Υπερπροστασία παιδιών

Ποιοι γονείς χαρακτηρίζονται υπερπροστατευτικοί;

 

Υπερπροστατευτικοί είναι οι γονείς που έχουν την τάση να προσφέρουν υπερβολική προστασία στο παιδί: αυτοί που ανησυχούν υπέρμετρα για την υγεία του, θέτουν συνεχώς υπό παρατήρηση τη συμπεριφορά του, σκέφτονται και αποφασίζουν για λογαριασμό του, αποθαρρύνουν, με δυο λόγια, την ανάληψη πρωτοβουλιών από το ίδιο.

 

 

Βοηθά ή όχι η υπερπροστατευτική συμπεριφορά του γονέα;

 

Η συμπεριφορά του υπερπροστατευτικού γονέα έχει άλλοτε κυριαρχικό και άλλοτε υποτακτικό χαρακτήρα : Από τη μια, εμποδίζει το παιδί να αποφασίσει και να ενεργήσει αυτόνομα, υποτάσσοντας το παιδί στις δικές του προσδοκίες και, από την άλλη, ως αντάλλαγμα, επιδεικνύει υπερβολική ανεκτικότητα σε κάθε ιδιοτροπία του παιδιού, εκπληρώνοντάς του κάθε επιθυμία.

 

Ένας τέτοιος συνδυασμός καταπίεσης και υποχωρητικότητας οδηγεί το παιδί στην έκφραση ενός συναισθήματος φόβου και αβεβαιότητας προς κάθε καινούρια εμπειρία, γεγονός που αναστέλλει τη φυσική του τάση για εξερεύνηση του κόσμου που το περιβάλλει και, επομένως, την ομαλή πορεία του προς την ωρίμανση.

 

 

Πώς μπορεί να επηρεάσει μια τέτοια συμπεριφορά το παιδί;

 

Ως επί το πλείστον, οι υπερπροστατευτικοί γονείς δημιουργούν υπερεξαρτημένα παιδιά, τα οποία εκδηλώνουν συνήθως τυπικές αντιδράσεις, όπως

 

  • Αναζητούν τη βοήθεια των «μεγάλων» για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη προσπάθεια, ακόμη δηλαδή και όταν αυτό που του ζητείται εμπίπτει στα όρια των δικών του δυνατοτήτων.

 

  • Επιδιώκουν τη σωματική επαφή ή εγγύτητα με τους «μεγάλους», θέλουν δηλαδή να βρίσκονται διαρκώς κοντά τους, συχνά δε, να κάθονται στην αγκαλιά τους. Προφασίζονται διάφορες δικαιολογίες για να μείνουν μαζί τους και δημιουργούν ένταση όταν πρέπει να πάνε στο σχολείο ή όταν πρέπει, για κάποιο λόγο, να αποχωριστούν τους γονείς τους.

 

  • Επιζητούν την επιδοκιμασία και επιβεβαίωση από τους άλλους, εφόσον σε προσωπικό επίπεδο νιώθουν ανασφαλή. Θέλουν και διεκδικούν επίμονα την προσοχή των ενηλίκων στραμμένη αποκλειστικά επάνω τους, όποτε μιλούν, παίζουν ή ασχολούνται με κάτι.

 

Βέβαια, προκειμένου να χαρακτηρίσουμε τις παραπάνω συμπεριφορές ως φυσιολογικές ή προβληματικές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ηλικία στην οποία βρίσκεται το παιδί που τις εκδηλώνει. Η ανεξαρτητοποίηση του παιδιού προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί η δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού με τη μητέρα και έχει διέλθει η φάση προσκόλλησης του παιδιού σε αυτή.

 

 

Από ποια ηλικία είναι ανησυχητικές συμπεριφορές εξάρτησης του παιδιού;

 

Η εκδήλωση των παραπάνω συμπεριφορών θεωρείται -και είναι- απολύτως φυσιολογική από τον 7ο μήνα της ζωής του παιδιού. Τότε το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει μια ισχυρή συναισθηματική σχέση με τη μητέρα, η οποία κορυφώνεται γύρω στον 18ο μήνα, οπότε και σταδιακά υποχωρεί.

 

Στην ηλικία των 3 ετών, τα περισσότερα παιδιά μπορούν (και πρέπει να μπορούν) να αποχωριστούν τη μητέρα τους για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να εκδηλώσουν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.

 

Ενώ δηλαδή η εξάρτηση από τη μητέρα κρίνεται απαραίτητη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, θα πρέπει να μας προβληματίζει όταν εξακολουθεί να εκφράζεται με ακραία μορφή σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς είναι δυνατό να εμποδίσει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και να προκαλέσει ποικίλα δευτερογενή προβλήματα (όπως, για παράδειγμα, σχολική φοβία).

 

 

Πού πρέπει να αναζητήσει κανείς βοήθεια, γα να βοηθήσει το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί;

 

Εφόσον ο γονιός αρχίσει να προβληματίζεται για τις αντιδράσεις του παιδιού, καλό θα ήταν να ζητήσει τη συμβουλευτική υποστήριξη κάποιου ψυχολόγου, με του οποίου τη βοήθεια θα μπορέσει να τροποποιήσει αρχικά τη δική του συμπεριφορά, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να ενισχύσει και το ίδιο το παιδί να αυτονομηθεί.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Μπορεί ένα παιδί να έχει κατάθλιψη;

Ένα παιδί φαίνεται να είναι θλιμμένο, κάποιο άλλο δεν δείχνει ενδιαφέρον για καμία δραστηριότητα, ένα άλλο εκδηλώνει ανία και απάθεια. Η έκφραση τέτοιων συμπεριφορών προβληματίζει ορισμένες φορές τους γονείς, καθώς αναρωτιούνται αν πρόκειται για ένα απλό ξέσπασμα δυσφορίας ή για ένα κλινικό σύνδρομο, όπως είναι η κατάθλιψη.

