόνα παιδιού που χρησιμοποιεί παρατεταμένα πιπίλα ή θηλάζει το δάχτυλό του πέρα από το ‘επιτρεπτό’ χρονικό διάστημα της νηπιακής ηλικίας). Στην περίπτωση αυτή, οι συριστικοί φθόγγοι και τα συμφωνικά συμπλέγματα που σχηματίζονται με τους φθόγγους αυτούς (όπως για παράδειγμα /s-z-ts-ks-st-sk-sx-sf-str/) συχνά πραγματώνονται με την γλώσσα σε μεσοδόντια θέση. Η ακουστική δε ποιότητα των φθόγγων αυτών ποικίλλει, από την απλή παραφθορά τους μέχρι την ολοκληρωτική αντικατάστασή τους από τους οδοντικούς εξακολουθητικούς φθόγγους /θ-δ/. Στην πρώτη περίπτωση, το πρόβλημα αφορά την αισθητική πλευρά της ομιλίας, ενώ στη δεύτερη το πρόβλημα αποκτά διαστάσεις μεγαλύτερες, καθώς δυσχεραίνει σημαντικά την καθαρότητα της ομιλίας του ατόμου και προκαλεί συχνά επικοινωνιακή σύγχυση στο διάλογο με άλλα άτομα. Και στις δύο περιπτώσεις υπονομεύεται η διάθεση του ατόμου για επικοινωνία, εφόσον πολλές επικοινωνιακές απόπειρες αντιμετωπίζονται με κοροϊδευτικά σχόλια ή χλευασμό από τους ομηλίκους, που σπανίως διαθέτουν τη διακριτικότητα των ενηλίκων. Στη δεύτερη μάλιστα περίπτωση, το ίδιο μοτίβο αντικατάστασης φθόγγων μπορεί να έχει μεταφερθεί και παγιωθεί από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, οπότε και διαπιστώνεται συνυπάρχον μαθησιακό πρόβλημα ορθογραφίας (το μαθησιακό πρόβλημα είναι μάλιστα κάποιες φορές το πρώτο που ο γονιός αντιλαμβάνεται και, ερχόμενος για το λόγο αυτό στον ειδικό, αποκτά ολική θεώρηση της αλυσίδας του προβλήματος).

 

Σε μια τέτοια περίπτωση, για να αποκατασταθεί τόσο το μορφολογικό πρόβλημα της σύγκλισης των δοντιών όσο και το συνυπάρχον πρόβλημα άρθρωσης που σχετίζεται άμεσα με αυτό, απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια συνεργασίας ορθοδοντικού – λογοπεδικού.

 

Η ορθοδοντική είναι η ειδικότητα της οδοντιατρικής, η οποία ασχολείται με τη διάταξη των δοντιών στα οδοντικά τόξα και την καθοδήγηση των γνάθων σε αρμονικές θέσεις μεταξύ τους. Ο απώτερος στόχος είναι φυσικά η αποκατάσταση της καλής λειτουργίας του στόματος (ως προς τις διαδικασίες μάσησης και ομιλίας) και της αισθητικής του προσώπου.

 

Η λογοθεραπεία, κλάδος των επιστημών του ανθρώπου, ασχολείται με την αποκατάσταση προβλημάτων επικοινωνίας, φωνής, λόγου και ομιλίας-άρθρωσης.

 

Διαπιστώσεις ως προς το εάν η ορθοδοντική διαταραχή αποτελεί το κύριο ή το δευτερογενές πρόβλημα (αποτέλεσμα δηλαδή λανθασμένων χειρισμών της γλώσσας ή και των χειλιών – υπάρχει και αυτή η πιθανότητα) καθορίζουν τον χρόνο επέμβασης του κάθε ειδικού. Ο λογοπεδικός δηλαδή ενδέχεται να επέμβει πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την ορθοδοντική θεραπεία. Στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που η μορφολογική διαταραχή δεν επιδέχεται ορθοδοντική θεραπεία, ο λογοπεδικός θα προσπαθήσει να βρει παραδεκτές αντισταθμιστικές κινήσεις, έτσι ώστε να βοηθήσει το άτομο να αρθρώσει το φθόγγο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Αποκλείεται, δεν είναι αυτή η φωνή μου!

