Θεραπευτική Δραστηριότητα
|
Ναι | Όχι | |
1. | Υποστήριξη οικογένειας παιδιού (προσχολικής / σχολικής ηλικίας) | ||
2. | Υποστήριξη εφήβου / ενήλικα | ||
3. | Διερευνητική Διαδικασία | ||
4. | Κλινική ενδο-εποπτεία θεραπευτών (Clinical Intervision) | ||
5. | Συμμαχίες – Ομάδα κοινωνικών δεξιοτήτων | ||
6. | Θεραπευτική άσκηση ομάδας | ||
7. | Μελέτη video θεραπείας | ||
8. | Μελέτη υλικού θεραπείας |
Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να επικοινωνήσουν με την γραμματεία του Κέντρου Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Όταν δυσκολεύεται στο σχολείο
Σε ορισμένες πολιτείες των Η.Π.Α., οι οποίες δεν έχουν θεσπίσει νομικά το κατώτατο ηλικιακό όριο εισαγωγής στην Α/θμια εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικοί φορείς διεξάγουν Τεστ Σχολικής Ετοιμότητας στους υποψήφιους μαθητές, τα οποία χρησιμοποιούνται ως αποκλειστικό ή συμπληρωματικό (ανάλογα με το σχολείο) κριτήριο εισαγωγής των παιδιών στην Α τάξη του Δημοτικού σχολείου.
Σχολική Ετοιμότητα σημαίνει ότι ένα σύνολο γνωστικών, γλωσσικών και ψυχοκινητικών δεξιοτήτων έχουν ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε το παιδί επιδεικνύει μία γενική ετοιμότητα να μυηθεί στο γραπτό λόγο (να διδαχθεί δηλαδή ανάγνωση και γραφή) και τις πρώτες αριθμητικές έννοιες. Οι προαπαιτούμενες αυτές ικανότητες, σε κανονικό ρυθμό ανάπτυξης, ωριμάζουν σε όλα τα παιδιά, κάποια χρονική στιγμή μεταξύ των 5 και 7 ετών και αφορούν: την αδρή κινητικότητα (ώστε να μπορούν να κινούνται με ευχέρεια στο χώρο), τη λεπτή κινητικότητα (ώστε να επιτυγχάνουν λεπτούς χειρισμούς και να πιάνουν σωστά το μολύβι), την οπτική αντίληψη και τον οπτικοκινητικό συντονισμό (ώστε να αναγνωρίζουν σχήματα/γράμματα, να αντιλαμβάνονται τις μεταξύ τους διαφορές και να τα σχεδιάζουν), τη φωνολογική ενημερότητα και την ακουστική διάκριση (ώστε να μπορούν να χειριστούν μεμονωμένους ήχους/φωνήματα), την ικανότητα εστίασης της προσοχής και διατήρησης της συγκέντρωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 λεπτών), το λεξιλόγιο και τη μορφοσύνταξη (ώστε να δομούν συγκροτημένο –για τα δεδομένα αυτής της ηλικίας– προφορικό λόγο) και τις προαριθμητικές έννοιες.
Ο σκοπός χρήσης των τεστ αυτών (όπως και των Τεστ Έγκαιρης Ανίχνευσης προβλημάτων λόγου και μάθησης που χρησιμοποιούνται από διάφορους φορείς ανά τον κόσμο) δεν είναι απλώς η εξασφάλιση του κριτηρίου εισαγωγής στην Α/θμια εκπαίδευση, αλλά και η παροχή βοήθειας σε παιδιά της Α Δημοτικού που είναι σχολικά ανέτοιμα και ως εκ τούτου ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση μαθησιακών προβλημάτων. Παρόλο που δεν υπάρχει πρώιμος δείκτης που να αποκαλύπτει με 100% αξιοπιστία τις μεταγενέστερες δυσκολίες των παιδιών σε γραφή και ανάγνωση, η αξιολόγηση και ο εντοπισμός των παιδιών αυτών συμβάλλει στην πρόληψη των δυσκολιών, καθώς το σχολείο προβλέπει ένα κατάλληλο πρόγραμμα υποστήριξης του αδύναμου μαθητή πριν ακόμη αυτός εκδηλώσει την αδυναμία του και επωμιστεί το βάρος της αποτυχίας.
Μια τέτοια παροχή κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, αν λάβει κανείς υπόψη του ερευνητικά δεδομένα που καταδεικνύουν ότι στη Βρετανία, το 40% των παιδιών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (όπως η δυσλεξία) εντοπίζεται και ξεκινά κάποιο πρόγραμμα παρέμβασης ενόσω βρίσκεται στις τελευταίες τάξεις της Α/θμιας εκπαίδευσης και 15% των παιδιών ενώ πλέον παρακολουθεί την Β/θμια εκπαίδευση. Όπως καταλαβαίνει κανείς, σ’ αυτή τη σχολική ηλικία, τα περιθώρια για αποκατάσταση του προβλήματος είναι περιορισμένα, αφού εκτός των πρωτογενών δυσκολιών σε ανάγνωση και γραφή έχει συσσωρευθεί και πλήθος κενών σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, τα οποία είναι δύσκολο να καλυφθούν, αλλά και η δικαιολογημένη –λόγω πολλαπλών αποτυχιών- δυσφορία του παιδιού για μάθηση και σχολείο.
Στην Ελλάδα, επίσημα στοιχεία για το χρόνο της διάγνωσης και έναρξης του προγράμματος αποκατάστασης δεν υπάρχουν, γιατί απουσιάζουν οι έρευνες. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας τα παράπονα που διατυπώνουν εκπαιδευτικοί και τις ηλικίες των παιδιών που επισκέπτονται δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς για διάγνωση μαθησιακών προβλημάτων, η κατάσταση φαίνεται να είναι χειρότερη: Μόνο 20% των παιδιών που έχουν παραπεμφθεί για αξιολόγηση στο Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ είναι πρώτης σχολικής ηλικίας, παρακολουθεί δηλαδή την Α ή Β Δημοτικού!
Ωστόσο, μια καθυστερημένη διάγνωση πάντα έχει αλλά αρνητικές συνέπειες:
- Μεγαλώνει η απόσταση που χωρίζει το παιδί από τους ομηλίκους του στις μαθησιακές δεξιότητες: μια διαφορά 6 μηνών στις επιδόσεις ανάγνωσης και γραφής στην ηλικία των 7 ετών μπορεί να καλυφθεί πολύ ευκολότερα από μια απόκλιση 2 ετών στην ηλικία των 11 ετών.
