Συμπτώματα Δυσλεξίας;

 

Τα συμπτώματα της Δυσλεξίας είναι πολλά και δεν εκδηλώνονται όλα στον ίδιο βαθμό και με την ίδια σοβαρότητα σε κάθε περιστατικό. Η Δυσλεξία δεν είναι ΜΙΑ κατάσταση. Τα δυσλεξικά παιδιά συνιστούν μία ανομοιογενή ωστόσο αναγνωρίσιμη ομάδα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Δυσλεξία αποτελεί αναπτυξιακή διαταραχή, τα συμπτώματα διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φάση χρονολογικής και σχολικής ανάπτυξης του παιδιού.

 

 

Υπάρχουν εμφανή συμπτώματα στη βρεφική και νηπιακή ηλικία του παιδιού;

 

Στη βάση της Δυσλεξίας υπάρχει μια δυσκολία οργάνωσης (πχ. φωνολογικού συστήματος). Λένε ότι οι δυσλεξικοί δυσκολεύονται να οργανώσουν τους ήχους και τα σύμβολα στις σωστές ακολουθίες που απαιτούνται για την ανάγνωση και τη γραφή. Πρόδρομα συμπτώματα αυτής της «ανοργανωσιάς» βέβαια, μπορούμε να ανιχνεύσουμε αρκετά νωρίς: λυμένα κορδόνια, ξεκούμπωτα κουμπιά, ακατάστατο δωμάτιο, αδυναμία επανάληψης πολυσύλλαβων λέξεων (όπως προκαταρκτικός, κ.λπ.).

Ωστόσο, όλα αυτά δεν αρκούν για να γίνει η διάγνωση, η οποία προαπαιτεί την ένταξη και στοιχειώδη προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο. Σε προσχολικές; ηλικίες μπορούμε απλώς να εντοπίσουμε ομάδες υψηλού κινδύνου για δυσλεξία. Και αυτό μπορεί να γίνει μέσα από γλωσσικούς αλλά και εξωγλωσσικούς ενδείκτες.

 

 

Στη σχολική ηλικία, συνήθως, τα παιδιά με δυσλεξία εκδηλώνουν κάποια από τα παρακάτω συμπτώματα:

 

                    Α. Στην Ανάγνωση

 

  • Το δυσλεξικό παιδί παραλείπει, προσθέτει, αντικαθιστά και αντιστρέφει γράμματα, συλλαβές ή και λέξεις, δίχως να ‘ακούει’
  •  και να διορθώνει τα λάθη του.
  • Η ανάγνωσή του δεν έχει ροή και νόημα: διαβάζει αργά, διστακτικά, συλλαβιστά, παρατονίζει και δεν σέβεται τη στίξη. Χάνει
  • εύκολα τη σειρά στο βιβλίο και δύσκολα επανεστιάζει σε κάποιο σημείο του κειμένου.
  • Παρότι η Δυσλεξία δεν αφορά την κατανόηση, το δυσλεξικό παιδί κατανοεί συνήθως ελλιπώς όταν διαβάζει, καθώς καταναλώνει
  • την προσοχή του στην αποκωδικοποίηση του κειμένου, έτσι ώστε δεν έχει χώρο/χρόνο να συλλάβει το περιεχόμενο.
  • Επιπλέον, απομνημονεύει τυχαία, αδυνατώντας να διακρίνει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη.
  • Ας σημειωθεί ότι στο δυσλεξικό παιδί η άρθρωση και η ομιλία δεν παρουσιάζουν προβλήματα, εκτός εάν συνυπάρχει και
  •  διαταραχή στην άρθρωση (δυσλαλία).

 

 

                  Β. Στη Γραφή

 

  • Συχνά συμπτώματα στα πρώτα σχολικά χρόνια είναι οι παραλείψεις, οι προσθήκες, οι αντικαταστάσεις και οι αντιστροφές
  • γραμμάτων, συλλαβών και λέξεων αλλά και η καθρεφτική γραφή.
  • Το δυσλεξικό παιδί κάνει ορθογραφικά λάθη ακόμη και σε λέξεις που έχει συστηματικά διδαχθεί και των οποίων την
  •  ορθογραφημένη μορφή ενδέχεται να αναγνωρίζει (γνωρίζει πχ. τον αντίστοιχο κανόνα).
  • Συνήθως δεν σέβεται τη στίξη, τον τόνο, τα κεφαλαία, τα διαστήματα μεταξύ λέξεων, ούτε τα περιθώρια και τις σειρές στο
  • τετράδιο, ενώ αδυνατεί να γράψει σε ευθεία (νοητή) γραμμή σε λευκή σελίδα.
  • Τα γραπτά του είναι ακαλαίσθητα, γεμάτα μουτζούρες και σβησίματα, ενώ συχνά σκίζει και ξαναγράφει το γραπτό του.

 

 

                 Γ. Στα υπόλοιπα μαθήματα

 

  • Το παιδί με Δυσλεξία αντιλαμβάνεται μαθηματικές έννοιες, δυσκολεύεται όμως στη γρήγορη εκτέλεση των πράξεων από
  •  μνήμης, ξεχνά κρατούμενα και παιδεύεται να μάθει την ώρα και την προπαίδεια. Εξίσου δυσκολεύεται στην απομνημόνευση
  • άλλων ακολουθιών (πχ. ημέρες, μήνες), ενώ δεν μπορεί να κατανοήσει και να ακολουθήσει δίχως βοήθεια τις οδηγίες των
  • ασκήσεων.
  • Δεν απομνημονεύει εύκολα ποιήματα και συνήθως δεν συγκρατεί ονόματα, ημερομηνίες, τηλέφωνα.
  • Παρά την καθαρή άρθρωση/ομιλία και ενώ συνήθως είναι σε θέση να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, δεν είναι ετοιμόλογο και
  • χρησιμοποιεί μονολεκτικές ή ολιγόλογες απαντήσεις, απλές προτάσεις, περιορισμένο λεξιλόγιο.
  • Δυσκολεύεται να αντιγράψει από τον πίνακα ή από προηγούμενη σελίδα (δεν μπορεί να συγκρατήσει τη λέξη στη μνήμη
  • εργασίας, αναγκάζεται να κοιτά και να ξανακοιτά μεμονωμένα γράμματα, χάνει συχνά τη σειρά του και κάνει λάθη).
  • Δυσκολεύεται να παρακολουθήσει πολύπλοκες οδηγίες
  • Το δυσλεξικό παιδί είναι ασυνεπές και απρόβλεπτο στις επιδόσεις του: έχει ‘καλές’ και ‘κακές’ μέρες, άλλοτε ανταποκρίνεται
  •  σωστά και άλλοτε λάθος στην ίδια εργασία.
  • Η προσοχή του διασπάται εύκολα.: έχει μικρό εύρος, μικρή διάρκεια και είναι μη επιλεκτική, με αποτέλεσμα να μην
  • προσλαμβάνει πάντα όλες τις πληροφορίες και συχνά να μην καταφέρνει να ολοκληρώσει τις εργασίες του.

 

 

                Δ. Γενικά, στη συμπεριφορά του (συνήθως)

 

  • Έχει δυσκολία στον προσανατολισμό και δεν εκτιμά σωστά το χώρο και το χρόνο, με αποτέλεσμα συχνά να χαρακτηρίζεται
  • αδέξιο και ‘ατσούμπαλο’. Δυσκολεύεται στην παρακολούθηση ταινιών και στο χειρισμό χρημάτων και αδιαφορεί για βιβλία και ό,τι
  • έχει σχέση με γραπτό λόγο. Είναι ελάχιστα οργανωτικό και υπερβολικά ακατάστατο στη σχολική και προσωπική του ζωή. Συχνά
  • ξεχνά να κάνει τις εργασίες του, χάνει τα πράγματά του και φέρεται με ασυνέπεια και ανευθυνότητα. Έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση,
  • παραιτείται γρήγορα, απογοητεύεται εύκολα όταν αποτυγχάνει και δυσκολεύεται να συνεχίσει την προσπάθεια.

 

  • Εν ολίγοις, ένα δυσλεξικό παιδί είναι συχνά αυτό που με μια επιπόλαιη εκτίμηση ένας γονιός ή δάσκαλος θα χαρακτήριζε τεμπέλη,
  • απρόσεκτο, αφηρημένο.

 

 

Διαφοροποιούνται τα συμπτώματα της Δυσλεξίας στο Γυμνάσιο;

 

Σε κάθε φάση ανάπτυξης και μαθησιακής εξέλιξης, η Δυσλεξία εκδηλώνεται με διαφορετικά (τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά) συμπτώματα Το δυσλεξικό παιδί στο Γυμνάσιο έχει πλέον επινοήσει ορισμένες τεχνικές που αντισταθμίζουν τις δυσκολίες του. Έχει έτσι αναπτύξει τεχνικές απομνημόνευσης και έχει βελτιώσει αρκετά την ανάγνωσή του, η οποία ωστόσο παραμένει συνήθως αργή, δίχως ευχερή ροή. Πολλά προβλήματα παραμένουν στην ορθογραφία του και στην οργάνωση και συγκρότηση του γραπτού λόγου του. Δυσκολεύεται ακόμη στην παρακολούθηση πολύπλοκων οδηγιών και στην αντιγραφή από τον πίνακα, ενώ χαρακτηρίζεται από μια ασυνέπεια ως προς τις επιδόσεις και τα λάθη του. Τέλος, σημαντικές δυσκολίες προκύπτουν κατά την εξεταστική περίοδο, προκειμένου το παιδί να αντεπεξέλθει στο συμβατικό τρόπο των γραπτών εξετάσεων.