 

Ο καθορισμός σαφών κριτηρίων για τη διάγνωση της κατάθλιψης στην παιδική ηλικία εμποδίζεται, καθώς το παιδί, συγκριτικά με τον ενήλικα, έχει μεγάλες δυσκολίες στο να αντιληφθεί τη δυσφορική του διάθεση και να την εκφράσει λεκτικά. Παρόλα αυτά, είναι κοινά αποδεκτό ότι η κατάθλιψη προκαλείται από μία πραγματική ή συμβολική απώλεια που, ανάλογα με τη μορφή της, διακρίνεται στην κατάθλιψη σαν σύμπτωμα, την κατάθλιψη σαν σύνδρομο και την κατάθλιψη σαν πάθηση:

 

  • Όλοι οι άνθρωποι και σε όλες τις ηλικίες – ακόμη και στη νηπιακή- μπορεί να περάσουν μια περίοδο κατά την οποία νιώθουν θλίψη και απελπισία. Τα συναισθήματα αυτά εμφανίζονται κυρίως εξαιτίας κάποιου ναρκισσιστικού πλήγματος, απώλειας ή απογοήτευσης που βίωσε το άτομο. Στην περίπτωση αυτή, και όταν η δυσφορία δεν συνοδεύεται από άλλου τύπου αντιδράσεις, κάνουμε λόγο για την κατάθλιψη ως σύμπτωμα.

 

  • Το καταθλιπτικό σύνδρομο, σε αντίθεση με την κατάθλιψη ως σύμπτωμα, συνοδεύεται και από άλλες αντιδράσεις όπως, η έλλειψη ενδιαφέροντος για διάφορες δραστηριότητες, το αίσθημα της κούρασης και η δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής. Το σύνδρομο αυτό συναντάται κυρίως σε παιδιά που πάσχουν από κάποια σοβαρή, χρόνια ασθένεια όπως είναι η αναπηρία ή ο καρκίνος.

 

  • Η τρίτη μορφή κατάθλιψης, η κατάθλιψη σαν πάθηση, παρουσιάζει μια κλινική εικόνα η οποία, πέρα από την άσχημη διάθεση, περιλαμβάνει προβλήματα στον ύπνο, την ψυχοκινητική δραστηριότητα και την όρεξη. Πιο συγκεκριμένα, όπως και οι ενήλικες έτσι και τα παιδιά με κατάθλιψη, υποφέρουν από αϋπνία ή, αντίθετα, παρουσιάζουν υπερυπνία, έχουν αυξημένη όρεξη και παίρνουν βάρος ή, αντίθετα, παρουσιάζουν ανορεξία και νιώθουν ένα αίσθημα κόπωσης που είναι δυσανάλογο με την ένταση της σωματικής τους δραστηριότητας.

 

Η κατάθλιψη στη νηπιακή και προσχολική ηλικία δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Παρότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας παρουσιάζουν συχνά μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από κλάματα, δυσφορία, ανορεξία, παράπονα για σωματικά ενοχλήματα και έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτά δεν επαρκούν για να δοθεί η διάγνωση της κατάθλιψης, διότι δεν διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κατάθλιψη στην ηλικία αυτή, όταν εμφανίζεται, αφορά κατά κύριο λόγο παιδιά τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή απώλεια ή τραύμα και μεγαλώνουν σε περιβάλλον στερημένο από ερεθίσματα ή μητρική φροντίδα.

 

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με σαφήνεια κατά πόσο η κατάθλιψη είναι γενετικά κληρονομούμενη ή αποτέλεσμα επίδρασης διαφόρων ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Όσον αφορά τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την επίδραση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων, αυτές υποστηρίζουν ότι, όταν η μητέρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού, αλλά, αντίθετα, προκαλεί με τη στάση της δυσάρεστες και στερητικές εμπειρίες, δημιουργείται στο παιδί μια αρνητική αίσθηση εαυτού. Εάν οι εμπειρίες αυτές είναι επαναλαμβανόμενες, συνιστούν τότε τον καταθλιπτικό πυρήνα της προσωπικότητας.

 

Η θεραπεία της κατάθλιψης στην παιδική ηλικία στοχεύει στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης του ατόμου. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, αναγκαία είναι η παρέμβαση τόσο στο ίδιο το παιδί όσο και στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Όπως σε όλα τα προβλήματα που αφορούν στα παιδιά, έτσι και εδώ, η κινητοποίηση των γονέων παίζει αποφασιστικό ρόλο. Για το λόγο αυτό, το πρώτο βήμα που θα πρέπει οι γονείς να κάνουν εφόσον παρατηρήσουν ανησυχητικά θλιμμένη ή απαθή συμπεριφορά στο παιδί τους είναι να αναζητήσουν τη γνώμη ενός ειδικού, ο οποίος θα μπορέσει να προσδιορίσει εάν όντως συντρέχουν λόγοι ανησυχίας. Στην περίπτωση αυτή, με την καθοδήγηση του ειδικού, θα πρέπει να συντονίσουν τη δράση τους ώστε να προσφέρουν αποτελεσματική βοήθεια στο παιδί που την έχει ανάγκη.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Το παιδί μου δεν μιλά με άλλους

Τι ακριβώς σημαίνει επιλεκτική αλαλία;

 

Ο Γερμανός ερευνητής Kussmaul, στα τέλη του 19ου αι., έκανε για πρώτη φορά λόγο για παιδιά που, ενώ μιλούν εύκολα, αβίαστα, αυθόρμητα σε κάποιες περιστάσεις (π.χ. με τα μέλη της οικογένειας) σε κάποιες άλλες (παιδικό σταθμό, σχολείο, πάρτι, κά.) δείχνουν να αρνούνται τη λεκτική επικοινωνία, παραμένοντας πεισματικά βουβά. Τα παιδιά αυτά διαφέρουν από τα παιδιά που δεν μιλούν καθόλου, καθώς είναι παιδιά γλωσσικά ικανά να μιλήσουν, αλλά κατ’επιλογήν αποφεύγουν την λεκτική επικοινωνία, συστηματικά και σε βαθμό ανησυχητικό. Η συμπτωματολογία της επιλεκτικής αλαλίας διαφέρει από παιδί σε παιδί (π.χ. ένα παιδί ενδέχεται να μιλά μόνο στη μητέρα ή τον πατέρα ή άλλο μέλος της οικογένειας ή σε κανέναν), αλλά γενικά, η διαταραχή αυτή της συμπεριφοράς συνεπάγεται έμμονη άρνηση για ομιλία σε συγκεκριμένες (σημαντικές για το παιδί) κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. σχολείο) δεδομένης της ικανότητας λόγου στο παιδί.