- Οι δυσκολίες διευρύνονται και αφορούν περισσότερες περιοχές του αναλυτικού προγράμματος: η αποτυχία στην ανάγνωση θα παρεμποδίσει την ενασχόληση, άρα και τη μάθηση σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, όπως η ιστορία, ενώ μια αποτυχία στη γραφή, θα καθυστερήσει σημαντικά τη συγκρότηση γραπτών απαντήσεων και εκθέσεων.
- Εκδηλώνονται συναισθηματικές δυσκολίες, που αφορούν κυρίως τη χαμηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού, εντάσεις στην οικογένεια και μετέπειτα προβλήματα προσαρμογής και συμπεριφοράς.
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες πρέπει να εντοπίζονται έγκαιρα και υποστηρίζονται κατάλληλα.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Έχει μαθησιακές δυσκολίες;
Εάν το παιδί σας εκδηλώνει κάποιο από τα παρακάτω συμπτώματα, καλό θα είναι:
α) να παρατηρήσετε τη συχνότητα και ένταση εμφάνισής του
β) να συζητήσετε με τους εκπαιδευτικούς, εάν συντρέχει λόγος ανησυχίας
γ) να ζητήσετε αξιολόγηση των δυσκολιών από τα αρμόδια διαγνωστικά κέντρα (δημόσια ή/και ιδιωτικά)
δ) να συζητήσετε το ενδεχόμενο αποκατάστασης των δυσκολιών
Συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν μαθησιακές δυσκολίες:
- Δυσκολία στην ανάγνωση (συλλαβιστή ανάγνωση, αργός ή/και διακεκομμένος ρυθμός, ανεπαρκής σεβασμός των σημείων στίξης και τονισμού, παραλείψεις, επαναλήψεις, αντικαταστάσεις λέξεων/γραφημάτων, παραποιήσεις καταλήξεων).
- Δυσκολία στην ορθογραφία (παραλείψεις, προσθήκες, αντιστροφές, αντικαταστάσεις γραφημάτων, λάθη σε θέματα και καταλήξεις λέξεων υψηλής συχνότητας, ανεπαρκής σεβασμός των διαστημάτων μεταξύ των λέξεων).
- Δυσκολία στη γραφή (‘περίεργη’ λαβή του μολυβιού, αργός ρυθμός, κακοσχηματισμένα γράμματα, μουτζούρες, ανεπαρκής σεβασμός ορίων σελίδας).
- Δυσκολία στη μνήμη (λάθη στην αντιγραφή, στην αποστήθιση, στην προπαίδεια, στις οδηγίες, κ.α.)
- Δυσκολία στην κατανόηση και επεξεργασία όσων ακούει ή/και διαβάζει.
- Δυσκολία στην έκφραση σε γραπτό ή/και προφορικό επίπεδο.
- Δυσκολία στην κατανόηση και επεξεργασία αλληλουχιών (επίλυση προβλημάτων, σειροθέτηση γεγονότων σε χρονική ή/και λογική αλληλουχία, κ.ά).
- Δυσκολία στα μαθηματικά (εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, κατανόηση αριθμητικών εννοιών, επίλυση προβλημάτων).
- Δυσκολία στη συγκέντρωση.
- Αργός ρυθμός στην εκπαιδευτική διαδικασία και τη μελέτη.
- Χαμηλή επίδοση σε διαγωνίσματα και σχολικές δοκιμασίες ή κάθε φορά που το παιδί καλείται να λειτουργήσει σε πιεστικές συνθήκες και περιορισμένα χρονικά όρια.
- Χαμηλή σχολική επίδοση (που δεν αντανακλά τις πραγματικές ικανότητες του παιδιού)
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Τι είναι το Σύνδρομο Asperger;
Τα παιδιά με σύνδρομο Asperger είναι παιδιά με αυτισμό;
Το σύνδρομο Asperger(Σ.Α.)ανήκει στο φάσμα των αυτιστικών διαταραχών, αφορά όμως υψηλής λειτουργικότητας άτομα. Το 1944 ο HansAsperger(αυστριακός γιατρός) δημοσίευσε ένα κείμενο που περιέγραφε ένα σύνολο συμπεριφορών που παρατήρησε σε νεαρά αγόρια με φυσιολογική νοημοσύνη και γλωσσική ανάπτυξη, τα οποία παρουσίαζαν ωστόσο συμπεριφορές αυτιστικού τύπου και έντονη διαταραχή των κοινωνικών και γλωσσικών τους ικανοτήτων. Το 1994 το Σ.Α. αναγνωρίστηκε επισήμως ως διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου με Σ.Α.;
Τα άτομα με Σ.Α. εμφανίζουν ποικίλα χαρακτηριστικά με διαφορετικό βαθμό έντασης, ανάλογα με το αν η διαταραχή είναι ελαφράς ή βαριάς μορφής. Πιο συγκεκριμένα, σημαντικές ελλείψεις εντοπίζονται στους εξής τομείς:
- Στις κοινωνικές δεξιότητες: δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν τους κοινωνικούς κανόνες, τους άγραφους νόμους της κοινωνικής συμπεριφοράς (εκφράσεις, χειρονομίες, στάση του σώματος, βλεμματική επαφή κλπ), με αποτέλεσμα η συμπεριφορά τους να είναι αφελής και ιδιόρρυθμη και να χαρακτηρίζεται από τους άλλους σαν εκκεντρική. Παρά την επιθυμία τους να έχουν φίλους, δυσκολεύονται να αναπτύξουν σχέση με τους συνομηλίκους, να συμμετάσχουν και να συνεργαστούν σε ομαδικά παιχνίδια.