Όλοι μας, έχουμε λίγο πολύ βιώσει την ‘ευτυχή’ εμπειρία μιας ηχογράφησης… Είτε με συσκευή μαγνητοφώνου, όταν θελήσαμε να δοκιμάσουμε τις φωνητικές μας ικανότητες τραγουδώντας το αγαπημένο μας στιχάκι, είτε με κάμερα, η οποία απαθανάτισε τα πλατιά χαμόγελα και τις εγκάρδιες ευχές που μεγαλοφώνως ανταλλάσσαμε στην πρόσφατη οικογενειακή συνεύρεση, σίγουρα πάντως όλοι διαθέτουμε κάποιο προσωπικό ηχητικό ντοκουμέντο, το οποίο και συνιστά μια αδιάψευστη μαρτυρία για την ποιότητα της φωνής μας. Μια μαρτυρία, ωστόσο, η οποία δεν παύει να μας εκπλήσσει (αν όχι να μας ξενίζει) στη συνέχεια, κάθε φορά που ακούμε την αναμνηστική ηχογράφηση! ‘Αποκλείεται… δεν είναι αυτή η φωνή μου’ είναι η πρώτη έντρομη αντίδραση. Τα συναισθήματα, που συνηθέστερα ξεκινούν από την απόλυτη άρνηση και αποστροφή, γρήγορα συνήθως παρέρχονται, παραδίδοντας τη θέση τους στην αμφιβολία και τον προβληματισμό: ‘καλά είναι δυνατόν;’ ‘αυτός/ή είμαι ΕΓΩ;’, ‘Α..πα..πα! καλά, έτσι ακούγομαι;’.

 

Η απάντηση είναι και ‘ναι’ και ‘όχι’. Σίγουρα δεν ακουγόμαστε όπως ακούγεται η φωνή μας μέσα από τα καλώδια και τα ηχεία του κασετοφώνου ή της τηλεόρασης (στην περίπτωση του βίντεο) αλλά, από την άλλη, η φωνή μας δεν είναι ούτε αυτή που εμείς νομίζουμε ότι είναι, συνηθισμένοι όπως είμαστε να ακούμε τον εαυτό μας καθώς μιλάμε. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;

 

Καταρχήν, το μαγνητόφωνο εγγραφής, η κάμερα που διαθέτουμε ή όποιο άλλο ψηφιακό ή αναλογικό μέσο ‘υψηλής τεχνολογίας’ χρησιμοποιήθηκε για να απαθανατίσει τα ηχητικά μας ντοκουμέντα, όσο προηγμένο κι αν είναι, είτε ψηφιακό είτε αναλογικό, δεν μπορεί να καταγράψει και να αναπαράγει την φωνή μας απολύτως αξιόπιστα. Το μικρόφωνο που χρησιμοποιείται για την είσοδο του ήχου στη συσκευή εγγραφής, η ίδια η συσκευή εγγραφής (π.χ. η βιντεοκάμερα, το κασετόφωνο κ.τ.λ.), το μέσον που χρησιμοποιείται για εγγραφή και αποθήκευση (π.χ. κασέτα) και, τέλος, τα ηχεία που απαραιτήτως χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή, ‘φιλτράρουν’ αναπόφευκτα τον ήχο της φωνής μας, αλλοιώνοντας άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο το φάσμα των συχνοτήτων που αυτή φέρει. Έτσι, ο ήχος παραποιείται από ελάχιστα (π.χ. στην περίπτωση των υπερσύγχρονων mini-disc εγγραφής) έως πολύ (π.χ. στην περίπτωση του μαγνητοφώνου εγγραφής που βρίσκεται ξεχασμένο στο ράφι της κουζίνας στο σπίτι της γιαγιάς).