 

 

Σε ποια ηλικία ενδέχεται να εμφανίσει ένα παιδί επιλεκτική αλαλία;

 

Συνήθως στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα μεταξύ 3-5 ετών, λίγο πριν την είσοδο δηλαδή του παιδιού στο δημοτικό σχολείο. Ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ τα περισσότερα προβλήματα λόγου θίγουν τα αγόρια περισσότερο από ότι τα κορίτσια (σε ποσοστό περίπου 3/1), στην περίπτωση της επιλεκτικής αλαλίας, η συχνότητα εμφάνισης του προβλήματος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών είναι ίση και μάλιστα, κάποιες φορές, είναι περισσότερα τα κορίτσια που εμφανίζουν το πρόβλημα παρά τα αγόρια.

 

 

Μήπως το παιδί απλώς ντρέπεται να μιλήσει εκτός της οικογένειας;

 

Πολλοί είναι οι γονείς που αναρωτιούνται μήπως τελικά η επιλεκτική αλαλία είναι ένας ‘σύγχρονος’ διαγνωστικός όρος των ειδικών, που περιγράφει το γνωστό σε όλους μας ‘ντροπαλό’ παιδί, ένα παιδί που απλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε νέα περιβάλλοντα και εκδηλώνει τη δυσκολία του αυτή με το να αποφεύγει να μιλά. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Για να δοθεί η διάγνωση της επιλεκτικής αλαλίας απαιτείται συστηματική, πεισματική σιωπή του παιδιού σε ένα ή περισσότερα σημαντικά (για το παιδί) περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου, για χρονικό διάστημα από 8 εβδομάδες (το λιγότερο) έως και δύο χρόνια (το περισσότερο)! Δικαιολογείται ένα τόσο μεγάλο διάστημα επιλεκτικής σιωπής από ένα απλά ‘ντροπαλό παιδί’ ή μήπως η σιωπή αυτή αποτελεί έκκληση του παιδιού για βοήθεια;

 

 

Ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί;

 

Τόσο για να διαγνωστεί το πρόβλημα όσο και για να αποκατασταθεί, απαιτείται η συνεργασία ειδικών από το χώρο της ψυχικής υγείας (ψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων) και της επικοινωνίας (λογοπεδικών / λογοθεραπευτών – οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά). Κι αυτό γιατί τα αίτια της επιλεκτικής αλαλίας αφορούν δυσκολίες στην κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού που σχετίζονται άμεσα με θέματα επικοινωνίας, τα οποία αφού διερευνηθούν αποκαθίστανται με τη συνεργασία των γονέων και ανθρώπων που εμπλέκονται στα πλαίσια όπου εντάσσεται το παιδί και επιλέγει να μη μιλά.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Το ντροπαλό παιδί

Έχει παρατηρηθεί, πως όταν ένα παιδί παρουσιάζει επιθετική και καταστροφική συμπεριφορά γίνεται αμέσως αντιληπτό από τους γονείς του, τους δασκάλους του και τους συνομηλίκους του, καθώς διαταράσσει το ήρεμο κλίμα τόσο στη σχολική όσο και στην οικογενειακή ζωή. Αντίθετα, το παιδί που είναι ντροπαλό και μοναχικό, επειδή συνήθως δεν δημιουργεί πρόβλημα στους γύρω του, περνά απαρατήρητο μέσα στην τάξη και δύσκολα προκαλεί ανησυχία στους γονείς του. Η συμπεριφορά ενός τέτοιου παιδιού χαρακτηρίζεται συνήθως από εσωστρέφεια, συστολή και απροθυμία για ανάπτυξη κοινωνικών επαφών.

 

Ενώ ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών παρουσιάζονται ως δειλά και αγχώδη όταν βρίσκονται με άγνωστα πρόσωπα – ιδιαίτερα κατά τη νηπιακή και την πρώτη εφηβική ηλικία – θα πρέπει, προκειμένου να χαρακτηρισθεί αυτή η συμπεριφορά ως φυσιολογική ή μη, να διερευνηθούν 3 παράγοντες:

 

  • Μήπως η εικόνα αυτή οφείλεται σε ένα στάδιο φυσικής ντροπαλότητας που διανύει το παιδί;

 

  • Πρόκειται για γενικευμένη ή επιλεκτική συστολή; Δηλαδή, το παιδί την εκδηλώνει σε όλα τα περιβάλλοντα και με τον ίδιο τρόπο ή παρουσιάζεται σε ιδιαίτερες συνθήκες με ιδιαίτερες εκφάνσεις;

 

  • Τι κόστος μπορεί να έχει η εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς στη ζωή του ατόμου; (Όταν, για παράδειγμα, ένα άτομο εξαιτίας της ντροπαλότητας και συστολής αποσύρεται από τις διάφορες δραστηριότητες και καταπνίγει την ανάγκη του για αυτοεπιβεβαίωση, ένα σημαντικό μέρος του δυναμικού του τίθεται σε αδράνεια, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει στο maximun των δυνατοτήτων του).

 

Τα ερευνητικά δεδομένα που διαθέτουμε μας πληροφορούν ότι η ντροπαλότητα δεν είναι εγγενής, δηλαδή το παιδί δεν γεννιέται με αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά μαθαίνεται. Προκειμένου λοιπόν να εξετάσουμε την εκδήλωση της ντροπαλότητας, θα πρέπει να καταρχήν να αναφερθούμε στις γενεσιουργές της αιτίες. Σε πολλές περιπτώσεις, η εκδήλωση ντροπαλότητας και συστολής από το παιδί αποτελεί μια μορφή άμυνας σε καταστάσεις τις οποίες το ίδιο αντιλαμβάνεται ως απειλητικές. Για παράδειγμα, ένα παιδί δίχως εμπιστοσύνη στις κοινωνικές του δεξιότητες χαρακτηρίζεται από ένα χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης και βιώνει τις διάφορες διαπροσωπικές σχέσεις ως απειλή, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν άγνωστα πρόσωπα. Ως μορφή άμυνας σε μια τέτοια κατάσταση, το παιδί καταφεύγει στην κοινωνική απομόνωση και, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητο, δίνει την εντύπωση άβουλου ατόμου.