- Στην επικοινωνία και το λόγο: η γλωσσική ανάπτυξη συντελείται χωρίς σημαντική καθυστέρηση συνήθως, αλλά σημαντικές δυσκολίες προκύπτουν στην επικοινωνία. Ο λόγος τους είναι κυριολεκτικός, ακριβής και σχολαστικός, ο τόνος της φωνής μονότονος, η ένταση της φωνής δυνατή. Δύσκολα κατανοούν λογοπαίγνια και μεταφορές, δεν αντιλαμβάνονται εύκολα εκφράσεις του προσώπου, νεύματα, γλώσσα του σώματος, γι’αυτό και συχνά παρερμηνεύουν ή κοιτάζουν επίμονα τον άλλον, στην προσπάθειά τους να τον καταλάβουν. Στις συζητήσεις τους δεν αντιλαμβάνονται πότε μπορούν να παρέμβουν ούτε πότε ο συνομιλητής τους έχει χάσει το ενδιαφέρον του. Ως εκ τούτου συχνά μακρηγορούν, μιλώντας για θέματα που ενδιαφέρουν αποκλειστικά τους ίδιους. Η έκφραση του προσώπου τους είναι επίπεδη και οι χειρονομίες υπερβολικές, αδέξιες και άσχετες με το περιεχόμενο των λόγων τους.
- Στις μεταβατικές καταστάσεις και τις αλλαγές: προτιμούν την ομοιομορφία και συχνά προσκολλώνται σε συμπεριφορές ρουτίνας, για να ελέγξουν το άγχος τους όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν νέες καταστάσεις (αλλαγή σχολείου, ταξίδι, κ.ά.)
- Στην επιλογή ενδιαφερόντων: τα ενδιαφέροντά τους αφορούν συνήθως τη συλλογή αντικειμένων ή πληροφοριών για συγκεκριμένα θέματα (πχ. μάρκες αυτοκινήτων, διάστημα, χάρτες κλπ.), τα οποία μπορεί να φτάσουν να τους γίνουν εμμονή έως ότου αλλάξουν ξαφνικά με μία νέα εμμονή.
- Στις κινητικές δεξιότητες: δυσκολεύονται να συντονίσουν τις κινήσεις τους, να ακολουθήσουν το ρυθμό, να μάθουν να δένουν τα κορδόνια, να πετούν και να πιάνουν την μπάλα. Το βάδισμά τους είναι συνήθως παράξενο και ο γραφικός τους χαρακτήρας άσχημος.
- Στην ευελιξία της σκέψης: δυσκολεύονται να σκεφτούν εναλλακτικές ιδέες για κάποιο θέμα. Η φαντασία τους είναι περιορισμένη, το φανταστικό τους παιχνίδι μοναχικό και με ασυνήθιστα χαρακτηριστικά. Έχουν παρόλ’ αυτά συνήθως μέση ή υψηλή νοημοσύνη και οι περισσότεροι διαθέτουν κάποια εξαιρετική ικανότητα ή ταλέντο σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα (συχνά τη μακροπρόθεσμη μνήμη, τα μαθηματικά ή τις ξένες γλώσσες).
- Στην αισθητηριακή αντίληψη: είναι πολύ ευαίσθητοι σε κάποιους ήχους, γεύσεις, μυρωδιές και εικόνες. Τρομάζουν και ενοχλούνται υιοθετώντας συμπεριφορές παράξενες ή ασυνήθιστες (κλείνουν τ’αυτιά τους, φεύγουν, απομονώνονται), που φυσικά δεν οφείλονται σε επίδειξη αγένειας ή σε κακής …διαπαιδαγώγησης, παρότι συχνά εκτιμώνται ως τέτοια.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διγλωσσία & Προβλήματα Λόγου;
- Τι είναι διγλωσσία;
Με τον όρο ‘διγλωσσία’ εννοούμε την ταυτόχρονη, παράλληλη κατάκτηση δύο γλωσσών κατά την περίοδο της πρωτογενούς ανάπτυξης λόγου, δηλαδή κατά την κρίσιμη ‘γλωσσικά’ χρονική περίοδο 0-5 ετών. Μετά από την κρίσιμη αυτή περίοδο, οποιαδήποτε προσπάθεια μύησης σε μια δεύτερη γλώσσα δεν νοείται ως ‘διγλωσσία’, αλλά ως απλή εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Οι δύο συνθήκες διαφέρουν ουσιαστικά. Η εκμάθηση δηλαδή ενός δεύτερου γλωσσικού συστήματος ως ξένη γλώσσα διαφέρει ουσιαστικά από την διγλωσσία, την ταυτόχρονη μύηση σε δύο μητρικές γλώσσες. Το ίδιο βέβαια διαφέρει και η μετέπειτα ικανότητα του ατόμου να χειρίζεται επαρκώς τη γλώσσα/ες αυτή/ες.
- Μήπως, ζητώντας από το παιδί να μάθει δύο γλώσσες, περιμένουμε ήδη πάρα πολλά από ένα βρέφος ή νήπιο που χρησιμοποιεί μόλις δύο τρεις λεξούλες για να επικοινωνήσει;
Η διγλωσσία λοιπόν δεν προκαλεί σύγχυση στο παιδί. Αυτό έχει πλέον επιβεβαιωθεί από έρευνες οι οποίες έχουν συγκρίνει μονόγλωσσα και δίγλωσσα παιδιά σε διάφορες ηλικίες. Οι έρευνες αυτές καταλήγουν ότι σε τίποτε δεν υστερούν τα δίγλωσσα παιδιά από αυτά που έχουν μόνο μία μητρική γλώσσα. Τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά ο λόγος και στις δύο κατηγορίες παιδιών εξελίσσεται με ρυθμό παρόμοιο. το παιδί που έρχεται στον κόσμο από δύο αλλόγλωσσους γονείς οφείλει να μυηθεί και στις δύο γλώσσες, καθώς η γλώσσα φέρει και την πολιτιστική κληρονομιά του λαού που την μιλά.
- Μήπως η διγλωσσία προκαλεί προβλήματα και διαταραχές λόγου;
(Μήπως, στην προσπάθειά μας να κάνουμε το παιδί δίγλωσσο, προκαλούμε σύγχυση στο ανώριμο παιδικό μυαλουδάκι και υπονομεύουμε την ανάπτυξη του λόγου γενικά;) Η διγλωσσία δεν προκαλεί προβλήματα, ούτε σύγχυση στο παιδικό μυαλό. Οι διαταραχές και τα προβλήματα λόγου εμφανίζονται ή όχι στα παιδιά ανεξάρτητα από το αν αυτά μεγαλώνουν ως μονόγλωσσα ή δίγλωσσα άτομα. Ωστόσο, στην περίπτωση που διαπιστώνεται στο παιδί διαταραχή λόγου ή γλωσσική ανωριμότητα, η διγλωσσία θα πρέπει να αποθαρρύνεται. Στην περίπτωση αυτή, στόχος θα πρέπει να γίνεται η επαρκής κατάκτηση μίας γλώσσας αρχικά, γεγονός που προϋποθέτει τη διοχέτευση όλου του γλωσσικού δυναμικού ενός παιδιού προς την κατεύθυνση αυτή.