 

Είναι όμως μόνον αυτός ο λόγος που η φωνή μας ακούγεται ‘περίεργη’, ‘διαφορετική’ ως προϊόν ηχογράφησης; Για την ποιοτική αλλοίωση ευθύνεται, άραγε, μόνον το φιλτράρισμα κάποιων συχνοτήτων του ήχου, που συμβαίνει λόγω του τρόπου λειτουργίας της συσκευής εγγραφής;

 

Η απάντηση είναι ‘όχι’. Κι αυτό γιατί, η πραγματική ακουστική ποιότητα της φωνής μας δεν είναι αυτή που εμείς νομίζουμε ότι είναι. Οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε όταν μιλάμε, οι συνομιλητές μας, δεν ακούνε την φωνή μας με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς. Η φωνή μας δηλαδή, δεν ηχεί στο περιβάλλον έτσι όπως ηχεί στο δικό μας αυτί. Ηχεί διαφορετική! Γνωρίζουμε, από έρευνες στο χώρο της ακουστικής, ότι ο άνθρωπος ακούει μεν την ομιλία των άλλων ανθρώπων μέσω των πυκνώσεων και αραιώσεων των μορίων του αέρα, αλλά τη δική του φωνή την ακούει τόσο μέσω της μετάδοσης του αέρα, όσο και μέσω της δόνησης – ταλάντευσης των οστών του σώματός του. Όταν μιλούμε δηλαδή, ο ήχος φτάνει στα αυτιά μας μέσω της ταλάντευσης μορίων του αέρα αλλά και μέσω της ταλάντευσης των οστών του κρανίου μας. Η δεύτερη ταλάντευση, των οστών, εμπλέκεται με το ηχητικό σήμα το οποίο πραγματικά εκπέμπουμε μιλώντας, με αποτέλεσμα ο ήχος να φτάνει διαφορετικός στα δικά μας αυτιά από ό,τι στα αυτιά των άλλων ανθρώπων οι οποίοι ακούν την φωνή μας.

 

Η μετάδοση του ήχου μέσω των οστών του κρανίου μελετάται στενά τα τελευταία 50 χρόνια και έχει φυσικά βρει εφαρμογές στην επιστήμη της ακουολογίας, με την κατασκευή ακουστικών ή εμφυτευμάτων βαρηκοΐας που χρησιμοποιούν την οστεο-δόνηση για να ενισχύσουν το εκφυλισμένο ακουστικό σήμα που δέχονται τα βαρήκοα άτομα. Το κοχλιακό νεύρο, ο τελικός αποδέκτης των δονήσεων, διεγείρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και μεταφέρει τις διεγέρσεις αυτές στον εγκέφαλο για αποκωδικοποίηση.

 

Συμμεριζόμενοι τα πορίσματα της επιστήμης αναφορικά με την ακοή μέσω της δόνησης των οστών του εγκεφάλου, θα φτάναμε ίσως στο συμπέρασμα, ότι η ηχογράφηση, κάθε ηχογράφηση, είναι περισσότερο αξιόπιστη από την προσωπική μας εντύπωση και εμπειρία για το πώς πραγματικά ‘ακουγόμαστε’. Η φωνή μας στα άλλα άτομα μεταδίδεται μόνο μέσω του αέρα, με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που φτάνει και στην συσκευή ηχογράφησης. Μόνη διαφορά, ότι στην περίπτωση της ηχογράφησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ήχος υφίσταται μια κάποια ακουστική επεξεργασία που επιφέρει από μικρές έως μεγάλες αλλοιώσεις στον τελικό ήχο της αναπαραγωγής.

 

Ας μην βιαστούμε λοιπόν να εκπλαγούμε από τον τρόπο που ακούγεται η φωνή μας στην τηλεόραση ή στο κασετόφωνο. Ας μην βιαστούμε να την αποποιηθούμε απορρίπτοντάς την! Ας δεχτούμε απλά ότι αυτός είναι ‘περίπου’ ο τρόπος που ακουγόμαστε στους άλλους, ας ζητήσουμε να μάθουμε την γνώμη τους, και ας προσπαθήσουμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι ποτέ δεν θα έχουμε κι εμείς οι ίδιοι την ευτυχή αυτή εμπειρία, να ακούσουμε την πραγματική μας φωνή.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Εφηβοφωνία