 

 

Ποια λάθη θα πρέπει να ανησυχήσουν το γονιό;

Στους πρώτους μήνες της σχολικής εκπαίδευσης, τα παιδιά με δυσλεξία δυσκολεύονται σημαντικά, παρότι είναι παιδιά έξυπνα και μπαίνουν με τις καλύτερες προϋποθέσεις στο σχολείο. Ωστόσο, μικρή επιβράδυνση ή δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και γραφής δεν σημαίνει απαραίτητα δυσλεξία: πολλά παιδιά εκδηλώνουν δυσκολίες προσαρμογής ή μάθησης στο πρώτο τρίμηνο της Α δημοτικού, οι οποίες παρέρχονται στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους. Εάν όμως ο συλλαβισμός παρατείνεται στην ανάγνωση, εάν στη γραφή λείπουν, αντιμετατίθενται ή αντιστρέφονται γράμματα / συλλαβές / αριθμοί, τότε καλό θα είναι οι γονείς να απευθυνθούν σε ειδικούς που θα αξιολογήσουν τις δυσκολίες του παιδιού και θα παράσχουν συμβουλευτική καθοδήγηση για την αποκατάστασή τους.

 

 

Υπάρχει θεραπεία για τη δυσλεξία;

 

Η δυσλεξία, εάν εντοπιστεί έγκαιρα (στις 2 πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου), μπορεί να αποκατασταθεί αποτελεσματικά. Το χρονικό διάστημα αποκατάστασης ποικίλλει, ανάλογα με το εύρος και την ένταση των συμπτωμάτων, την ηλικία του παιδιού (όσο μεγαλύτερο το παιδί, τόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα η αποκατάσταση) και το βαθμό εμπλοκής των γονέων στο πρόγραμμα. Πάντως σε κάθε ηλικία, μετά το πρώτο δίμηνο αποκατάστασης παιδί γονείς και εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν τα πρώτα σημάδια βελτίωσης.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Τι είναι Δυσλεξία;

Τι είναι η δυσλεξία;

Η δυσλεξία είναι μία ειδική μαθησιακή δυσκολία που εντοπίζεται στο γραπτό λόγο και αφορά ιδιαίτερα την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Είναι δυσκολία εγγενής (έμφυτη), ενδέχεται να είναι κληρονομική (σε ποσοστό 70-80%) και αφορά περίπου το 5% του μαθητικού πληθυσμού, σε αναλογία 4 αγόρια / 1 κορίτσι. Προϋποθέτει την ένταξη του παιδιού στο δημοτικό σχολείο και τη συστηματική εκπαίδευσή του, δεν εντοπίζεται επομένως στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας. Δεν αφορά παιδιά με χαμηλή νοημοσύνη, παιδιά που απουσιάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα από το σχολείο ή παιδιά που μελετούν ανεπαρκώς. Με άλλα λόγια, κάθε δυσκολία στο σχολείο δεν είναι απαραίτητα δυσλεξία!

 

Ποια λάθη θα πρέπει να ανησυχήσουν το γονιό;

Στους πρώτους μήνες της σχολικής εκπαίδευσης, τα παιδιά με δυσλεξία δυσκολεύονται σημαντικά, παρότι είναι παιδιά έξυπνα και μπαίνουν με τις καλύτερες προϋποθέσεις στο σχολείο. Ωστόσο, μικρή επιβράδυνση ή δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και γραφής δεν σημαίνει απαραίτητα δυσλεξία: πολλά παιδιά εκδηλώνουν δυσκολίες προσαρμογής ή μάθησης στο πρώτο τρίμηνο της Α δημοτικού, οι οποίες παρέρχονται στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους. Εάν όμως ο συλλαβισμός παρατείνεται στην ανάγνωση, εάν στη γραφή λείπουν, αντιμετατίθενται ή αντιστρέφονται γράμματα / συλλαβές / αριθμοί, τότε καλό θα είναι οι γονείς να απευθυνθούν σε ειδικούς που θα αξιολογήσουν τις δυσκολίες του παιδιού και θα παράσχουν συμβουλευτική καθοδήγηση για την αποκατάστασή τους.

 

Υπάρχει θεραπεία για τη δυσλεξία;

 Η δυσλεξία, εάν εντοπιστεί έγκαιρα (στις 2 πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου), μπορεί να αποκατασταθεί αποτελεσματικά. Το χρονικό διάστημα αποκατάστασης ποικίλλει, ανάλογα με το εύρος και την ένταση των συμπτωμάτων, την ηλικία του παιδιού (όσο μεγαλύτερο το παιδί, τόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα η αποκατάσταση) και το βαθμό εμπλοκής των γονέων στο πρόγραμμα. Πάντως σε κάθε ηλικία, μετά το πρώτο δίμηνο αποκατάστασης παιδί γονείς και εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν τα πρώτα σημάδια βελτίωσης.

 

Γιατί οι μαθητές με δυσλεξία δικαιούνται προφορική εξέταση;

 Οι βασικές δυσκολίες των παιδιών με δυσλεξία εντοπίζονται στην ανάγνωση και τη γραφή: καταναλώνουν πολύ περισσότερο χρόνο από τους συμμαθητές τους στη μελέτη των θεωρητικών μαθημάτων (γιατί τους δυσκολεύει η ανάγνωση), και ενώ έχουν μάθει και αποδίδουν το μάθημά τους τέλεια προφορικά (είτε με ερωτήσεις κατανόησης είτε με αφήγηση) δεν μπορούν να αποδώσουν τις γνώσεις και τις σκέψεις τους γραπτά (γιατί τους δυσκολεύει η γραφή ή/και η ορθογραφία). Με βάση λοιπόν το Π.Δ.60/2006 (άρθρο 27), εξετάζονται μόνο προφορικά κατόπιν αιτήσεώς τους (και εφόσον έχουν προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό δυσλεξίας από αναγνωρισμένες υπηρεσίες) οι μαθητές με δυσλεξία, εφόσον η επίδοσή τους δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί μέσω γραπτών εξετάσεων, λόγω ειδικής διαταραχής του λόγου.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Γιατί δεν συγκεντρώνεται ;

Γιατί ορισμένα παιδιά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένα παιδί δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και επομένως δεν προσέχει στη σχολική τάξη ή δεν αποδίδει κατά τη σχολική μελέτη:

 

  • Λόγοι γνωστικοί ή / και γλωσσικοί

Το παιδί ενδέχεται να μην κατανοεί τα γνωστικά αντικείμενα, να μην μπορεί να αντεπεξέλθει με επιτυχία στις ακαδημαϊκές δραστηριότητες και επομένως να μην μπορεί να παρακολουθήσει επαρκώς το επίπεδο της τάξης του.

(Για κάποια παιδιά βέβαια, ιδιαίτερα τα πρώτα σχολικά χρόνια, ενδέχεται να συμβαίνει και ακριβώς το αντίθετο: το γνωστικό και γλωσσικό τους επίπεδο και η ακαδημαϊκή τους γνώση να είναι υψηλότερα του μέσου όρου και επομένως το παιδί να δυσανασχετεί και να ‘βαριέται’ να γράψει πχ. την ίδια λέξη σε όλη τη σελίδα εφόσον γνωρίζει ήδη να τη γράφει γρήγορα και ολόσωστα με την πρώτη απόπειρα).

 

  • Λόγοι Ψυχολογικοί

Το παιδί ενδέχεται να έχει συναισθηματικού τύπου δυσκολίες που παρεμποδίζουν την απρόσκοπτη παρακολούθηση και αναστέλλουν τα κίνητρα για μάθηση

 

  • Λόγοι Νευρολογικοί

Το παιδί ενδέχεται να έχει Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), μια νευρολογική δυσλειτουργία, στην οποία συμβάλλουν νευρολογικοί και γενετικοί παράγοντες. Η ΔΕΠΥ είναι πολύ συχνή διαταραχή στα παιδιά. Μελέτες αναφέρουν ότι στο γενικό πληθυσμό, το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20% και αφορά συχνότερα τα αγόρια (με αναλογία 3-4 αγόρια / 1 κορίτσι). Η πορεία της είναι χρόνια, ενδέχεται δε να συνεχίζει να εκδηλώνεται και στην ενήλικη ζωή (σε ποσοστό 30 – 70% των παιδιών με ΔΕΠΥ).

 

 

Ποια είναι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ;

 Τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν συμπεριφορικές και γνωστικές δυσκολίες σε σημαντικούς τομείς της ζωής τους, όπως στις διαπροσωπικές σχέσεις, στο σχολείο και στην οικογένεια. Παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά τραυματισμών και εμπίπτουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς.

 

Τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ αφορούν την ελλειμματική προσοχή, την παρορμητικότητα και (συχνά) την υπερκινητικότητα.