- Τι πρέπει να προσέξουν οι γονείς που μεγαλώνουν ένα δίγλωσσο παιδί;
Καταρχήν, ο γονέας που μιλά στο παιδί τη συγκεκριμένη γλώσσα θα πρέπει να την κατέχει και να την χειρίζεται καλά, με την ίδια ακριβώς ευχέρεια που χειριζόμαστε την μητρική μας γλώσσα. Τα ‘σπαστά’ αγγλικά, για παράδειγμα, ποτέ δεν θα κάνουν δίγλωσσο ένα παιδί. Επιπλέον, τέτοιου είδους πειράματα συνεπάγονται προβλήματα σύγχυσης και γλωσσικής ανεπάρκειας για το παιδί αργότερα.
Οι γονείς μπορούν να επιλέξουν να επικοινωνούν μεταξύ τους σε όποια γλώσσα επιθυμούν, αλλά σε μία μόνο! Θα πρέπει να αποφεύγεται το πρόχειρο πάντρεμα των δύο γλωσσών κατά την καθημερινή επικοινωνία, η χρήση δηλαδή λέξεων (ή άλλων γλωσσικών στοιχείων) και από τις δύο γλώσσες στο σχηματισμό μια φράσης. Το παιδί που ακούει τους γονείς του να επικοινωνούν με ένα κράμα ελληνικών και ρώσικων θα έχει αμφιβολίες για το ποια γλωσσικά στοιχεία ανήκουν στην κάθε γλώσσα και μεγαλώνοντας δεν θα μπορεί να τις ξεχωρίσει εύκολα.
Απευθυνόμενοι οι γονείς προς το παιδί, θα πρέπει να μην παρεκκλίνουν από την απόφασή τους να χρησιμοποιούν ο κάθε ένας τη δική του γλώσσα. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνεται με τρόπο συστηματικό και όχι μόνο σε στιγμές που το επιθυμούν.
Μία εναλλακτική η οποία θεωρείται εξίσου ωφέλιμη και γλωσσικά ‘ακίνδυνη’ είναι η συσχέτιση της ομιλούμενης γλώσσας με συγκεκριμένο χρόνο της ημέρα. Για παράδειγμα, το πρωί όλοι στο σπίτι μιλούν γαλλικά ενώ το βράδυ ελληνικά. Αλλά και εδώ, η συστηματικότητα είναι απαραίτητη.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Η αριστεροχειρία είναι πρόβλημα;
Αριστερό ή δεξί χεράκι; Σε ποιο θα δείξει προτίμηση το παιδί, σε ποια ηλικία; Κι αν διαλέξει το αριστερό; Είναι πρόβλημα;
Το μωρό φέρνει στο στοματάκι και τα δυο του χεράκια, πότε το δεξί, πότε το αριστερό, χωρίς να τα διακρίνει. Γύρω στους 4 και μέχρι τους 8 μήνες χρησιμοποιεί πλέον εξίσου επιδέξια και τα δυο χεράκια για να αρπάξει και να φέρει στο στόμα του αντικείμενα. Στους 11 μήνες πιάνει το αντικείμενό σφίγγοντάς το ανάμεσα στο λυγισμένο δείκτη και στον αντίχειρα. Στο τέλος πλέον του πρώτου χρόνου ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες στα παιχνίδια του (τα ματάκια της κούκλας, τις πρίζες) και τις αγγίζει με τεντωμένο δείκτη
Στα 2 χρόνια το παιδί έχει αποκτήσει έλεγχο των χεριών του: επιλέγει π.χ. το δεξί για να φάει ή να δείχνει και το αριστερό για να κάνει κάτι άλλο. Ωστόσο, είναι ακόμη νωρίς για να διαπιστώσετε εάν είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας. Κάτι τέτοιο μπορεί να φανεί –το νωρίτερο- γύρω στα 3 χρόνια, αν και πολλά παιδιά αμφιταλαντεύονται έως τα 5. Τα δεδομένα των ερευνών πάντως, αναφέρουν ως αριστερόχειρο ένα 10% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στο παρελθόν, η προκατάληψη που ήθελε την αριστεροχειρία ως μη-φυσιολογική επιλογή και ένδειξη ευρύτερων γνωστικών ή άλλων προβλημάτων ανησυχούσε τους γονείς και ταλαιπωρούσε τα παιδιά. Ευτυχώς στις μέρες μας, ο μύθος καταρρίφθηκε, καθώς έχουν δοθεί απαντήσεις σε ποικίλα σχετικά ερωτήματα, όπως:
- Η αριστεροχειρία είναι κληρονομική;
Όχι απαραίτητα. Η προτίμηση του χεριού προσδιορίζεται με τρόπους πολυσύνθετους τόσο από γενετικούς όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ωστόσο, εάν ένας από τους γονείς είναι αριστερόχειρας, ενδέχεται αυτό εμμέσως να επηρεάσει και την επιλογή του παιδιού.
- Πώς εξηγείται η αριστεροχειρία;
Η χρήση του αριστερού ή δεξιού χεριού οφείλεται στις εντολές που στέλνει ένα τμήμα του εγκεφάλου στις νευρικές απολήξεις των άκρων. Τα τμήματα του εγκεφάλου που βρίσκονται αριστερά στέλνουν εντολές στο δεξί μέρος του σώματος, ενώ το δεξί ημισφαίριο δίνει εντολές στο αριστερό τμήμα του σώματος. Η επικράτηση του ενός ή του άλλου ημισφαιρίου στον έλεγχο της κίνησης του παιδιού ονομάζεται πλευρίωση.