Γνωστή, λίγο-πολύ σε όλους μας, η θύελλα που ξεσπά με την ανατολή της εφηβείας. Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τις ραγδαίες εξελίξεις που συμβαίνουν σε όλους – ανεξαιρέτως – τους τομείς ανάπτυξης ενός παιδιού, κατά την περίοδο της ήβης: ορμονικές αλλαγές, αλλαγές στην εμφάνιση, αλλαγές στον ψυχισμό. Η εμπειρία της ήβης, που παραλλάσσει τόσο την μορφολογία όσο και την λειτουργία του σώματος ενός παιδιού, σηματοδοτεί και το οριστικό ‘πέρασμα’ στην εφηβική ηλικία. Πρωτόγνωρα όλα αυτά για το μικρό παιδί που πρέπει να σταθεί ιδιαίτερα ικανό και ευέλικτο ώστε να θέσει τελικά υπό έλεγχο όλα όσα του συμβαίνουν. Από όλη αυτή τη θύελλα των αλλαγών, εμείς θελήσαμε σήμερα, στη στήλη μας, να απομονώσουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν στην φωνή του εφήβου, και ιδιαίτερα των αγοριών.

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που αισθανόμαστε ιδιαίτερη έκπληξη όταν ακούμε στο τηλέφωνο τον μικρό Γιωργάκη, της φίλης μας, να μιλά ξαφνικά … σαν άντρας! Εξίσου συχνές, όμως, είναι και εκείνες οι στιγμές που ο μικρός Γιωργάκης θα φτάσει να κοκκινίσει από ντροπή, καθώς, ξαφνικά, αισθάνεται ανήμπορος να ελέγξει τη φωνή του. Ανίκανος να το προλάβει ή να το συγκαλύψει, ακούει τη φωνή του να ‘σπάει’, απότομα και ανεξέλεγκτα, από ψιλή σε χοντρή και το αντίστροφο, προκαλώντας το απορημένο βλέμμα των άλλων…

 

Παρόμοιες δυσκολίες και ‘σπασίματα’ στη φωνή αντιμετωπίζουν τα περισσότερα αγόρια της ηλικίας αυτής (10-13 χρόνων). Κατά την περίοδο αυτή, ο λάρυγγας των αγοριών αναπτύσσεται ταχύτατα και αποκτά -σε σύντομο χρονικό διάστημα- διαστάσεις ενήλικα. Οι φωνητικές χορδές διπλασιάζονται σχεδόν σε μήκος και η μάζα τους αυξάνεται αισθητά. Η φωνή τότε ‘ωριμάζει’, χοντραίνει κατά μία οκτάβα, ‘σπάει’ όπως λέμε, καθώς ο παλμός των φωνητικών χορδών (ο οποίος εξαρτάται από το μήκος, τη μάζα και την μυϊκή τους ένταση) εκτελείται πλέον πιο αργά. Η συχνότητα δηλαδή του παλμού, κατά την φώνηση, μειώνεται από τα 300Hz (παλμός φωνητικών χορδών στο παιδί, πριν την εφηβεία) στα 150Hz περίπου (παλμός φωνητικών χορδών στο παιδί, μετά την εφηβεία). Παρόμοια αλλαγή στη φωνή συμβαίνει και στα κορίτσια, αλλά όμως σε μικρότερη κλίμακα. Ο λάρυγγας των κοριτσιών δεν αναπτύσσεται τόσο, όσο των αγοριών, με αποτέλεσμα η αλλαγή στη φωνή να μετριάζεται. Έτσι, η φωνή των κοριτσιών χοντραίνει μόνο 3 με 4 ημιτόνια στην ηλικία αυτή: από 320Hz σε 240Hz.