 

  • Η Ελλειμματική Προσοχή, αφορά διάχυτες δυσκολίες που προκύπτουν από το μικρό εύρος προσοχής και την αδυναμία συγκέντρωσης. Τα παιδιά με ελλειμματική προσοχή δυσκολεύονται να εστιάσουν την προσοχή τους και να παραμείνουν συγκεντρωμένα για πολλή ώρα στη σχολική τάξη, στην καθημερινή επικοινωνία / συζήτηση, και σε επαναληπτικές δραστηριότητες, όπως η ατομική σχολική μελέτη.

 

  • Η παρορμητικότητα αφορά την ανεξέλεγκτη δράση, κατά την οποία δεν λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες των πράξεων, την αδυναμία ελέγχου της συμπεριφοράς και προσαρμογής της ανάλογα με την κοινωνική περίσταση. Το παιδί δεν περιμένει οδηγίες, δεν αξιολογεί τις εκάστοτε καταστάσεις, δεν λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματα του άλλου, δεν ελέγχει τις αντιδράσεις του και δίνει την εντύπωση ενός παιδιού ανεύθυνου και ανώριμου.

 

  • Η υπερκινητικότητα αφορά το υπερβολικό ή αναπτυξιακά ακατάλληλο (έως άσκοπο) επίπεδο κινητικής ή λεκτικής δραστηριότητας. Το παιδί εκδηλώνει υπερβολική ανησυχία, κίνηση ή / και λογόρροια.

 

 

Αγόρια και κορίτσια με ΔΕΠΥ εκδηλώνουν τις ίδιες δυσκολίες;

Συνήθως τα αγόρια εκδηλώνουν επιθετικές και ασύμβατες (έως αντικοινωνικές) συμπεριφορές, εκδηλώνουν μεγαλύτερη διάσπαση, κινητικότητα και δυσφορία για μελέτη και σχολική παρακολούθηση. Είναι συνήθως αυτά που «χαλούν» το μάθημα, κατά τα λεγόμενα των εκπαιδευτικών, εμπλέκονται σε «επικίνδυνες» δραστηριότητες και δυσκολεύουν τους γονείς σε θέματα οριοθέτησης και πειθαρχίας. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα αγόρια φτάνουν συνήθως στους ειδικούς, καθώς είναι αυτά που παραπέμπονται συχνότερα για αξιολόγηση (της συμπεριφοράς και της μάθησης) στους αρμόδιους φορείς (κέντρα διάγνωσης του δημόσιου και ιδιωτικού φορέα).

 

Τα κορίτσια προκαλούν λιγότερο με τη συμπεριφορά τους: παρουσιάζουν λιγότερα και πιο ήπια συμπτώματα υπερκινητικότητας ή παρορμητικότητας αλλά αποτυγχάνουν σε διαφορετικούς τομείς, εξαιτίας σοβαρών δυσκολιών στη συγκέντρωση και την έκταση της προσοχής. Οι δάσκαλοι ανησυχούν συνήθως λιγότερο ή / και αργότερα για τα κορίτσια.

 

 

Πώς συμπεριφέρεται το παιδί με δυσκολία συγκέντρωσης μέσα στη σχολική τάξη;

Τα παιδιά που δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν (όχι γιατί δεν κατανοούν ούτε γιατί κατά περιόδους εκδηλώνουν συναισθηματικές δυσκολίες που επιβαρύνουν τη συγκέντρωσή τους, αλλά) γιατί έχουν Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) (νευρολογική δυσλειτουργία, στην οποία συμβάλλουν νευρολογικοί και γενετικοί παράγοντες – τα χαρακτηριστικά της είχαν αναφερθεί λεπτομερώς στη στήλη του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής), παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα από τους υπόλοιπους συμμαθητές τους μέσα στη σχολική τάξη:

 

  1. Ενώ οι νοητικές τους δεξιότητες βρίσκονται συνήθως στο μέσο όρο ή σε υψηλότερο επίπεδο, η επίδοσή τους έχει διακυμάνσεις, συνηθέστερα δε είναι χαμηλότερη από το αναμενόμενο με βάση τις ικανότητές τους.
  2. Δυσκολεύονται να εστιάσουν την προσοχή τους ώστε να αρχίσουν την εκάστοτε εργασία τους και διασπώνται πιο εύκολα κατά τη διάρκεια εκτέλεσής της
  3. Δυσκολεύονται να διατηρήσουν σταθερή την προσοχή τους για όση ώρα απαιτούν οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες κι έτσι συχνά δεν ολοκληρώνουν τις εργασίες ή τα παιχνίδια τους.
  4. Είναι πιο απρόσεκτα καθ’όλη τη διάρκεια του μαθήματος, δυσκολεύονται να ακούσουν και να ακολουθήσουν οδηγίες και κανόνες.
  5. Δίνουν συχνά την εντύπωση ότι είναι αφηρημένα, ότι τεμπελιάζουν ή ότι δεν έχουν κίνητρο.
  6. Παραδίδουν συνήθως τελευταία τις εργασίες τους, οι οποίες είναι συχνά ημιτελείς ή ενδέχεται να μην τις παραδώσουν καθόλου.
  7. Δίνουν την εντύπωση ότι είναι παιδιά ανοργάνωτα, ξεχνούν πολύ εύκολα και χάνουν τα πράγματά τους.
  8. Κάνουν συνεχώς θόρυβο (εκούσια ή ακούσια) και μιλούν πολύ.
  9. Διακόπτουν συχνά τους άλλους, δυσκολεύονται να περιμένουν τη σειρά τους στο διάλογο που γίνεται μέσα στην τάξη ή στο παιχνίδι στο προαύλιο.
  10. Ενδέχεται να παρεμβαίνουν στις εργασίες άλλων και να διασκεδάζουν με τον εκνευρισμό τους.
  11. Εκδηλώνουν έντονη κινητικότητα (σε μικρή ηλικία) και νευρικότητα (σε μεγαλύτερη) μέσα στην τάξη και γενικότερα σε καταστάσεις που απαιτούν πειθαρχεία και συμμόρφωση σε κανόνες.
  12. Στα διαλείμματα βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση, ακόμη κι όταν οι συμμαθητές τους ηρεμούν.
  13. Ενοχλούν, αντιτίθενται στους άλλους και εκδηλώνουν (συχνότερα από άλλα παιδιά) επιθετικότητα.
  14. Τιμωρούνται συνηθέστερα από τους υπόλοιπους μαθητές, γιατί η συμπεριφορά τους λειτουργεί διασπαστικά για όλο το τμήμα.
  15. Απογοητεύουν γονείς, δασκάλους και συμμαθητές, από τους οποίους συχνά απορρίπτονται ή αγνοούνται.

 

 

Πώς μπορεί να βοηθήσει κανείς ένα παιδί με ΔΕΠΥ;

Τα συμπτώματα που εκδηλώνει ένα παιδί με ΔΕΠΥ εμφανίζονται νωρίς στη ζωή του και διαφοροποιούνται ποιοτικά στην πάροδο του χρόνου, ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης του παιδιού. Στην προσχολική ηλικία επικρατεί η υπερκινητικότητα, στη σχολική οι δυσκολίες προσοχής (αφού έμφαση δίνεται στις επιδόσεις και στο σεβασμό στους κανόνες της τάξης), στην εφηβική και ενήλικη ζωή επικρατούν οι δυσκολίες προσοχής, η παρορμητικότητα και η εσωτερική ανησυχία. Μεγάλο ποσοστό (γύρω στο 50%) παιδιών με ΔΕΠΥ βελτιώνονται με τη φυσική ωρίμανση: η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα ελέγχονται καλύτερα, οι δυσκολίες στην προσοχή εντούτοις παραμένουν, επίσης ελεγχόμενες σε κάποιο βαθμό (ανάλογα με το εκάστοτε κίνητρο). Βέβαια, ενδέχεται να εμφανιστούν άλλες δυσκολίες, όπως ανυπομονησία, ισχυρογνωμοσύνη και έντονη απαιτητικότητα, ευμετάβλητη διάθεση, συχνές εκρήξεις θυμού, χαμηλή αυτοεκτίμηση, φτωχή επίδοση στο σχολείο, δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις.

 

Το πρώτο βήμα για να βοηθηθεί ένα παιδί που δεν συγκεντρώνεται είναι να αξιολογηθεί εάν οι δυσκολίες συγκέντρωσης αφορούν τη συγκεκριμένη διαταραχή (ΔΕΠΥ) ή εάν προκύπτουν από άλλους παράγοντες, οι οποίοι χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Αρμόδιοι για την αξιολόγηση είναι τα κατά τόπους δημόσια ή ιδιωτικά Κέντρα Διάγνωσης-Αξιολόγησης, τα οποία διαθέτουν διεπιστημονική ομάδα ειδικών.

 

Στα παιδιά με ΔΕΠΥ, ακολουθείται συνήθως ειδικό πρόγραμμα ελέγχου / οριοθέτησης της συμπεριφοράς και ενίσχυσης δεξιοτήτων που υπολείπονται, καθώς και συμβουλευτική καθοδήγηση των γονέων προκειμένου να διευκολυνθούν θέματα που δυσκολεύουν την καθημερινότητα της οικογένειας.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Τι είναι το Δ.Ε.Π.Υ.;

 

Σας φαίνεται ότι είναι αδύνατο το παιδί σας να «καθίσει ήσυχο»; Υπάρχουν μερικά παιδιά που δεν μένουν ήσυχα γιατί απλώς δεν μπορούν! Όσο και να προσπαθήσουν, δεν μπορούν να μείνουν ακίνητα, να διατηρήσουν μία τάξη γύρω τους, να σταματήσουν να μιλούν ή να ακολουθήσουν κανόνες.