Υπάρχει όμως και ένα μικρό ποσοστό παιδιών που χρησιμοποιούν εξίσου με την ίδια ευκολία και άνεση και τα δύο χέρια. Αυτά ονομάζονται «αμφιδέξιοι». Συμβαίνει σπάνια, και δεν αποτελεί ούτε ταλέντο ούτε δυσλειτουργία. Ωστόσο, για να χαρακτηριστεί ένα παιδί αμφιδέξιο, θα πρέπει με συστηματικότητα να χρησιμοποιεί εναλλακτικά και εξίσου αποτελεσματικά και τα δυο του χέρια σε διάφορες δραστηριότητες, ήδη για 6-7 χρόνια.
- Η αριστεροχειρία μπορεί να δημιουργήσει μαθησιακά προβλήματα;
Όχι. Η αριστεροχειρία δεν έχει καμιά επίδραση στις γνωστικές ικανότητες του παιδιού. Η εκδήλωση μαθησιακών προβλημάτων σε έναν αριστερόχειρα είναι ωστόσο εξίσου πιθανή, όσο και σε έναν δεξιόχειρα και καθόλου δεν επηρεάζεται από την επιλογή του «καλού» χεριού.
- Η αριστεροχειρία δημιουργεί προβλήματα στη γραφή;
ΟΧΙ. Αν προσπαθήσετε να επιβάλλεται τη χρήση του δεξιού χεριού σ’ ένα μικρό αριστερόχειρα πηγαίνετε ενάντια στη φυσική οργάνωση του ελέγχου και της χρήσης του σώματος του και αυτό είναι που ενδέχεται να επηρεάσει την εκμάθηση της γραφής και την ποιότητα του γραφικού χαρακτήρα. Ωστόσο, εκείνο που οφείλετε να κάνετε, είναι να του συστήσετε το σωστό τρόπο για να κρατά το μολύβι, έτσι ώστε να μην κρύβει ό,τι έχει ήδη γράψει.
- Ο αριστερόχειρας αντιμετωπίζει πρακτικά προβλήματα;
Ναι, και είναι αναμενόμενο, εφόσον ζει σε έναν κόσμο φτιαγμένο για δεξιόχειρες. Έτσι, το παιδί που γράφει με το αριστερό και κάθεται δεξιά στο θρανίο, θα ενοχλείται από τον αγκώνα του διπλανού του, θα δυσκολεύεται όταν κουμπώνει τα κουμπιά σε πουκάμισα και παντελόνια, όταν προσπαθεί να ανοίξει μία κονσέρβα ή ένα μπουκάλι, όταν επιχειρεί να κόψει με το ψαλίδι ή να σχεδιάσει με το χάρακα. Ωστόσο, όλοι οι αριστερόχειρες, αργά ή γρήγορα, προσαρμόζονται στο δεξιόχειρο περιβάλλον τους. Αυτή τους την προσαρμογή μπορούμε, γονείς και δάσκαλοι, να επιταχύνουμε, εφόσον αντιμετωπίσουμε με σεβασμό την ιδιαιτερότητα της χρήσης του αριστερού χεριού. Εάν, για παράδειγμα, την ώρα του φαγητού του τοποθετήσουμε το μαχαιροπίρουνο στη σωστή θέση, ή εάν τον βάλουμε να καθίσει στην αριστερή πλευρά του θρανίου, μέσα στην τάξη.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Γιατί δυσκολεύεται στα θεωρητικά;
Οι δυσκολίες στην εκμάθηση των θεωρητικών μαθημάτων δεν οφείλονται σε μία μόνο αιτία. Το παιδί που δεν μπορεί να μάθει ιστορία ή θρησκευτικά, ενδέχεται να:
- Δυσκολεύεται στην ανάγνωση
Στις πρώτες σχολικές τάξεις πολλά παιδιά δεν έχουν ακόμη αυτοματοποιήσει τον μηχανισμό της ανάγνωσης. Έτσι, όταν στην Γ’Δημοτικού καλούνται να μάθουν ιστορία, καταβάλλουν πολύ μεγάλη προσπάθεια για να διαβάσουν το κείμενο, ώστε τους είναι αδύνατο ταυτόχρονα να κατανοούν ό,τι διαβάζουν προκειμένου να το αναδιηγηθούν. Εύκολα κατανοεί κανείς, ότι το παιδί που συλλαβίζει, που κάνει λάθη όταν διαβάζει ή που μαντεύει λέξεις από τα συμφραζόμενά τους συλλαμβάνει αποσπασματικές πληροφορίες και όχι το πλήρες νόημα του κειμένου που διαβάζει. Επιπλέον επιβαρύνονται τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία ή άλλου τύπου διαταραχές), τα οποία εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται με την ανάγνωση και σε μεγαλύτερες τάξεις, όπου τα κείμενα των μαθημάτων έχουν περισσότερες αναγνωστικές απαιτήσεις (πχ. πολυσύλλαβες λέξεις, λέξεις με πολλαπλά συμφωνικά συμπλέγματα). Τα παιδιά που δυσκολεύονται στην ανάγνωση, για να διευκολυνθούν, διαβάζουν συνήθως από μέσα τους τα θεωρητικά μαθήματα, ή (συνηθέστερα) ζητούν από τους γονείς να τους τα διαβάσουν για να τα μάθουν.
- Δυσκολεύεται στο λεξιλόγιο ή/και τη σύνταξη
Το παιδί που έχει φτωχό λεξιλόγιο ή δυσκολεύεται να κατανοήσει μεγάλες προτάσεις με δύσκολη σύνταξη δεν μπορεί να επεξεργαστεί με ταχύτητα το σημασιολογικό και συντακτικό περιεχόμενο του κειμένου που διαβάζει ώστε να το κατανοήσει. Αυτό το παιδί, ζητά συνήθως απλούστευση των νοημάτων, οργανώνει την αφήγησή του σε μικρές προτάσεις και επαναλαμβάνει λέξεις και φράσεις.
- Δυσκολεύεται στη μνήμη
Πολλά παιδιά που διαθέτουν αναγνωστική ευχέρεια και πλούσιο λεξιλόγιο δυσκολεύονται να θυμηθούν τι έλεγε το κείμενο που διάβασαν ή άκουσαν. Η δυσκολία τους αφορά την εργαζόμενη μνήμη, δηλαδή τη συγκράτηση, επεξεργασία και ανάκληση πληροφοριών από τη βραχύχρονη μνήμη (κάτι που μπορεί να συμβαίνει ακόμη και αν το παιδί έχει καταπληκτική μνήμη όσον αφορά γεγονότα που του συνέβησαν). Ένα παιδί με δυσκολίες στη μνήμη μαθαίνει ευκολότερα όταν η διδασκαλία ή μελέτη γίνεται με σχεδιάγραμμα, αφού η οργάνωση των πληροφοριών ελαφραίνει το φορτίο της μνήμης και διευκολύνει την εκμάθηση.