 

Το γεγονός ότι πολλά παιδιά δεν έχουν αναπτύξει τις κοινωνικές τους δεξιότητες, φαίνεται ότι σχετίζεται με τον τρόπο εκπαίδευσής τους στις δεξιότητες αυτές. Συγκεκριμένα, γονείς που δυσκολεύονται οι ίδιοι να χειριστούν διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, προσφέρουν στα παιδιά τους ακατάλληλα πρότυπα συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα τα παιδιά, ταυτιζόμενα μαζί τους, να εκδηλώνουν ανάλογη συμπεριφορά. Άλλες φορές πάλι, το χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης που νιώθουν πολλά ντροπαλά παιδιά, έχει ως βάση είτε την υπερβολική πειθαρχία και την απαιτητική στάση των γονέων, είτε την υπερπροστατευτική τους συμπεριφορά. Πιο αναλυτικά, όταν οι απαιτήσεις των γονέων είναι υπερβολικές, το παιδί νιώθει ανίκανο ή απρόθυμο να ανταποκριθεί σε αυτές. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό, η αρνητική στάση να γενικευθεί και σε άλλες κοινωνικές καταστάσεις, όπου το παιδί θεωρεί ότι καλείται να αντιμετωπίσει ανάλογες απαιτήσεις. Επιπλέον, το χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης, και κατ΄ επέκταση η δειλία, καλλιεργείται στο παιδί όταν οι υπερπροστατευτικοί γονείς δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης κάθε φορά που αυτό επιχειρεί να διευρύνει τις κοινωνικές του επαφές εκτός σπιτιού.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα λέγαμε καταρχήν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει ένας γονέας την ντροπαλότητα του παιδιού είναι να αποφύγει την έκφραση αποδοκιμασίας και θυμού κάθε φορά που αυτή εκδηλώνεται. Αντίθετα, ο γονέας θα πρέπει να κατανοήσει τη δυσκολία του παιδιού και να ενισχύσει κάθε προσπάθεια ‘ανοίγματός’ του, μέσα από τον έπαινο και την ενθάρρυνση. Επίσης, σημαντικό είναι να γνωρίζει ο γονέας ότι η επαφή με νέα πρόσωπα πρέπει να γίνει σταδιακά: προτιμότερο είναι η προσπάθεια να ξεκινήσει από το σπίτι – το οποίο είναι γνώριμος χώρος για το παιδί – και στη συνέχεια να επεκταθεί σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Τέλος, όταν η ντροπαλότητα εκφράζεται υπερβολικά και δεν υποχωρεί παρ΄ όλες τις προσπάθειες, θα πρέπει να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού, προκειμένου να διερευνηθεί αν τα αίτια της είναι περισσότερο περίπλοκα και δυσδιάκριτα.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Μπορεί ένα μικρό παιδί να έχει άγχος ;

Βιώνουν άγχος τα μικρά παιδιά;

 

Τα παιδιά ενδέχεται να νιώθουν άγχος με διάφορες αφορμές στην καθημερινότητά τους, γεγονός που τα κάνει να είναι πιο «τεντωμένα» και «σφιγμένα» από ό,τι συνήθως ή να παραπονιούνται για σωματικές ενοχλήσεις, χωρίς προφανή οργανική αιτία. Μια τέτοια κατάσταση δεν είναι βέβαια ανησυχητική, καθώς με την υποστήριξη των γονέων και με την προσωπική εμπειρία που συσσωρεύεται στο πέρασμα του χρόνου τα παιδιά μαθαίνουν να διαχειρίζονται καλύτερα τις αγχογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας. Όταν όμως τα συμπτώματα του άγχους εμφανίζονται με μεγάλη ένταση για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε ενδέχεται το παιδί να υποφέρει από αγχώδη νεύρωση, κατάσταση σημαντικά σοβαρότερη από την απλή κρίση άγχους.

 

 

Τι ακριβώς είναι η αγχώδης νεύρωση;

 

Η αγχώδης νεύρωση, παρότι παρατηρείται συχνότερα στους ενήλικες, μπορεί να εμφανιστεί και σε μικρότερες ηλικίες, ειδικά στην προ-εφηβική και εφηβική ηλικία, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνιση συμπτωμάτων ακόμη και στη νηπιακή ηλικία, και εκδηλώνεται συχνότερα στα πρωτότοκα παιδιά (το φύλο δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο).

 

Το παιδί με αγχώδη νεύρωση:

 

  • κυριεύεται από ένα αίσθημα ανησυχίας που αφορά αόριστους κινδύνους, από τους οποίους το παιδί νιώθει να απειλείται στο σχολείο, στο σπίτι ή στο παιχνίδι

 

  • αισθάνεται σωματικές ενοχλήσεις, με κύρια συμπτώματα τους πονοκεφάλους, τους πόνους στην κοιλιά και το στομάχι

 

  • εκδηλώνει νευρικότητα ή/και αδυναμία να καθίσει στην ίδια θέση, καθώς ανησυχεί για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του και ανυπομονησία για ασήμαντα γεγονότα (δεν αποκλείεται να εκδηλώνει ξαφνικά συνήθειες που εκφράζουν νευρικότητα, όπως η ονυχοφαγία)

 

  • δυσκολεύεται να επικεντρώσει την προσοχή του σε δραστηριότητες που απαιτούν συγκέντρωση

 

  • η αυτοεκτίμησή του είναι χαμηλή και η ευαισθησία του στην κριτική των άλλων μεγάλη

 

  • (ορισμένες φορές) ενδέχεται να δυσκολεύεται να κοιμηθεί ή βλέπει εφιάλτες

 

 

Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει μία τέτοια συμπεριφορά;

 