 

Αν αυτά τα προβλήματα σάς φαίνονται οικεία, το παιδί σας μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής με Υπερκινητικότητα (αλλιώς γνωστής ως υπερκινητικού συνδρόμου). Για συντομία θα χρησιμοποιήσουμε τα αρχικά «Δ.Ε.Π.Υ.», αποδίδοντας στα Ελληνικά τον ευρέως χρησιμοποιούμενο Αγγλικό όρο «ADHD» (Attention-Deficit Hyperactivity Disorder).

 

Το παιδί με διαταραχή ελαττωματικής προσοχής – υπερκινητικότητα (υπερκινητικό σύνδρομο), ή αλλιώς το υπερκινητικό παιδί όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, αρχίζει να “ταλαιπωρεί” το οικογενειακό του περιβάλλον και τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο πριν την ηλικία των 7 ετών. Οι γονείς ενός υπερκινητικού παιδιού συχνά παρατηρούν ότι, ενώ του μιλούν, αυτό δείχνει να μη τους ακούει και έτσι, στις περιπτώσεις που πρέπει -για παράδειγμα- να φέρει σε πέρας οδηγίες, διαπιστώνουν ότι δεν τα καταφέρνει. Επίσης, δυσκολεύεται να διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το ενδιαφέρον του σε δραστηριότητες παιχνιδιού ή σε μαθήματα, καθώς η προσοχή του διασπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα, με αποτέλεσμα να μεταπηδά συχνά από μία ανολοκλήρωτη δραστηριότητα σε μία άλλη.

 

Το παιδί με υπερκινητικό σύνδρομο εκδηλώνει επίσης έντονο παρορμητισμό, ο οποίος εκφράζεται με διάφορους τρόπους τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Έτσι, όταν τίθενται ερωτήσεις, έχει την τάση να απαντά πριν ακόμη ολοκληρωθεί η εκφώνησή τους, ή να διακόπτει τους άλλους, προκειμένου να εκφράσει τη σκέψη του. Αυτή η ανυπομονησία γίνεται εμφανής και σε ομαδικές δραστηριότητες ή παιχνίδια, στα οποία παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία όταν πρέπει να περιμένει τη σειρά του.

 

Πολύ συχνά, πηγή εντάσεων στις σχέσεις του παιδιού με τους άλλους αποτελεί η αδυναμία του να παραμείνει καθισμένο σε μία συγκεκριμένη θέση -όταν το απαιτεί η περίσταση- ή να παίξει ήσυχα. Του αρέσει να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και να εμπλέκεται σε δραστηριότητες που είναι σωματικά επικίνδυνες, δίχως να λογαριάζει τις συνέπειες.

 

Έτσι λοιπόν, εάν το παιδί σας

 

  • Αδυνατεί να ολοκληρώσει δραστηριότητες, διαθέτει φτωχές οργανωτικές ικανότητες και είναι απρόσεκτο (πιθανές ενδείξεις διάσπασης προσοχής).

 

  • Αγνοεί υποδείξεις και οδηγίες, συχνά διακόπτει ή «χώνεται» στις κουβέντες των άλλων και δεν μπορεί να περιμένει τη σειρά του για να εκτελέσει κάτι, ακόμη και στο παιχνίδι (πιθανές ενδείξεις παρορμητικότητας).

 

  • Παρουσιάζει διαρκή κινητικότητα, δεν μπορεί να καθίσει ήσυχο σε μια θέση και να διατηρήσει την προσοχή του για μεγάλο χρονικό διάστημα (πιθανές ενδείξεις υπερδραστηριότητας),

ελέγξτε το ενδεχόμενο ύπαρξης του συνδρόμου, απευθυνόμενοι σε διεπιστημονική ομάδα στελεχωμένη οπωσδήποτε με ψυχολόγο ή/και παιδοψυχίατρο.

 

Η ύπαρξη Δ.Ε.Π.Υ. είναι περισσότερο συνηθισμένη στα αγόρια απ’ ό,τι στα κορίτσια. Αν και καμιά φορά παρουσιάζεται πριν από την ηλικία των τεσσάρων ετών, στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται αντιληπτή στην ηλικία που το παιδί πηγαίνει στο σχολείο.

 

Μερικές φορές τα συμπτώματα μπορεί εύκολα να μπερδευτούν με την «υπερδραστηριότητα» ή τη διασπαστική συμπεριφορά που πηγάζει από πιθανόν αποδιοργανωμένο-χαοτικό περιβάλλον του παιδιού. Αλλά εάν η συμπεριφορά του παιδιού σας περιλαμβάνει μερικά από ή και όλα αυτά τα συμπτώματα για περισσότερο από έξι μήνες, αναζητήστε τη βοήθεια των ειδικών.

 

Αυτά τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του υπερκινητικού συνδρόμου – μικρή διάρκεια προσοχής/συγκέντρωσης, παρορμητικότητα και υπερκινητικότητα – που αποδίδονται σε δυσλειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, έχουν συνήθως ως αποτέλεσμα

 

  • Μαθησιακές δυσκολίες και χαμηλή απόδοση του παιδιού στο σχολείο, παρόλο το φυσιολογικό νοητικό δυναμικό. Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζονται στα μαθηματικά, στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, στα μαθήματα που απαιτούν δυνατή μνήμη και στην επίδοση σε τεστ που βασίζονται στην ταχύτητα της αντίδρασης.

 

  • κοινωνικο-συναισθηματικές δυσκολίες, όπως εναλλασσόμενη διάθεση, μεταπτώσεις, ξεσπάσματα θυμού, χαμηλή ανεκτικότητα στις ενοχλήσεις (νευριάζει με το παραμικρό) και χαμηλή αυτοεκτίμηση.

 

Οι μαθησιακές και κοινωνικο-συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το υπερκινητικό παιδί μπορούν συνήθως να αποκατασταθούν με προσεκτικά οργανωμένη αντιμετώπιση και υπό την υπεύθυνη καθοδήγηση ομάδας ειδικών. Ωστόσο, σημαντικό μέρος της αποκατάστασης αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι γονείς, θέτοντας σε εφαρμογή απλούς χειρισμούς, που θα βοηθήσουν το παιδί να νιώσει άνετα, να καταφέρει στόχους και να αντλήσει ικανοποίηση. Η συχνή επανάληψη των οδηγιών, τα τακτικά διαλείμματα κατά τη μελέτη, ο επιμερισμός ενός μεγάλου στόχου σε μικρότερους, η συχνή ανατροφοδότηση, η χρησιμοποίηση λίστας και προγραμμάτων, η επιβράβευση αντί για τη ματαίωση, είναι μερικές από τις τεχνικές που θα ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού και θα του δημιουργήσουν το αίσθημα της ασφάλειας, το οποίο τόσο πολύ έχει ανάγκη..

 

Η εξέλιξη ενός παιδιού με υπερκινητικό σύνδρομο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, τόσο από την ηλικία κατά την οποία θα γίνει η διάγνωση, όσο και από τη στάση των γονιών και των δασκάλων απέναντί του. Όπως συμβαίνει σε όλα τα προβλήματα, έτσι και στην περίπτωση του υπερκινητικού συνδρόμου, η πρόγνωση είναι καλύτερη όταν οι γονείς επισημάνουν νωρίς το πρόβλημα και ζητήσουν βοήθεια από τους ειδικούς. Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης, προϋποθέτει μία αλλαγή η οποία θα πρέπει να ξεκινήσει από τους ίδιους τους γονείς. Είναι ανάγκη κάθε μέλος της οικογένειας να ενημερωθεί σχετικά με το υπερκινητικό σύνδρομο και να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται να γίνει μέρος της λύσης του προβλήματος.

 

Η γνώση σχετικά με το σύνδρομο, βοηθά πρώτα απ΄ όλα να αποκατασταθεί η “φήμη” του παιδιού στην οικογένεια: το παιδί που μέχρι την ημέρα της διάγνωσης θεωρούταν απλώς ανεύθυνο και τεμπέλικο, επαναπροσδιορίζεται όσον αφορά το ρόλο του ως άτομο και τις σχέσεις του στην οικογένεια και η έμφαση μετατοπίζεται στα θετικά χαρακτηριστικά του. Το χαοτικό περιβάλλον, το οποίο ενισχύει την αποδιοργάνωση του παιδιού, διαμορφώνεται εκ νέου, προκειμένου να παράσχει στο παιδί τη συγκροτημένη δομή, τις σαφείς κατευθύνσεις και τα όρια που τόσο έχει ανάγκη. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθητικό ρόλο παίζει η συνέπεια και η σταθερή συμπεριφορά των γονιών, καθώς και η γνώση των κανόνων και των συνεπειών που ακολουθούν τη μη εφαρμογή τους.