- Δυσκολεύεται στην αφήγηση
Το παιδί που δυσκολεύεται να αφηγηθεί εκδηλώνει τη δυσκολία του κάθε φορά που μιλά σε μονόλογο (όταν μας λέει τι έγινε στο σχολείο, όταν εξηγεί στους φίλους του ένα καινούριο παιχνίδι κλπ.). Οι δυσκολίες του αφορούν το λεξιλόγιο (λάθη στο να βρει τις κατάλληλες λέξεις κυρίως) τη μορφοσύνταξη (συνήθως λάθη στους χρόνους, στις καταλήξεις των λέξεων και στη χρήση γραμματικών λέξεων) και την οργάνωση κειμένου (λάθη στη σειροθέτηση των πληροφοριών). Το παιδί αυτό, όσο και να διαβάσει και όσο καλά και αν θυμάται ότι διάβασε (κάτι που μπορεί να διαπιστωθεί με ερωτήσεις κατανόησης) πάλι δεν θα μπορέσει να αποδώσει την επόμενη μέρα στην τάξη.
- Δυσκολεύεται στη συγκέντρωση
Το παιδί με δυσκολίες στη συγκέντρωση δύσκολα ακροάται, δύσκολα θυμάται, δύσκολα αφηγείται γιατί η ικανότητα προσοχής και συγκέντρωσης σχετίζεται άμεσα δυσχεραίνοντας κάθε μαθησιακή διαδικασία και όχι μόνο την εκμάθηση δευτερευόντων μαθημάτων.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Τι να κάνω για τα ορθογραφικά;
Είναι όλα τα ορθογραφικά λάθη εξίσου… «σοβαρά»;
Τα ορθογραφικά λάθη που κάνουν τα παιδιά είναι διαφορετικά κατά σχολική ηλικία. Στις πρώτες σχολικές τάξεις εστιάζουμε και προσπαθούμε να διορθώσουμε λάθη αντιστοίχισης ήχων και γραμμάτων. Έτσι, «σοβαρό» λάθος θεωρείται αν το παιδί ξεχνά γράμματα, συνήθως φωνήεντα, και γράφει πχ. νρό αντί νερό, προσθέτει γράμματα και γράφει δόρομος αντί δρόμος, συγχέει ήχους που μοιάζουν συνήθως μεταξύ τους και γράφει βέντρο αντί δέντρο, αλλάζει τη σειρά των γραμμάτων και γράφει πότρα αντί πόρτα. Στις μεγαλύτερες τάξεις αυτά τα λάθη περιορίζονται συνήθως και εκλείπουν. Παραμένουν ωστόσο λάθη ιστορικής ορθογραφίας, δηλαδή σύγχυση μεταξύ των [ο], των [ι] και των [ε] της ελληνικής γλώσσας.
Kάνουν λάθη και οι καλοί μαθητές;
Η δυσορθογραφία συνιστά πρόβλημα που ταλαιπωρεί μεγάλες ομάδες του μαθητικού πληθυσμού, πλήττοντας αδιακρίτως κακούς και καλούς μαθητές. Οι λόγοι που τα παιδιά κάνουν λάθη είναι διαφορετικοί κατά περίσταση και αφορούν κυρίως την ικανότητα φωνολογικής επεξεργασίας και το επίπεδο φωνολογικής επίγνωσης που διαθέτει κάθε παιδί (για τα λάθη της πρώτης σχολικής ηλικίας) και την ικανότητα επεξεργασίας και ανάκλησης πληροφοριών στην οπτική και ακουστική μνήμη εργασίας (για τα λάθη ιστορικής ορθογραφίας). Μικρές αδυναμίες στη φωνολογική ενημερότητα και τη μνήμη εργασίας ενδέχεται να δημιουργήσουν δυσκολίες στην ορθογραφία ακόμη και σε έξυπνα παιδιά ή σε παιδιά με καλή κατά τα λοιπά επίδοση.
Πώς μπορεί να βελτιωθεί η ορθογραφία;
Εάν οι δυσκολίες στην ορθογραφία είναι περιορισμένες (εάν δηλαδή το παιδί κάνει ελάχιστα λάθη στην καθημερινή του ορθογραφία και λίγο περισσότερα σε άγνωστα κείμενα, το πρόβλημα λύνεται με ενισχυτική μελέτη, που μπορεί να αναλάβει ο ίδιος ο γονιός, με την καθοδήγηση του δασκάλου της σχολικής τάξης. Για το δυσορθόγραφο παιδί όμως, αυτό που κάνει συστηματικά λάθη ενώ έχει γράψει πολλές φορές την ορθογραφία του στο σπίτι, η ενισχυτική μελέτη δεν επαρκεί για να εξαλείψει τα λάθη. Απαιτείται ειδική διδασκαλία στο πλαίσιο ενός δομημένου εξατομικευμένου προγράμματος αποκατάστασης, που συστήνεται στη βάση των δικών του ιδιαίτερων δυσκολιών και στοχεύει στην εξάλειψη των συμπτωμάτων (ορθογραφικών λαθών) αλλά και στην ενίσχυση των δεξιοτήτων που επιτρέπουν την εμφάνισή τους.
Πόσο διαρκεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης της ορθογραφίας;
Στις πρώτες σχολικές τάξεις (Α’ και Β’ Δημοτικού) που ο στόχος είναι η γραφή όλων των γραμμάτων στη σωστή σειρά μέσα στη λέξη, οι δυσκολίες στη γραφή συνοδεύονται συνήθως και από μικρές ή μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάγνωση. Ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των δυσκολιών αυτών διαρκεί συνήθως από 3 έως 6 μήνες.
Στις μεγαλύτερες τάξεις, οι δυσκολίες στην ορθογραφία αποκαθίστανται συνήθως σε ένα εξάμηνο, διάστημα που μπορεί ωστόσο να παραταθεί έως και ένα χρόνο, εάν το κίνητρο του ίδιου του παιδιού να βελτιώσει τη γραφή του δεν είναι ισχυρό.