Η αγχώδης νεύρωση μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια, ανάλογα με τον τρόπο εκδήλωσης των συμπτωμάτων. Η οξεία μορφή χαρακτηρίζεται από άγχος μεγάλης έντασης ή κρίσεις πανικού, οι οποίες διαρκούν από λίγα λεπτά έως μισή ώρα, κάνουν την εμφάνισή τους απότομα και στη διάρκειά τους το παιδί παρουσιάζει ενδέχεται να παρουσιάσει δυσκολίες στην αναπνοή, εφίδρωση, αντιδράσεις τρόμου και να ζητήσει βοήθεια από τους γύρω του, καθώς φοβάται ότι θα του συμβεί κάποιο μεγάλο κακό (π.χ. θα πεθάνει). Οι κρίσεις μπορεί να επανεμφανιστούν, να σταματήσουν ή να εξελιχθούν σε νεύρωση χρόνιας μορφής. Η χρόνια μορφή, αντίθετα από την οξεία, εισβάλλει σταδιακά και χαρακτηρίζεται από περιόδους εξάρσεων ή υφέσεων, με διάρκεια από μερικούς μήνες μέχρι και χρόνια.

 

 

Πώς μπορεί να βοηθήσει ο γονιός;

 

Το παιδί με αγχώδη νεύρωση βιώνει μια δυσάρεστη εμπειρία, εξαιτίας αφενός, των σωματικών ενοχλημάτων που προκαλούνται και αφετέρου, της ψυχολογικής κατάστασης στην οποία περιέρχεται. Επιπρόσθετα, προκύπτουν δευτερογενή προβλήματα, όπως η αδυναμία συγκέντρωσης, η μείωση της απόδοσης στο σχολείο, ο περιορισμός της κοινωνικότητας κ.ά. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες του παιδιού θα πρέπει οι γονείς να απευθυνθούν σε ψυχολόγο, παιδοψυχίατρο ή στους δημόσιους φορείς ψυχικής υγείας, ώστε να ελεγχθεί η φύση και το εύρος των συμπτωμάτων που εκδηλώνει το παιδί και να παρασχεθεί η κατάλληλη βοήθεια, ώστε να διασφαλιστεί η ψυχική υγεία του παιδιού και να αποκατασταθούν οι οικογενειακές ισορροπίες. Πρέπει να σημειωθεί, ότι πολύ συχνά, το αγχώδες παιδί έχει και γονείς με αγχώδη συμπεριφορά, που ενδέχεται να αντιδρούν με υπερβολικό τρόπο στις δυσχέρειες που προκύπτουν και τείνουν να είναι υπερπροστατευτικοί, αγωνιώντας και φροντίζοντας να προφυλάξουν το παιδί από κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο, ακόμη και ακαθόριστο.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Παιδικές Φοβίες

Ο φόβος είναι μία αντίδραση του οργανισμού που θέτει το άτομο σε εγρήγορση, όταν βρεθεί σε κατάσταση κινδύνου. Η εγρήγορση εξασφαλίζει στο άτομο την ετοιμότητα να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο κίνδυνο, και γι΄ αυτό λέμε ότι ο φόβος έχει ένα λειτουργικό- προσαρμοστικό χαρακτήρα.

 

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις κατά τις οποίες οι φοβικές αντιδράσεις εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες, δηλαδή χωρίς την παρουσία κάποιας κατάστασης κινδύνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος έχει ένα δυσπροσαρμοστικό χαρακτήρα, καθώς αρχίζει να ταλαιπωρεί το άτομο δίχως να υπάρχει αντικειμενικός λόγος ανησυχίας. Όταν λοιπόν ένα άτομο εκδηλώνει μια φοβική αντίδραση πολύ έντονα σε σχέση με τη φοβική κατάσταση και με μεγάλη συχνότητα, τότε λέμε ότι το άτομο υποφέρει από κάποια φοβία.

 

Οι φοβίες δεν είναι αποκλειστικό ‘προνόμιο’ των ενηλίκων, καθώς γνωρίζουμε ότι και πολλά παιδιά ταλαιπωρούνται από αυτές. Οι πιο κοινές παιδικές φοβίες είναι η σχολική φοβία (επίμονη άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο), η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα) και ο φόβος για το σκοτάδι.

Βέβαια, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ‘φοβία’ για τις φοβικές αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά. Ορισμένες από αυτές μπορεί να φαντάζουν υπερβολικές στα μάτια των ενηλίκων, για το παιδί όμως να είναι μία φυσιολογική αντίδραση φόβου σε μια κατάσταση που από το ίδιο βιώνεται ως πραγματικά επικίνδυνη.

 

Για να εκτιμήσουμε εάν ένα παιδί με κάποια φοβία χρειάζεται θεραπεία, θα πρέπει να εκτιμήσουμε κυρίως 3 παράγοντες: α) τη συχνότητα εμφάνισης του φόβου β) αν ο φόβος είναι κοινός και γ) αν επιτρέπει στο άτομο να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Για παράδειγμα, ένας συνηθισμένος φόβος, όπως είναι ο φόβος για τα φίδια, ο οποίος δεν εκδηλώνεται με μεγάλη συχνότητα, δεν εμποδίζει ένα άτομο που έρχεται σπάνια σε επαφή με ένα τέτοιο ερέθισμα να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Αντίθετα, για ένα παιδί, η σχολική φοβία που το αναγκάζει να απουσιάζει συστηματικά από το σχολείο, έχει αρνητική επίπτωση στη ζωή του.

 

Η ανάπτυξη των φόβων επηρεάζεται τόσο από την ιδιοσυγκρασία και τις προσωπικές εμπειρίες του ατόμου, όσο και από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντος κατά την εκδήλωση του φόβου. Για το λόγο αυτό, η στάση των γονέων παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση ή την αποδυνάμωση των φόβων του παιδιού. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι χειρισμοί που χρησιμοποιούν κάποιοι γονείς προκειμένου να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα. Ως τέτοιοι χειρισμοί αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες οι γονείς αγνοούν και δεν δίνουν σημασία στους φόβους των παιδιών τους, για να μην «το κάνουν θέμα» και εστιάσουν την προσοχή του παιδιού σ’αυτό, ή φέρνουν το παιδί, δια της βίας, σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, προκειμένου να εξοικειωθεί με αυτό και έτσι να το ξεπεράσει. Εξίσου αναποτελεσματική αποδεικνύεται και η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου από το παιδί, με τη σκέψη ότι αυτό θα το ηρεμήσει.