 

Ειδικά μαθησιακά προγράμματα, ειδική διδασκαλία, τροποποίηση συμπεριφοράς, οικογενειακή συμβουλευτική και –εφόσον κριθεί αναγκαίο- φαρμακευτική αγωγή μπορούν να βοηθήσουν το παιδί με ΔΕΠΥ και κατά προέκταση τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Οι δυσκολίες του παιδιού μπορούν να αποκατασταθούν μόνο με προσεκτικά οργανωμένη αντιμετώπιση και υπό την υπεύθυνη καθοδήγηση ομάδας ειδικών. Έτσι τίθενται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για μια υγιή, συναισθηματικο – κοινωνική, ευρύτερα επικοινωνιακή ανάπτυξη και επιτυχή ακαδημαϊκή εξέλιξη του παιδιού.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Μήπως το παιδί μου δεν ακούει καλά ;

Εδώ και πολλά χρόνια η αίσθηση της ακοής έχει αναλάβει πρωταρχικό, θεμελιώδη ρόλο για την ανάπτυξη του πολύπλοκου συστήματος επικοινωνίας του ανθρώπινου γένους. Εάν εκείνοι οι ‘πρώτοι άνθρωποι’ δεν διέθεταν αυτιά, ίσως να είχαν καταφύγει στην ανάπτυξη κάποιου συστήματος νοηματικής ή ακόμη στη χάραξη συμβόλων πάνω σε άμμο, για να ικανοποιήσουν έτσι την ανάγκη τους για επικοινωνία και να ανταλλάξουν σκέψεις και ιδέες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προέκυπτε βέβαια μάλλον μία αδέξια και δύσκαμπτη μέθοδος επικοινωνίας που ίσως καθυστερούσε την ανθρωπότητα στην αλματώδη εξέλιξή της για κάποιες –πολλές ή λίγες- χιλιετερίδες. Καλώς ή κακώς όμως το ανθρώπινο γένος επένδυσε –επικοινωνιακά- στο αυτί, κι αυτό δεν τον πρόδωσε: Ο άνθρωπος διαθέτει σήμερα μια αξιόλογη αίσθηση ακοής με εξαιρετική ευαισθησία, ακριβώς στις συχνότητες εκείνες που καλύπτει η ανθρώπινη ομιλία! Η αίσθηση αυτή σε συνδιασμό με έναν εξειδικευμένο μηχανισμό φώνησης και άρθρωσης –επίσης αποτέλεσμα της φυλογένεσης- προσφέρουν μοναδική ευελιξία και αποτελεσματικότητα ως μέσο επικοινωνίας.

 

Εάν εστιάσουμε στο αυτί ωστόσο οντογενετικά, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες φορές –ευτυχώς λίγες- η ανάπτυξη της ακουστικής ικανότητας στο παιδί δεν ακολουθεί την συνήθη ομαλή και ανεμπόδιστη πορεία που αναμένεται. Το πρόβλημα της παιδικής βαρηκοΐας είναι σημαντικό και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια. Σημαντικό είναι γιατί όλα τα παιδιά υπόκεινται σε κίνδυνο κώφωσης, έστω και παροδικής, από ωτίτιδες. Και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια, γιατί το παιδί θα πρέπει να αναπτύξει το λόγο του και για να το κάνει αυτό θα πρέπει τουλάχιστον να ακούει.

 

Το πρόβλημα της παιδικής βαρηκοΐας δεν είναι συνήθως άμεσα ορατό. Παραμένει συνήθως καλά κρυμμένο για καιρό, καθώς το παιδί, βρέφος ή νήπιο, δεν είναι σε θέση να εκδηλώσει ανησυχία για να υποψιάσει τον γονιό. Ο γονιός από την άλλη δεν είναι πάντα ενήμερος για να στηρίξει την ανησυχία του σε συγκεκριμένες ενδείξεις. Αυτή η ανάγκη για ενημέρωση και οι συχνές ερωτήσεις που δεχόμαστε στο Κέντρο Λόγου μάς οδήγησαν στη σύνταξη του άρθρου αυτού.

 

Θα πρέπει να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο μειωμένης ακουστικής ικανότητας όταν το παιδί:

 

  • Φαίνεται απόμακρο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν γύρω του.

 

  • Έχει διάσπαση προσοχής, δηλαδή δυσκολία στο να εστιάσει την προσοχή του σε κάποια δραστηριότητα ακόμη και για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα.

 

  • Παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς, όπως συχνοί και αδικαιολόγητοι εκνευρισμοί, επιθετικότητα, απόσυρση, αδικαιολόγητη ανησυχία.

 

  • Υπάρχουν σημαντικές εναλλαγές συμπεριφοράς από μέρα σε μέρα.

 

  • Ακούει ‘όποτε θέλει’. Ενδεχομένως η ακοή του καλύπτει επαρκώς μέρος μόνο του φάσματος συχνοτήτων της ανθρώπινης ομιλίας, όπως στις περιπτώσεις νευρο-αισθητηριακής βαρηκοΐας.

 

  • Αργεί να μιλήσει.

 

  • Δεν μας καταλαβαίνει.

 

  • Δυσκολεύεται ιδιαίτερα να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τον συνομιλητή σε θορυβώδη περιβάλλοντα.

 

  • Παρατηρεί συνεχώς το πρόσωπο του ομιλητή, προσπαθώντας να διαβάσει τα χείλη του.

 

  • Μιλά, αλλά η ομιλία του είναι δυσκατάληπτη.

 

  • Έχει φτωχό λεξιλόγιο.

 

  • Δυσκολεύεται να μιλήσει με ολοκληρωμένες προτάσεις. Κάνει συχνά προτάσεις χωρίς ρήμα.

 

  • Έχει μια μονότονη και ανέκφραστη φωνή.

 

  • Μιλά πάρα πολύ δυνατά ή πάρα πολύ σιγά.

 

  • Μιλά με τη μύτη.

 

Αναφέραμε κάποιες ενδείξεις ανησυχίας που θα πρέπει να παραπέμπουν σε πλήρη ακουολογικό έλεγχο για αντικειμενική και υπεύθυνη εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας. Βέβαια, όσα περιγράφηκαν δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη μειωμένης ακουστικής ικανότητας, καθώς ενδέχεται να εκδηλωθούν και σε παιδιά με φυσιολογική ακοή ως συνοδά συμπτώματα κάποιας άλλης διαταραχής ή αναπτυξιακής ανωριμότητας. Όμως, σε κάθε περίπτωση, επιβεβαίωση ή αποκλεισμός ενδεχόμενης περίπτωσης βαρηκοΐας προβάλλει πάντα επιτακτική.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Τα ασφαλιστικά ταμεία εγκρίνουν;

 Σε ποιες περιπτώσεις το Ταμείο δικαιολογεί συνεδρίες Λογοθεραπείας;

Συνεδρίες Λογοθεραπείας δικαιολογούνται εφόσον διαπιστωθούν προβλήματα Λόγου (φωνής, ομιλίας / προφορικού λόγου, επικοινωνίας) ή / και Μάθησης (μαθησιακές δυσκολίες) και επισήμως διαγνωστούν από τα κατά τόπους Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα και Κέντρα Ψυχικής Υγείας.

Στο Βόλο, αρμόδιοι φορείς είναι:

  • το Κέντρο Ψυχικής Υγείας (Νικοτσάρα 20, τηλ. 24213-50500)
  • το Νοσοκομείο του Βόλου (Κτίριο Φιλύρα, τηλ. 24210-38061)
  • το ΚΕΔΔΥ Μαγνησίας (24210-20818)

 

Στη Λάρισα, αρμόδιοι φορείς είναι:

  • το Κέντρο Ψυχικής Υγείας (Δημοκρατίας 111, Νεάπολη τηλ. 2410-611002 -3) και
  • το ΚΕΔΔΥ Λάρισας (2410-555222)

 

 

Tι δικαιολογητικά απαιτούνται για να χορηγηθεί έγκριση για Λογοθεραπεία;

Α) βεβαίωση από τον αρμόδιο Δημόσιο Φορέα που κατονομάζει τις δυσκολίες (διάγνωση) και ορίζει το (αρχικό) χρονικό διάστημα ισχύος της έγκρισης (π.χ. 6 μήνες, 1 έτος).

 

Β) (κάθε μήνα) Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών από Κέντρο Λόγου / ιδιώτη λογοπεδικό που έχει αναλάβει την αποκατάσταση.

 

 

Τι γίνεται σε περίπτωση που η έγκριση λήξει, ενώ το πρόγραμμα δεν έχει ολοκληρωθεί;

Το παιδί επανεξετάζεται (από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας ή όποιον άλλο φορέα του έχει δώσει την αρχική έγκριση), και εφόσον το Πρόγραμμα Αποκατάστασης δεν έχει ολοκληρωθεί και η συνέχισή του κρίνεται απαραίτητη, επανεγκρίνεται νέος (6μηνιαίος συνήθως) κύκλος συνεδριών Λογοθεραπείας. Συχνά ζητάται αναλυτική Έκθεση Προόδου από τον ιδιώτη που έχει αναλάβει την αποκατάσταση.

 

Τι ποσό δικαιολογεί το κάθε Ασφαλιστικό Ταμείο;

Το κάθε Ασφαλιστικό Ταμείο ορίζει διαφορετικές παροχές (διαφορετικό αριθμό συνεδριών ανά μήνα και χρηματικό ποσό ανά συνεδρία), τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να πληροφορηθούν σε επικοινωνία με το Ταμείο τους. Σε περίπτωση που απαιτούνται περαιτέρω διευκρινήσεις, η Γραμματεία του Κέντρου Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ θα μπορούσε να σας εξυπηρετήσει.