Στους ενήλικες, σημαντικές δυσκολίες στην ορθογραφία μπορούν να αποκατασταθούν συνήθως σε 5 μήνες.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Γιατί αργεί τόσο πολύ να γράψει;
Γιατί δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει καμία γραπτή εργασία στο σχολείο;
Οι λόγοι που ένα παιδί δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει τις γραπτές εργασίες του στο σχολείο είναι πολλοί και διαφέρουν συνήθως ανάλογα με τη σχολική ηλικία του παιδιού.
Στην Α’ Δημοτικού, για παράδειγμα, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες όπου ασκείται και εγκαθίσταται ο μηχανισμός εκμάθησης της γραφής, πολλά παιδιά καθυστερούν να γράψουν. Κάποια παιδιά θέλουν απλώς περισσότερο χρόνο για να εξοικειωθούν με τη διαδικασία σχεδιασμού γραμμών και συμβόλων (ειδικά αν έχουν περιορισμένη εμπειρία και εξοικείωση με τα μολύβια, το χαρτί και τα υπόλοιπα σύνεργα του γραπτού λόγου). Άλλα παιδιά δυσκολεύονται να οργανώσουν το χρόνο τους για να αντεπεξέλθουν σε μια γραπτή εργασία, άλλα αγωνίζονται να παρουσιάσουν ένα τέλειο γραπτό χάνοντας πολύ χρόνο σε διορθώσεις, άλλα δυσκολεύονται να συντονίσουν το χέρι και το μάτι τους ώστε να παράγουν τα γραπτά σύμβολα, άλλα έχουν αδυναμίες στη λεπτή κίνηση και που απαιτείται για την ανάπτυξη της γραφοκινητικής δεξιότητας.
Στη διάρκεια της Α’ όμως, η μηχανική και αντιληπτική διαδικασία των γραφημάτων κατακτάται και το παιδί μπορεί να σχεδιάζει πλέον σωστά τα γραφήματα. Στο εξής και σε όλη τη διάρκεια της Β’ (όπου οι περισσότερες γραπτές εργασίες είναι ασκήσεις αντιγραφής και υπαγόρευσης), για να μπορέσει να γράψει γρήγορα το παιδί πρέπει να έχει επαρκώς ανεπτυγμένη την ικανότητα της φωνολογικής ενημερότητας, ώστε να μπορεί να κάνει επιτυχείς γραφοφωνημικές αντιστοιχίσεις (να αντιστοιχεί δηλαδή σωστά τα γράμματα στις ‘φωνούλες’) και την ικανότητα της εργαζόμενης μνήμης, ώστε να ανακαλεί και να παράγει γρήγορα το σχήμα των γραμμάτων που χρειάζεται.
Δεν θα έπρεπε να γράφει πιο γρήγορα από την Γ’Δημοτικού και μετά;
Η κατάκτηση του μηχανισμού της γραφής έχει κατακτηθεί και αυτοματοποιηθεί στα περισσότερα παιδιά στη διάρκεια των δύο πρώτων σχολικών τάξεων. Γι’ αυτό και από τη Γ’ Δημοτικού και μετά ενθαρρύνεται περισσότερο η ελεύθερη / δημιουργική γραφή (τύπου παραγράφου ή έκθεσης). Ωστόσο ορισμένα παιδιά εξακολουθούν να εκδηλώνουν αδυναμίες και καθυστερούν να γράψουν γιατί συνήθως δυσκολεύονται:
- να επινοήσουν ιδέες (σημασιολογικές και πραγματολογικές αδυναμίες),
- να οργανώσουν τις σκέψεις τους σε σωστά δομημένες προτάσεις (μορφοσυντακτικές αδυναμίες),
- να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ορθογραφίας (φωνολογικές ή / και γραφοφωνημικές αδυναμίες και αδυναμίες εργαζόμενης μνήμης),
- να ελέγξουν τη μορφή του γραπτού τους ώστε να είναι ευανάγνωστο (αδυναμίες οπτικοκινητικού συντονισμού, λεπτής κίνησης κ.ά.)
- να οργανώσουν το χρόνο ώστε να ολοκληρώσουν επιτυχώς τη δραστηριότητά τους (αδυναμίες προσοχής και συγκέντρωσης).
Τέτοιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν συνήθως παιδιά με νευρολογικές διαταραχές, μαθησιακές δυσκολίες, αναπτυξιακές διαταραχές, διαταραχές ελλειμματικής προσοχής και παιδιά με ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και κινητικού συντονισμού.
Πώς επηρεάζουν τη σχολική επίδοση οι δυσκολίες στη γραφή/γράψιμο;
Οι δυσκολίες στη γραφή/γράψιμο επηρεάζουν σημαντικά τη σχολική επίδοση, το κίνητρο του παιδιού για μάθηση, την αυτοεκτίμησή του και συχνά προκαλούν δευτερογενή συναισθηματικά προβλήματα.
Οι συνηθέστερες συνέπειες των δυσκολιών στη γραφή στη σχολική επίδοση είναι:
- Χαμηλότερη βαθμολογία σε γραπτές δοκιμασίες, που οφείλεται στη μορφή και την ποιότητα του γραπτού (και όχι στο περιεχόμενο της εργασίας).
- Αργό γράψιμο, που οδηγεί στην απώλεια ειρμού του μαθητή και κατά συνέπεια στην απώλεια οργάνωσης και συνοχής του κειμένου του.
- Δυσκολία στο να αντιγράφει από τον πίνακα και να κρατάει σημειώσεις στην τάξη, οι οποίες θα πρέπει να διαβαστούν αργότερα.
- Ματαίωση του παιδιού, όταν υπάρχει μεγάλη χρονική καθυστέρηση στην ολοκλήρωση γραπτών εργασιών και δοκιμασιών στην τάξη σε σύγκριση με τους συμμαθητές.
- Δυσφορία έως και άρνηση για γράψιμο.