 

Η ωρίμανση λοιπόν της φωνής είναι μια απόλυτα φυσιολογική εξελικτική διαδικασία, η οποία συμβαίνει, περισσότερο έντονα στα αγόρια και λιγότερο στα κορίτσια, κατά την ηλικία της ήβης. Κάποιες φορές, όμως, διαπιστώνεται ότι μολονότι φυσική ανάπτυξη του παιδιού εξελίσσεται ομαλά και ο λάρυγγας εύκολα αποκτά τις νέες του διαστάσεις, η φωνή καθυστερεί να ‘σπάσει’, να χοντρύνει – μπορεί και να μην ‘σπάσει’ ποτέ! Η λειτουργία του λάρυγγα δεν φαίνεται να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα! Το πρόβλημα αυτό, γνωστό ως πρόβλημα της εφηβοφωνίας, σημαίνει την διατήρηση της ψιλής φωνής στα αγόρια, πέραν της ηλικίας που αναμένεται η φυσιολογική αλλαγή-ωρίμανση της φωνής. Το φαινόμενο παρατηρείται και στις γυναίκες εκείνες που διατηρούν την ψιλή, παιδική χροιά φωνής και στην ενήλικη ζωή. Αποτελεί όμως πρόβλημα ειδικά για τα αγόρια! Κι αυτό γιατί η αλλαγή στην φωνή των υπόλοιπων αγοριών της ηλικίας αυτής είναι έντονη και, επιπλέον, ως γνωστό η ψιλή φωνή στα αγόρια στιγματίζεται κοινωνικά.

 

Μια εμπεριστατωμένη διάγνωση εφηβοφωνίας επιβάλλει κατ’ αρχάς ωτορινολαρυγγολογική εξέταση για να επιβεβαιωθεί η ομαλή ανάπτυξη του λάρυγγα και να αποκλειστεί κάποια άλλη οργανική πάθηση. Επιπλέον, απαραίτητη είναι και η ενδοκρινολογική εξέταση για αποκλεισμό τυχόν ενδοκρινολογικών προβλημάτων. Στη συνέχεια, εάν διαπιστωθεί ότι το πρόβλημα της ψιλής φωνής είναι όντως πρόβλημα εφηβοφωνίας, ο λογοπεδικός είναι εκείνος που θα αναλάβει να αποκαταστήσει τη σωστή λειτουργία του λάρυγγα.

 

Το πρόβλημα της Εφηβοφωνίας παρατηρείται συχνά σε εφήβους αλλά και σε ενήλικες. Στους έφηβους, η παρατεταμένη καθυστέρηση στην ωρίμανση της φωνής αποτελεί δικαιολογημένα αίτιο έντονης ανησυχίας, καθώς η ψιλή φωνή τους κάνει να αισθάνονται ότι ξεχωρίζουν από τους ομηλίκους. Επιπλέον, όχι σπάνια, οι έφηβοι αυτοί γίνονται δέκτες έντονου χλευασμού. Δεν είναι όμως και λίγοι εκείνοι που φτάνουν σε ηλικία 20-30 χρόνων πριν αποζητήσουν βοήθεια στη μονάδα Λογοθεραπείας του Κέντρου Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ. Η φωνή αποκαθίσταται και στην μία περίπτωση και στην άλλη. Εκείνο που δεν μπορεί να αποκατασταθεί, είναι οι συσσωρευμένες τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος για τον γοητευτικό εκείνο νέο, που για τόσο καιρό μιλούσε … ‘κοριτσίστικα’.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα
Αρχική Επιστημονική Ομάδα Συμβουλές Επιστημονικό Έργο Επικοινωνία
Δημήτρης Μαρούσος Θεραπευτής Λόγου & Επικοινωνίας Pgdip CCS, M.Sc.SLT, EFS, ECSF-Mentor, SFBTCert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Kερασιά Μαρούσου Γλωσσολόγος – Σύμβουλος Μελέτης, Θεραπεύτρια Επικοινωνίας & Μάθησης, PGD SPLD, SFBTcert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


Εγγραφείτε για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις εκπαιδεύσεις

BOΛΟΣ
Διεύθυνση:
Σπυρίδη 2
Βόλος
2421033320
ΛΑΡΙΣΑ
Διεύθυνση:
Ηρώων Πολυτεχνείου - 28ης Οκτωβρίου (Είσοδος απο Χρ. Σμύρνης 7 - 3ος όροφος)
ΛΑΡΙΣΑ
2410231333