 

Πηγή: Κέντρου Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Αξιολόγηση μαθησιακών δυσκολιών;

Σε παιδιά με μαθησιακό πρόβλημα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οργανικής διαταραχής (νευρολογικής ή άλλης φύσης)

 

Ένα παιδί με αισθητηριακή μειονεξία (μειωμένη όραση ή ακοή) θα εμφανίσει –στην πλειοψηφία, αν όχι στο σύνολο των περιπτώσεων- και προβλήματα στη μάθηση και συμπεριφορά του. Το ίδιο ισχύει και για παιδιά με επιληψία, με εγκεφαλική παράλυση ή παιδιά που έχουν υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση μετά από κάποιο χτύπημα στο κεφάλι, καθώς και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και σε πολλές άλλες, ο λογοπεδικός ή η ομάδα ειδικών του λόγου που θα εκτιμήσει το γνωσιακό, γλωσσικό και μαθησιακό επίπεδο του παιδιού χρειάζεται την πολύτιμη γνώση και εμπειρία ιατρικών ειδικοτήτων, όπως αυτής του αναπτυξιολόγου, παιδονευρολόγου, παιδοψυχιάτρου, ωτορινολαρυγγολόγου, κ.λπ., οι οποίοι θα ορίσουν το μέγεθος της οργανικής βλάβης ή ανεπάρκειας, θα ερμηνεύσουν αιτιολογικά μέρος των συμπτωμάτων που το παιδί εκδηλώνει, και θα παρέμβουν ενδεχομένως και στο σχεδιασμό του προγράμματος αποκατάστασης της μαθησιακής δυσκολίας (σε περιπτώσεις όπου, για παράδειγμα, η ιατροφαρμακευτική αγωγή θέτει ορισμένους περιορισμούς που οφείλει να συνυπολογίσει ο ειδικός.

 

 

Σε παιδιά με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, όπως η Δυσλεξία

 

Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αποκλειστεί μια σειρά άλλων παραγόντων που ενδέχεται να δημιουργούν το μαθησιακό πρόβλημα, (πρέπει για παράδειγμα το παιδί να μην έχει σοβαρές αισθητηριακές μειονεξίες ούτε νευρολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα). Σημαντικές πληροφορίες δίνει εδώ το ιστορικό ανάπτυξης και μαθησιακής (και ακαδημαϊκής) εξέλιξης του παιδιού, το οποίο συμπληρώνει ο γονιός με τη βοήθεια κάποιου κοινωνικού λειτουργού –στην καλύτερη περίπτωση- ο οποίος είναι, λόγω ειδικότητας, ικανός να αντλήσει τις περισσότερες δυνατές πληροφορίες για την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού.

 

Εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κανείς από τους παραπάνω παράγοντες, η διαγνωστική ομάδα προχωρά στη γνωσιακή και μαθησιακή εξέταση του παιδιού. Εδώ γλωσσολόγος, λογοπεδικός και ψυχολόγος συνεργάζονται στενά, ενώ δεν είναι σπάνιες οι φορές που αναζητούν και τη βοήθεια άλλων ειδικοτήτων. Στόχος της διαγνωστικής εκτίμησης είναι να σχεδιαστεί το επίπεδο των γνωσιακών και μαθησιακών δεξιοτήτων του παιδιού και να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο το επίπεδο αυτό αποκλίνει από το αναμενόμενο για τη χρονολογική και σχολική του ηλικία.

 

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, ότι το εύρος μιας τέτοιας συλλογικής αξιολόγησης υπερβαίνει την ευθύνη μίας και μόνο ειδικότητας. Συνιστά έργο μίας κατά το δυνατό διευρυμένης διαγνωστικής ομάδας, στα πλαίσια της οποίας η κάθε ειδικότητα έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης και συνεισφοράς. Όπως σε όλες τις επιστήμες του ανθρώπου, έτσι και στα προβλήματα του Λόγου και της Μάθησης η διεπιστημονική συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφόρησης μεταξύ των ειδικών είναι προς όφελος του ατόμου, καθώς εξασφαλίζει την εγκυρότητα της διαγνωστικής διαδικασίας και την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του προγράμματος αποκατάστασης.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Πώς να το βοηθήσω στο λόγο;

 

Ποιες ειδικότητες επιστημόνων ασχολούνται με το λόγο;

 

Η ανάπτυξη του λόγου προφορικού και γραπτού είναι συναρμοδιότητα πολλών ειδικοτήτων, αρχικά από το χώρο της εκπαίδευσης: των νηπιαγωγών, των δασκάλων, των φιλολόγων καθηγητών. Εάν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής πορείας ωστόσο προκύψουν δυσκολίες, τότε εμπλέκονται επιπλέον λογοπεδικοί, γλωσσολόγοι, ειδικοί παιδαγωγοί, εργοθεραπευτές και ψυχολόγοι ενδεχομένως, προκειμένου να αποκατασταθούν τα εκάστοτε προβλήματα στο λόγο.

 

 

Εάν διαπιστωθούν δυσκολίες στον προφορικό λόγο, πού πρέπει να απευθυνθώ;

 

Οι δυσκολίες στον λόγο αφορούν στην ειδικότητα του λογοπεδικού. Ωστόσο, εάν το παιδί δεν έχει ενταχθεί σε κάποιο εκπαιδευτικό πλαίσιο (παιδικό σταθμό), πρώτη προτεραιότητα του γονιού είναι να στείλει το παιδί στον παιδικό, εξασφαλίζοντάς του με τον τρόπο αυτό σημαντικό κίνητρο για επικοινωνία με τα υπόλοιπα παιδιά. Εάν οι δυσκολίες παραμένουν (και οι νηπιαγωγοί συμφωνούν με τις ανησυχίες σας), καλό θα είναι να πάρετε τη γνώμη κάποιου λογοπεδικού.

 

 

Τι ακριβώς κάνει ο λογοπεδικός;

 

Λογοπεδικός, Λογο-παθολόγος, Θεραπευτής λόγου ή Λογοθεραπευτής (οι όροι είναι ισότιμοι και αφορούν την ίδια ακριβώς ειδικότητα) είναι ο ειδικός που ασχολείται με τις διαταραχές λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας που ενδέχεται να παρουσιαστούν σε παιδιά, εφήβους ενήλικες και υπερήλικες. Έργο του είναι να εκτιμά τα προβλήματα στην επικοινωνία των ατόμων ενώ στη συνέχεια (εάν κριθεί αναγκαίο) να βοηθά τα άτομα αυτά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους με την εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων αποκατάστασης. Ο Λογοπεδικός λοιπόν δραστηριοποιείται στον τομέα της πρόληψης, της διάγνωσης, της θεραπείας-αποκατάστασης και έρευνας των διαταραχών επικοινωνίας.

Τα προβλήματα επικοινωνίας που άπτονται της ειδικότητας του Λογοπεδικού μπορεί να είναι προβλήματα λόγου, φωνής και ομιλίας. Παράλληλα, ο Λογοπεδικός συνεργάζεται με άλλους ειδικούς (ιατρούς, γλωσσολόγους, ψυχολόγους, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς κ.α.), όταν αυτό απαιτείται.

 

 

Τι μπορώ να κάνω, εάν οι δυσκολίες προκύψουν στο γραπτό λόγο (ανάγνωση/γραφή);

 

Ο γραπτός λόγος αποτελεί ένα από τα κυριότερα μαθήματα του σχολείου, καθ’όλη τη διάρκεια της φοίτησης του παιδιού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο δημοτικό, οι δάσκαλοι διδάσκουν την ανάγνωση και γραφή και καλλιεργούν μετέπειτα την ευχέρεια στο γραπτό λόγο, ενώ στο γυμνάσιο και λύκειο οι φιλόλογοι φροντίζουν ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν ανώτερες δεξιότητες ανάγνωσης και γραφής. Η αξιολόγηση και αποκατάσταση των προβλημάτων στην ανάγνωση και γραφή σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα και η ομαλή ένταξη του παιδιού στην τάξη γενικού ή ειδικού σχολείου είναι έργο επιστημόνων ειδικευμένων στις μαθησιακές δυσκολίες (γλωσσολόγων, λογοπεδικών, ειδικών παιδαγωγών, ψυχολόγων και εργοθεραπευτών).