 

Η ουσιαστική βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε στο παιδί που ταλαιπωρείται από τους φόβους του, είναι να το βοηθήσουμε να αναπτύξει δεξιότητες μέσω των οποίων θα μπορέσει να αντιμετωπίσει μόνο του τη φοβική κατάσταση. Αν για παράδειγμα ένα παιδί φοβάται το σκοτάδι, ο γονέας θα πρέπει να του δείξει που βρίσκεται ο διακόπτης του φωτός ή να τοποθετήσει ένα φακό δίπλα στο κρεβάτι του, ώστε το παιδί να μπορέσει, με δική του πρωτοβουλία να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όποτε προκύψει.

 

Επίσης, σημαντικό είναι το παιδί να έρθει σταδιακά σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο, ώστε να νιώσει ασφαλές και να μη βρεθεί σε κατάσταση πανικού. Για παράδειγμα, αν το παιδί έχει ένα γενικευμένο φόβο για τα ζώα, έχει σημασία να αρχίσει να αλληλεπιδρά με το λιγότερο επιθετικό ζώο. Αυτή η αλληλεπίδραση θα πρέπει να περάσει από διάφορα στάδια: πρώτα το παιδί, μαζί με το γονέα, να αντικρίσει το ζώο από μεγάλη απόσταση, έπειτα να έρθει βαθμιαία σε κοντινότερη επαφή και τελικά να το αγγίξει. Ο γονέας θα πρέπει συγχρόνως να διαβεβαιώνει το παιδί, τόσο με λόγια αλλά κυρίως και με τις πράξεις του, ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν αποτελεί απειλή.

 

Τέλος, αν παρά τους διαφόρους χειρισμούς, το παιδί εξακολουθεί να φοβάται, θα πρέπει να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού, ώστε να προληφθούν οι συναισθηματικές διαταραχές που μπορεί να προκύψουν από μία τέτοια κατάσταση.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Το παιδί που εκδηλώνει επιθετικότητα

Όλα τα παιδιά εκπροσωπούν στην ενήλικη σκέψη την αγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Στα παραμύθια, στις μεταξύ μας συζητήσεις αλλά και στη διαπροσωπική επαφή μας με το παιδί, εμείς οι «μεγάλοι» συνηθίζουμε να βλέπουμε τον καλό και ηθικό του εαυτό. Ωστόσο, δεν είναι λίγες και οι φορές που γινόμαστε μάρτυρες εκδήλωσης παιδικής επιθετικότητας.

 

Οι θεωρητικές απόψεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα αίτια της ανθρώπινης επιθετικότητας φαίνεται πως διίστανται: η μία άποψη θεωρεί την επιθετικότητα ως έμφυτη τάση, αποδίδοντάς της χαρακτήρα ενστίκτου. Η δεύτερη την εκλαμβάνει ως προϊόν μάθησης, προσδίδοντάς της, κατ΄ επέκταση, διάσταση κοινωνικού φαινομένου.

 

Ως φυσική τάση, η επιθετικότητα είναι μία από τις δυο βασικές πηγές ενεργητικότητας του ατόμου. Ταυτόχρονα όμως, ως συμπεριφορά, συνιστά μια άμεση ή έμμεση αντίδραση στη ματαίωση. Και μ΄ αυτή την έννοια εμφανίζεται από τη στιγμή της γέννησης ή και ακόμα πιο πριν.

 

Η επιθετικότητα αναδύεται φυσιολογικά και αποτελεί μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις της είναι διαφορετικές σε κάθε στάδιο εξέλιξης του παιδιού, ακριβώς επειδή σε κάθε αναπτυξιακή φάση είναι διαφορετική η ικανότητα ανοχής στη ματαίωση που διαθέτει το παιδί. Ένα βρέφος, για παράδειγμα, έχει μικρότερη ικανότητα ανοχής σε σχέση μ’ ένα παιδί νηπιακής ηλικίας.

 

Επιπλέον, η έκφραση της επιθετικότητας διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Οι ατομικές διαφορές κλιμακώνονται σε ένα φάσμα που εκτείνεται από τη διεκδικητικότητα ως την παθητικότητα. Ορισμένα παιδιά εκδηλώνουν ανοιχτά επιθετικές συμπεριφορές, τις οποίες οι ενήλικοι οφείλουν να αντιμετωπίσουν ή να ελέγξουν, προκειμένου να προλάβουν ενδεχόμενα καταστρεπτικά αποτελέσματα. Άλλα παιδιά όμως συγκαλύπτουν την εξίσου έντονη –ενδεχομένως- επιθετικότητά τους, στο πλαίσιο μιας παθητικής συμπεριφοράς, η οποία δεν προκαλεί συνήθως την προσοχή και δεν αναστατώνει με τον ίδιο τρόπο το ενήλικο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν παιδιά που εκφράζουν και άλλα που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους. Οποιαδήποτε και αν είναι η έκφραση του κάθε παιδιού, η δυσκολία που βιώνει και υποκινεί τη συμπεριφορά του παραμένει ίδια.

 

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συμπεριφοράς των τολμηρών και συνεσταλμένων παιδιών. Το τολμηρό παιδί έχει την τάση να εκδηλώνει, να εκφράζει την επιθετικότητα του. Εάν λοιπόν καταπιέζεται, εάν αισθάνεται ότι περιορίζεται από τα όρια που του τίθενται, βρίσκει, μέσα από την εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς, κάποια ανακούφιση. Το συνεσταλμένο παιδί από την άλλη, έχει την τάση να βλέπει την επιθετικότητα όχι στον εαυτό του, αλλά στους άλλους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν ανακουφίζεται, αλλά βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς προσμονής για τη δυσκολία που θα έρθει από έξω. Πολλά παιδιά που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αυτοελέγχου, η οποία τους δημιουργεί συνεχή ένταση. Για το λόγο αυτό, τέτοια παιδιά ενδέχεται να παρουσιάσουν παροδικά ξεσπάσματα οργής και επιθετικής συμπεριφοράς.