- Αναχαίτιση της ανάπτυξης του γραπτού λόγου.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Η ανάγνωση στην Α’ Δημοτικού;
Υπολογίζεται ότι γύρω στο 15% των παιδιών σχολικής ηλικίας παρουσιάζουν προβλήματα μάθησης, αν και διαθέτουν φυσιολογική νοημοσύνη και έχουν δεχθεί επαρκή εκπαίδευση. Τα παιδιά αυτά εμφανίζουν μειωμένη απόδοση σε μία ή περισσότερες σχολικές δραστηριότητες, όπως στην ανάγνωση, στη γραφή ή στην αριθμητική. Αναφέρεται ότι 1 στα 5 παιδιά δυσκολεύεται να μάθει να διαβάζει. Αν και τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά τελικά μαθαίνουν να διαβάζουν, πολλά συνεχίζουν να έχουν δυσκολίες και δεν αποκτούν ποτέ φυσιολογική ροή στην ανάγνωση.
Η αναγνωστική ικανότητα στη Γ τάξη είναι προγνωστικός παράγοντας για τη μακροπρόθεσμη σχολική επιτυχία ενός παιδιού. Το 75% των παιδιών με δυσαναγνωσία που δεν διαγιγνώσκονται πριν τη Γ δημοτικού συνεχίζουν να έχουν προβλήματα στη Γ Γυμνασίου και λιγότερο από 2% από αυτά συνεχίζουν σε ανώτερη εκπαίδευση μετά το λύκειο.
- Γιατί ορισμένα παιδιά δυσκολεύονται στην ανάγνωση;
Η ανάγνωση είναι ένα σύνθετο νοητικό έργο, που για να ολοκληρωθεί με επιτυχία απαιτείται η συντονισμένη εκτέλεση πολλών διεργασιών (από την οπτική αναγνώριση των γραπτών συμβόλων στο χαρτί ως την κατανόηση νοήματος του κειμένου).
Δυσκολίες ενδέχεται να προκύψουν σε δύο επίπεδα: είτε κατά την αποκωδικοποίηση των λέξεων και την προφορά με βάση τη γραφή τους είτε κατά τη σημασιολογική επεξεργασία και κατανόηση του κειμένου. Οι πρώτες αφορούν την ικανότητα συνειδητού χειρισμού των φθόγγων (φωνολογική επίγνωση ή ενημερότητα) και εκδηλώνονται κυρίως στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (Α’ και Β’ Δημοτικού) . Οι δεύτερες είναι πιο σύνθετες, γιατί σχετίζονται με την αναγνωστική ικανότητα, τη λεξιλογική και πραγματολογική επάρκεια και την ικανότητα επεξεργασίας γλωσσικών πληροφοριών στην εργαζόμενη μνήμη, αφορούν μαθητές κάθε ηλικίας αλλά εντοπίζονται ευκολότερα στις μεγαλύτερες σχολικές τάξεις (Γ’ Δημοτικού και εξής), όπου οι απαιτήσεις σε κατανόηση από ανάγνωση είναι αυξημένες, καθώς η ανάγνωση παύει να είναι αυτοσκοπός και συνιστά πλέον εργαλείο σχολικής μάθησης.
- Πώς πρέπει να διαβάζει ένα παιδί στην Α’ Δημοτικού;
Η κατάκτηση και αυτοματοποίηση του μηχανισμού της ανάγνωσης συνιστά βασική προτεραιότητα στην Α’ Δημοτικού. Η αναγνωστική δεξιότητα εξελίσσεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Αρχικά τα παιδιά μαθαίνουν τα γραφήματα (γραπτά σύμβολα) και τα αντιστοιχούν στους φθόγγους (φωνούλες) της ελληνικής γλώσσας. Στόχος στη φάση αυτή είναι οι επιτυχείς γραφοφωνημικές αντιστοιχίσεις (βλέπω κ – διαβάζω ΄κ’). Σχεδόν παράλληλα, αναπτύσσεται και ο βασικός μηχανισμός της ανάγνωσης, η σύνθεση δηλαδή των φθόγγων σε συλλαβή και αργότερα σε λέξη. Έως τα Χριστούγεννα περίπου της Α Δημοτικού, τα περισσότερα παιδιά μπορούν να συλλαβίζουν λέξεις με δομή συλλαβής ΣΦ (‘σύμφωνο-φωνήεν’, όπως ψάρι, νερό, καλάθι, σοκολάτα). Έως το Πάσχα, το αργότερο ως το καλοκαίρι, οι περισσότεροι έχουν αρχίσει να διαβάζουν (άλλος πιο γρήγορα, άλλος πιο αργά, ανάλογα με το ρυθμό κάθε παιδιού) ως σύνολο πλέον τις λέξεις ΣΦ και αρκετές λέξεις με συμφωνικά συμπλέγματα (ΣΣΦ) και ανατρέχουν στο συλλαβισμό μόνο για να αποκωδικοποιήσουν λέξεις ‘δύσκολες’ (πολυσύλλαβες και λέξεις με πολλαπλά συμφωνικά συμπλέγματα).
- Πώς μπορώ να προλάβω τυχόν δυσκολίες στην ανάγνωση;
Ένα παιδί που συλλαβίζει τελειώνοντας την Α’ Δημοτικού, δυσκολεύεται να αυτοματοποιήσει το μηχανισμό της ανάγνωσης. Οι δυσκολίες αυτές σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τη φωνολογική επίγνωση. Hφωνολογική επίγνωση σε προσχολική ηλικία είναι ισχυρός προγνωστικός δείκτης της ευκολίας με την οποία ένα παιδί θα μάθει να διαβάζει καθώς και της μετέπειτα αναγνωστικής του επίδοσης, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια του δημοτικού. Ήδη στο νηπιαγωγείο, ένα παιδί θα πρέπει να είναι σε θέση να μαθαίνει εύκολα ποιηματάκια με ομοιοκαταληξία, να ‘σπάει’ μικρές και μεγάλες λέξεις σε συλλαβές (κα-λά-θι) και προς το τέλος των νηπίων να μπορεί να απομονώσει ‘φωνούλες’ (‘φωτιά’ αρχίζει από ‘φ’ και τελειώνει σε ‘α’) και να ‘σπάσει’ μικρές λέξεις σε φωνούλες (έ-λ-α, ν-ε-ρ-ό). Σε παιδιά που δυσκολεύονται στη φωνολογική επίγνωση, η έγκαιρη παρέμβαση με ειδικές ασκήσεις στον τομέα αυτό φαίνεται πως διευκολύνει τα αρχικά στάδια της κατάκτησης του γραπτού λόγου (ανάγνωση και γραφή), με σημαντικά αποτελέσματα για τις πρώτες τάξεις.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