 

 

Το φροντιστήριο δεν βοηθά να λυθούν οι δυσκολίες σε γραφή και ανάγνωση;

 

Κάθε τύπου ενισχυτική διδασκαλία βοηθά, αλλά δεν λύνει πάντα το πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση οι δυσκολίες πρέπει να αξιολογηθούν και αυτό δεν μπορεί να το κάνει το φροντιστήριο. Αρμόδιοι είναι είτε εξειδικευμένοι ιδιώτες, είτε τα ΚΕΔΔΥ και τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Υγιεινής (πληροφορίες σχετικά μπορείτε να πάρετε από τους εκπαιδευτικούς). Μετά την αξιολόγηση (όπου και αν γίνει) προτείνεται συνήθως το πλαίσιο βοήθειας που πρέπει να παρασχεθεί στο παιδί, και ο γονιός αποφασίζει ό,τι εκτιμά ότι είναι το καλύτερο για το παιδί του. Κάποιες φορές η φροντιστηριακή υποστήριξη επαρκεί, κάποιες άλλες όμως χρειάζεται ένα πληρέστερο πρόγραμμα αποκατάστασης προκειμένου να εκλείψουν οι δυσκολίες.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Πώς αντιμετωπίζονται θέματα λόγου;

Πώς εντοπίζονται τα άτομα με δυσκολίες στο λόγο και τη μάθηση;

 

Ο εντοπισμός των ατόμων με δυσκολίες στο λόγο και τη μάθηση βαραίνει σε πρώτη φάση τους γονείς, τους παιδιάτρους που παρακολουθούν την πορεία ανάπτυξης και τους εκπαιδευτικούς (νηπιαγωγούς και δασκάλους, ανάλογα με τη σχολική ηλικία του παιδιού) που εμπλέκονται στη διαδικασία μάθησης και εκπαίδευσης. Όλοι αυτοί, όντας σε στενή επαφή με το παιδί, είναι σε θέση να παρατηρήσουν τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς του, να τις συγκρίνουν με αυτές άλλων παιδιών της ίδιας χρονολογικής ηλικίας και να διαπιστώσουν τυχόν αποκλίσεις.

 

 

Ποιοι φορείς αναλαμβάνουν τη διάγνωση και αποκατάσταση των προβλημάτων λόγου και μάθησης;

 

Για τη διάγνωση των προβλημάτων λόγου και μάθησης οι γονείς μπορούν να απευθυνθούν είτε σε δημόσιους φορείς (αρμόδιοι φορείς είναι το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και το ΚΕΔΔΥ) είτε σε ιδιωτικούς φορείς που διαθέτουν διεπιστημονική ομάδα, ομάδα δηλαδή επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων σε σχέση με το λόγο και τη μάθηση (όπως λογοθεραπευτές, γλωσσολόγους, εργοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς, ψυχολόγους, παιδοψυχίατρους) που μπορούν να ανιχνεύσουν με υπευθυνότητα και αξιοπιστία τη φύση και το εύρος των διαταραχών λόγου και μάθησης.

 

Οι δημόσιοι φορείς αναλαμβάνουν την διάγνωση αλλά όχι και την αποκατάσταση των δυσκολιών στο λόγο και τη μάθηση. Στον τομέα της αποκατάστασης (σχεδιασμός και εφαρμογή προγραμμάτων) δραστηριοποιούνται κυρίως οι ιδιωτικοί φορείς: κέντρα λόγου, στελεχωμένα με διεπιστημονική ομάδα ή μεμονωμένοι ιδιώτες. Τα αποτελέσματα της αποκατάστασης είναι ανάλογα της επιστημονικής κατάρτισης, της επαγγελματικής δεοντολογίας και της προσωπικής ευσυνειδησίας και εργατικότητας του εκάστοτε ειδικού ή (σε ιδανικές συνθήκες) της διεπιστημονικής ομάδας ειδικών που συνεργάζονται με στόχο τον περιορισμό ή την εξάλειψη των προβλημάτων.

 

Κατ’ εξαίρεση στο Βόλο, λειτουργεί και στο Νοσοκομείο Μονάδα Λογοθεραπείας, η οποία διαθέτει τη δυνατότητα συστηματικής παρακολούθησης σε επίπεδο αποκατάστασης παιδιών με δυσκολίες στο λόγο. Επιπλέον, ορισμένα παιδιά παρακολουθούνται συστηματικά για τα προβλήματα στο λόγο τους και από τις αντίστοιχες Μονάδες στα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Υγιεινής.

 

 

Είναι υψηλό το κόστος της Λογοθεραπείας και γενικότερα της αποκατάστασης προβλημάτων λόγου και μάθησης;

 

Το κόστος της λογοθεραπείας στους ιδιωτικούς φορείς διαμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς στην παροχή υπηρεσιών και παρουσιάζει διακυμάνσεις εύλογες, ανάλογα με την πόλη, το φορέα και τη χρονική διάρκεια της συνεδρίας.

Ωστόσο, όλα τα Ασφαλιστικά Ταμεία, πλην του ΟΓΑ καλύπτουν για συνεδρίες αποκατάστασης λόγου ένα ποσό, το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με τη φύση και ένταση του προβλήματος και ορίζεται με την έγκριση για λογοθεραπεία που το παιδί λαμβάνει αφού εξεταστεί από δημόσιο φορέα.

 

 

Πόσο καιρό (από την εκδήλωση του προβλήματος) μπορεί να περιμένει ένας γονέας ώσπου να αναζητήσει τη βοήθεια ειδικού;

 

Οι γονείς οφείλουν να ζητήσουν τη γνώμη των ειδικών, εφόσον έχουν αρχίσει οι ίδιοι να προβληματίζονται σοβαρά για τη λεκτική / επικοινωνιακή συμπεριφορά του παιδιού τους. Κι αυτό για δύο λόγους: α) όταν ο γονιός ανησυχεί μεταδίδει συνήθως το άγχος του στο παιδί, το οποίο με τη σειρά του στρεσάρεται, επιβαρύνεται συναισθηματικά και συχνά επιλέγει να περιορίσει την επικοινωνία του προκειμένου να μην εκτεθεί και β) τυχόν λάθος χειρισμοί που μπορεί να γίνουν από το γονιό στην προσπάθειά του να βοηθήσει το παιδί ενδέχεται να ενισχύσουν την ένταση του προβλήματος (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στον τραυλισμό, εάν ο γονιός συμβουλεύει το παιδί που τραυλίζει να μιλά πιο αργά).

 

Ωστόσο, ιδιαίτερα χρήσιμη για το γονιό είναι σε κάθε περίπτωση η γνώμη των εκπαιδευτικών που εμπλέκονται με το παιδί. Οι νηπιαγωγοί στην προσχολική ηλικία και οι δάσκαλοι στη σχολική είναι αυτοί με τους οποίους πρέπει να γίνει η πρώτη συζήτηση και αυτοί θα επιβεβαιώσουν ή θα διαλύσουν τις ανησυχίες του γονιού, καθώς η γνώση και εμπειρία τους σε θέματα λόγου και μάθησης είναι μεγαλύτερη από αυτή του γονιού, αλλά επιπλέον, διαθέτουν τη δυνατότητα παρακολούθησης του παιδιού στην ομάδα των ομηλίκων του και μπορούν να διαπιστώσουν ευκολότερα τυχόν αποκλίσεις από τα αναμενόμενα για το μέσο όρο κάθε ηλικίας.

 

 

Πόσο καιρό περίπου διαρκεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης;

 

Ο χρόνος αποκατάστασης είναι συνάρτηση της φύσης του προβλήματος, του εύρους και της έντασης των συμπτωμάτων του και του χρόνου που επιλέγεται για την έναρξη του προγράμματος. Για παράδειγμα, τα προβλήματα της άρθρωσης (δυσλαλίες) έχουν μικρότερη διάρκεια αποκατάστασης απ’ ότι οι δυσκολίες γραμματικής και συντακτικού ή οι μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες εμμένουν περισσότερο. Επιπλέον, εάν η αξιολόγηση των δυσκολιών και ο σχεδιασμός του προγράμματος γίνει έγκαιρα (πριν διευρυνθούν οι δυσκολίες), το διάστημα που απαιτείται για την αποκατάσταση είναι συντομότερο, επομένως και το κόστος της λογοθεραπείας μικρότερο.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Δυσκολίες λόγου & συναίσθημα;

 

Τα περισσότερα προβλήματα Λόγου και Μάθησης, εάν δεν αποκατασταθούν εγκαίρως δημιουργούν, δευτερογενώς, κοινωνικοσυναισθηματικές δυσκολίες έως και διαγνώσιμες ψυχικές διαταραχές (του συναισθήματος, της συμπεριφοράς, της διαγωγής και αγχώδεις διαταραχές). Αξίζει να σημειωθεί, ότι πολλά παιδιά που παραπέμπονται στο Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ με αίτημα τη διερεύνηση διαταραχών λόγου ή/και μάθησης εκδηλώνουν έντονα τέτοιου τύπου συναισθηματικές δυσκολίες, οι οποίες απαιτούν την άμεση εμπλοκή ψυχολόγου προκειμένου να αποκατασταθούν.

 

 

Γιατί ένα πρόβλημα λόγου μπορεί να δημιουργήσει συναισθηματικές δυσκολίες;

 

Η ομαλή ανάπτυξη ενός παιδιού εκπορεύεται από την αρμονική συνεργασία και αλληλεπίδραση συγκεκριμένων αναπτυξιακών παραμέτρων όπως η φυσική, σωματική του ανάπτυξη, η ανάπτυξη της νοημοσύνης και τέλος η κοινωνική-συναισθηματική ανάπτυξη. Όταν σε κάποια από τις παραμέτρους αυτές διαπιστώνεται πρόβλημα, όλη η ανάπτυξη διαταράσσεται!