 

Η εμφάνιση του εποικοδομητικού παιχνιδιού και η διατήρηση του είναι ένδειξη υγείας στο παιδί. Το παιχνίδι εξασφαλίζει στο παιδί ποικίλες δυνατότητες ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, του επιτρέπει να βιώσει ό,τι ενυπάρχει στη δική του εσωτερική πραγματικότητα. Μέσα στο παιχνίδι των παιδιών εκδηλώνεται συχνά επιθετικότητα, προκειμένου να εκτονωθούν αισθήματα αγάπης και μίσους. Η επιθετική συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει και δεν δηλώνει ένα παιδί που μισεί. Μπορεί εξίσου συχνά να υποδεικνύει το παιδί που αγαπά. Τα παιδιά τείνουν να αγαπούν αυτό που πληγώνουν. Η τάση αυτή αποτελεί μέρος της ζωής τους. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι πώς θα κατασταλεί η επιθετικότητα σ΄ ένα παιδί, αλλά πώς το παιδί θα ανακαλύψει τον τρόπο να υποτάξει τις επιθετικές του δυνάμεις στα καθήκοντα της αγάπης, του παιχνιδιού, του σχολείου και, πολύ αργότερα, της εργασίας.

 

Προκειμένου να επιτευχθεί η ποιοτική αυτή μεταστροφή και διοχέτευση της επιθετικότητας στη δημιουργία, ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρουσία και η στήριξη της αρκετά καλής μητέρας και πατέρα. Επιπλέον όμως, απαιτείται χρόνος ώστε το παιδί να ελέγξει και εν συνεχεία να υποτάξει τις επιθετικές του ιδέες, δίχως όμως να χάσει την ικανότητα του να εκφράζει την επιθετικότητα του όταν χρειάζεται και όσο πρέπει. Η επιθετικότητα εξασφαλίζει την εκφόρτιση έντονων συναισθημάτων. Και μια τέτοια διαδικασία είναι πάντα υγιής, είτε πρόκειται για αισθήματα αγάπης είτε μίσους.

 

 

H γονεϊκή στάση απέναντι στην Eπιθετικότητα

 

Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η στάση των γονέων μπορεί να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει την εκδήλωση επιθετικότητας από τα παιδιά.

 

  • Ορισμένοι γονείς, ενώ αποδοκιμάζουν την επιθετικότητα, συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη σωματική τιμωρία στην προσπάθειά τους να επιβάλουν την πειθαρχία. Μια τέτοια συμπεριφορά των γονέων αποτελεί όμως κατάφωρη έκφραση της δικής τους επιθετικότητας, οπότε και το παιδί συμπεραίνει πως η επιθετικότητα είναι ο μόνος τρόπος για να επιβληθεί κάποιος. Έτσι, ενώ η επιθετικότητα του παιδιού φαίνεται να καταστέλλεται τη συγκεκριμένη στιγμή, εντούτοις ενισχύεται, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πιο έντονα μακροπρόθεσμα.

 

  • Μία ακόμη κατηγορία γονέων που με τη στάση της ενισχύει την επιθετικότητα, είναι αυτή που επιδεικνύει αδιαφορία και ανοχή στα επιθετικά ξεσπάσματα των παιδιών. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά εκδηλώνουν επιθετικότητα στα πλαίσια μιας «θεατρικής παράστασης» που στήνουν, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή των ενηλίκων. Πολλοί γονείς λοιπόν, συνειδητοποιώντας τα κίνητρα στη συμπεριφορά των παιδιών τους, αποφασίζουν να δείξουν αδιαφορία σε τέτοιου είδους ξεσπάσματα. Ένας τέτοιος χειρισμός όμως θα έχει αποτέλεσμα μόνο εφόσον οι γονείς μπουν στη διαδικασία να αναρωτηθούν τους λόγους για τους οποίους το παιδί επιλέγει να τραβήξει την προσοχή των άλλων μ’ αυτό τον τρόπο. Θα πρέπει τότε να δείξουν στο παιδί, πως η επιθυμία του μπορεί να ικανοποιηθεί περισσότερο αποτελεσματικά μέσα από την έκφραση θετικών συμπεριφορών.

 

  • Η επιθετικότητα του ατόμου μπορεί επίσης να ενισχυθεί μέσα από εμπειρίες ματαίωσης, δηλαδή καταστάσεις κατά τις οποίες το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να καλύψει κάποιες ανάγκες ή να πραγματοποιήσει ορισμένους στόχους εξαιτίας διαφόρων εμποδίων. Πιο συγκεκριμένα, η βίωση της ματαίωσης συχνά δημιουργεί στο άτομο θυμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει ξεσπάσματα επιθετικότητας. Και εδώ ο ρόλος των γονέων αναδεικνύεται σημαντικός: οι γονείς είναι αυτοί που μπορούν να δείξουν στο παιδί ότι η ματαίωση μπορεί να λειτουργήσει και θετικά, εάν γίνει αφορμή ώστε το άτομο να επιτείνει τις προσπάθειές του για να επιτύχει το στόχο του, εφόσον κρίνει ότι αυτός έχει αξία. Αντίθετα, οι γονείς που συνηθίζουν να απειλούν το παιδί με τιμωρία σε κάθε ενδεχόμενη αποτυχία, οδηγούν, άθελά τους, στην ενίσχυση της σύνδεσης ματαίωσης και επιθετικότητας.

 

Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η προσεκτική παρατήρηση του παιδιού. Συχνά, οι λόγοι που οδηγούν ένα παιδί στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς δεν γίνονται εύκολα κατανοητοί. Για παράδειγμα, η εκδήλωση επιθετικότητας μπορεί να είναι απόρροια της ζήλιας που νιώθει ένα παιδί για τον αδελφό του ή της επιθετικότητας που δέχεται το ίδιο από κάποιο άλλο παιδί στο σχολείο.