Ο λόγος, ως μία παράμετρος της ανάπτυξης ενός παιδιού συνδέεται στενά και με τις υπόλοιπες αναπτυξιακές παραμέτρους. Όντας το μέσον με το οποίο το παιδί επικοινωνεί με το έμψυχο περιβάλλον του, επηρεάζει την κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην ψυχική υγεία του παιδιού. Μία δυσκολία στο λόγο εύκολα διακρίνεται και επηρεάζει σημαντικά (ειδικά στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης) τις σχέσεις του παιδιού με τους συνομηλίκους του.

 

 

Ποια προβλήματα λόγου είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε συναισθηματικές διαταραχές;

 

Όλα τα προβλήματα λόγου ενδέχεται να δημιουργήσουν δευτερογενή συναισθηματικά προβλήματα.

 

Για παράδειγμα:

 

  • Tο παιδί που μπερδεύει το ‘δ’ με το ‘β’, καθώς μιλά, βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένο! Η ομιλία του ακούγεται διαφορετική και, επιπλέον, δημιουργείται συχνά επικοινωνιακή σύγχυση όταν π.χ. αναφέρεται στον ‘δάσος’ ως ‘Βάσος’ ή όταν, θέλοντας να ονομάσει το ‘στρείδι’, λέει ‘στρίβει’ γεγονός που επίσης θα εκθέσει το παιδί. Εάν δε, το παιδί αυτό έχει ήδη ξεκινήσει τη σχολική φοίτηση, θα εκτίθεται και στο γραπτό του λόγο, απέναντι στο δάσκαλο, ο οποίος οφείλει να κοκκινίσει όλα τα λάθος ‘δ’ του γραπτού του και να τα αντικαταστήσει με ‘β’, στους συμμαθητές αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό.

 

  • Το παιδί που τραυλίζει εκτίθεται κάθε φορά που δυσκολεύεται να εκφραστεί. Αυτό του δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερο άγχος και, κατά συνέπεια, μεγαλύτερο πρόβλημα ροής, περισσότερα κομπιάσματα και μεγαλύτερη τάση κοινωνικής απομόνωσης.

 

  • Το παιδί που αδυνατεί να εκφράσει με λόγια την σκέψη του απογοητεύεται, ματαιώνεται, δυσανασχετεί και σύντομα βρίσκει άλλους τρόπους παραβατικής συμπεριφοράς για να εκφραστεί και να εκτονωθεί ή αποσύρεται, παραιτείται και κλείνεται ‘στο καβούκι του’.

 

Και…ως γνωστό, προβλήματα συμπεριφοράς δεν νοούνται μόνο η επιθετική αρνητική συμπεριφορά που συχνά εκδηλώνεται προς άλλους, αλλά και η κατάθλιψη, η κυκλοθυμία, η απόσυρση από κάθε κοινωνικό περίγυρο. Πρόκειται για συμπεριφορές εξίσου προβληματικές, και πολλαπλά ανησυχητικές, εφόσον υποδηλώνουν ευρύτερη ψυχολογική διαταραχή ή, αλλιώς, κακή ψυχική υγεία του παιδιού.

 

 

Τι είδους συναισθηματικές δυσκολίες εκδηλώνουν τα παιδιά με διαταραχές στο λόγο;

 

  • Τα παιδιά με διαταραχές στο λόγο δεν έχουν εξίσου αναπτυγμένο κίνητρο επικοινωνία με τα υπόλοιπα παιδιά. Εκδηλώνουν λιγότερες πρωτοβουλίες για επικοινωνία και συνήθως τις απευθύνουν σε ενήλικες και κατ’ιδίαν και όχι σε παιδιά της ηλικίας τους και δημοσίως. Αποφεύγουν τις συζητήσεις με πολλούς συνομιλητές, ο λόγος τους είναι λιτός και σύντομος, συχνά μιλούν χαμηλόφωνα, κρύβουν το στόμα με τα χέρια τους και μοιάζουν ντροπαλά.

 

  • Τείνουν να μην ανταποκρίνονται στην επικοινωνιακή προσέγγιση συνομήλικων παιδιών δίχως προβλήματα λόγου, τα οποία προοπτικά σταματούν να τους απευθύνουν το λόγο και τους αποφεύγουν . Έρευνες δείχνουν ότι ήδη από την ηλικία των 3 ετών, τα παιδιά που δεν δυσκολεύονται στο λόγο προτιμούν να αλληλεπιδρούν με συνομήλικα παιδιά που έχουν κατάλληλες για την ηλικία τους γλωσσικές δεξιότητες, ενώ τα παιδιά με γλωσσικές διαταραχές προτιμούν να συνευρίσκονται με μικρότερα και πιο αδύναμα γλωσσικά παιδιά.

 

  • Είναι συνήθως τα λιγότερο δημοφιλή παιδιά στον παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο και το σχολείο. Κι αυτό γιατί οι συνομήλικοί τους ανιχνεύουν, εντοπίζουν την απόκλιση και δεν χάνουν αφορμή να την σχολιάσουν, ενίοτε και χλευαστικά. Αποδίδονται τότε, στα παιδιά με διαταραχές της ομιλίας, ιδιότητες ανυπόστατες όπως: χαζό, αδύναμο, άβουλο, φοβητσιάρικο, τεμπέλικο, άτομο που μπεμπεκίζει και δεν παίρνει στροφές’. Η κοροϊδία εκδηλώνεται ξανά και ξανά, είτε ‘ανοιχτά’ είτε ‘συνωμοτικά’ και το παιδί την αντιλαμβάνεται και χάνει την αυτοεκτίμησή του.

 

  • Τα παιδιά με προβλήματα ομιλίας δεν κάνουν συνήθως εύκολα φίλους, γεγονός που ενισχύει τη διάθεσή τους για κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση. Επιπλέον, ενδέχεται να αναπτύξουν εχθρική στάση απέναντι στα άλλα παιδιά, και να εμφανίσουν δυσκολίες προσαρμογής, επιθετικότητα, κλείσιμο στον εαυτό τους. Μεγαλώνοντας, από αντίδραση, προβαίνουν συχνά σε παραβατική συμπεριφορά (καταστροφές, βιαιοπραγίες, ενδεχομένως και μικροκλοπές) εκδηλώνοντας έτσι και αυτά την δική τους απόρριψη σε αυτούς που τα απέρριψαν και εξακολουθούν, πιθανότατα, να τα απορρίπτουν.

 

 

Σε ποια ηλικία εκδηλώνονται συνήθως οι συναισθηματικές δυσκολίες;

 

Στην περίπτωση που συζητάμε, οι συναισθηματικές δυσκολίες προκύπτουν δευτερογενώς σε παιδιά με προβλήματα λόγου τα οποία δεν έχουν αποκατασταθεί εγκαίρως. Το πότε θα προκύψουν είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων που αφορούν τη σοβαρότητα και το εύρος των δυσκολιών στο λόγο και την επικοινωνία, το χρόνο εκδήλωσής τους και το διάστημα που μεσολαβεί εωσότου το παιδί δεχθεί βοήθεια, το έμψυχο περιβάλλον του παιδιού (πόσο υποστηρικοί είναι οι γονείς και εκπαιδευτικοί) και το χαρακτήρα του ίδιου του παιδιού. Ωστόσο, πιο ευάλωτες συναισθηματικά ηλικίες είναι η προσχολική έως και την ένταξη του παιδιού στο δημοτικό σχολείο και η εφηβεία.

 

 

Πού πρέπει να απευθυνθεί ο γονιός που θέλει να βοηθήσει το παιδί του;

 

Καταρχήν ο λογοπεδικός αξιολογεί τη φύση και το εύρος των δυσκολιών στο λόγο και την επικοινωνία. Στη συνέχεια, ψυχολόγος εκτιμά την ψυχοκοινωνική κατάσταση του παιδιού και εάν κριθεί αναγκαίο, παραπέμπει το παιδί για παιδοψυχιατρική εκτίμηση. Το καλύτερο πλαίσιο για να απευθυνθεί ένας γονιός είναι από δημόσιους φορείς το Κέντρο Ψυχικής Υγείας και το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και από ιδιωτικούς φορείς τα κατά τόπους Κέντρα Λόγου που διαθέτουν Διεπιστημονική Ομάδα που στελεχώνεται από λογοθεραπευτές, γλωσσολόγους, ψυχολόγους, εργοθεραπευτές και ειδικούς παιδαγωγούς, έτσι ώστε να γίνει μία συνολική εκτίμηση των δυσκολιών του παιδιού και να προταθεί το πρόγραμμα αποκατάστασης που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του.

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα
Αρχική Επιστημονική Ομάδα Συμβουλές Επιστημονικό Έργο Επικοινωνία
Δημήτρης Μαρούσος Θεραπευτής Λόγου & Επικοινωνίας Pgdip CCS, M.Sc.SLT, EFS, ECSF-Mentor, SFBTCert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Kερασιά Μαρούσου Γλωσσολόγος – Σύμβουλος Μελέτης, Θεραπεύτρια Επικοινωνίας & Μάθησης, PGD SPLD, SFBTcert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


Εγγραφείτε για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις εκπαιδεύσεις

BOΛΟΣ
Διεύθυνση:
Σπυρίδη 2
Βόλος
2421033320
ΛΑΡΙΣΑ
Διεύθυνση:
Ηρώων Πολυτεχνείου - 28ης Οκτωβρίου (Είσοδος απο Χρ. Σμύρνης 7 - 3ος όροφος)
ΛΑΡΙΣΑ
2410231333