 

Οι λόγοι για τους οποίους το κάθε παιδί εκφράζει επιθετικότητα είναι διαφορετικοί και γι΄ αυτό απαιτούνται εξατομικευμένοι χειρισμοί. Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές η συμβουλευτική υποστήριξη ενός ειδικού. Ωστόσο, είναι πάντοτε χρήσιμο να εξηγούμε στο παιδί, αφού πρώτα ηρεμήσει, γιατί η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη και πώς τελικά αυτή η συμπεριφορά αποβαίνει εις βάρος του. Η βιωματική κοινωνική εμπειρία των παιδιών λίγες φορές επαρκεί για να τους εξασφαλίσει τη γνώση των νόμων –ρητών και άρρητων– της ανθρώπινης συνύπαρξης. Οφείλουμε λοιπόν πρώτα να οριοθετήσουμε ό,τι αρμόζει ως κοινωνική συμπεριφορά, προτού προβούμε σε ποινές για ό,τι κρίνεται ανάρμοστο.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Ατίθασα & αντιδραστικά παιδιά

Το θέμα των ορίων που πρέπει να τεθούν στη συμπεριφορά του παιδιού φαίνεται να απασχολεί σήμερα τους γονείς περισσότερο από παλιά. Αν προβληματίζεστε πώς πρέπει να το χειριστείτε, δοκιμάστε τα εξής:

 

  • Συζητήστε με το παιδί το πρόβλημα που αντιμετωπίζετε και ζητήστε του ιδέες για τη επίλυσή του. Εκτός από καλή άσκηση συμμετοχής στα κοινά της οικογένειας και υπευθυνότητας, ενδέχεται να εκπλαγείτε διαπιστώνοντας ότι κάποιες από τις λύσεις που προτείνει είναι εφικτές!

 

  • Μην βιάζεστε να αντιδράσετε με εκνευρισμό σε κάθε ‘παράλογο’ (κατά την κρίση σας) αίτημα του παιδιού. Ανιχνεύστε πρώτα τις προθέσεις και τις θέσεις του. Ο εκνευρισμός ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στην επίλυση του προβλήματος, καθώς θέτει το παιδί σε άμνα και εσάς σε αντίπαλη θέση.

 

  • Όταν αποφασίσετε να καταφύγετε στην τιμωρία έχετε υπόψη σας τα εξής:
  1. Μην μπλοφάρετε, γιατί σύντομα θα καταλήξετε να εκτοξεύετε παντός είδους μικρές και μεγάλες απειλές χωρίς κανένα νόημα. Διαλέξτε μία τιμωρία που να μπορείτε να εφαρμόσετε απαρέγκλιτα, επομένως όχι κάτι υπερβολικό.
  2. Καταστήστε από την αρχή σαφές στο παιδί ποια ακριβώς θα είναι η τιμωρία του και για ποια συμπεριφορά. Δεν φταίει σε τίποτα, εάν κάνει κάτι για το οποίο δεν έχει πληροφορηθεί ότι είναι απαγορευμένο.

 

  • Η ανταμοιβή είναι πιο αποτελεσματική από την τιμωρία στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Προσέξτε όμως να είσαστε φειδωλοί, γιατί οι πολλές ανταμοιβές χάνουν την αξία τους. Καθορίστε μαζί με το παιδί σας ένα πρόγραμμα συμβολικών ανταμοιβών, που όταν τις συλλέξει θα τις ανταλλάξει με κάτι που ζητάει. Για παράδειγμα, κάθε φορά που βουρτσίζει τα δόντια του, να παίρνει ένα αστεράκι που θα κολλήσει σε ένα πίνακα. Όταν μαζέψει λ.χ. 10 αστέρια θα μπορεί να πάρει το τάδε παιχνίδι, ή μπορεί να περιμένει μέχρι να μαζέψει 15 αστέρια για να πάτε μία εκδρομή.

 

  • Να θυμάστε πάντα ότι ο χρονικός ορίζοντας των παιδιών είναι περιορισμένος. Είτε λοιπόν πρόκειται να επιβραβεύσετε είτε να τιμωρήσετε μια πράξη τους, μην το αφήνετε για το απώτερο μέλλον, γιατί η σύνδεση συμπεριφοράς και αποτελέσματος δεν θα μπορεί να γίνει στο μυαλό του παιδιού.

 

  • Και οι δύο γονείς τηρήστε κοινή στάση και συμμετοχή τόσο στην τιμωρία όσο και στην ανταμοιβή. Σε κανένα γονιό δεν αρέσει να παίζει το ρόλο του κακού, όταν ο άλλος κάνει τα χατίρια.

 

  • Καταργήστε τα μακροσκελή ηθικοδιδακτικά κηρύγματα. Αυτοσχεδιάστε, γίνετε ευέλικτοι και εφευρετικοί. Αποφύγετε να πέσετε στην παγίδα να βρεθείτε να επαναλαμβάνετε λόγια και συμπεριφορές που κι εσείς οι ίδιοι ως παιδιά μισήσατε.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Θυμός & πείσμα στο παιδί

Ένας μεγάλος αριθμός γονέων που απευθύνονται σε ψυχολόγους προκειμένου να αντιμετωπίσουν «δύσκολες» συμπεριφορές των παιδιών τους, παραπονιέται για ιδιαίτερα βίαιες αντιδράσεις πείσματος και θυμού σε περιπτώσεις που αποφασίζεται κάτι αντίθετο προς τη θέληση του παιδιού. Όλοι μας έχουμε υπάρξει μάρτυρες παιδιών που θυμώνουν όταν κάποιος τους διακόψει το παιχνίδι, μουτρώνουν όταν δεν αποκτήσουν το αντικείμενο που θέλουν, οργίζονται όταν κάποιος τους επιβάλλει να διαβάσουν, κλαίνε εκνευρισμένα όταν πρέπει να πάνε για ύπνο.

 

Ωστόσο, τις περισσότερες από τις καθημερινές αυτές καταστάσεις δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε. Δεν γίνεται να μην κόψουμε τα νύχια του μικρού μας, παρότι γνωρίζουμε πόσο δυσάρεστο είναι αυτό για ένα παιδί. Οφείλουμε επομένως να μάθουμε στο παιδί να αντιδρά σε τέτοιου είδους μη αναστρέψιμες καταστάσεις με τρόπους κατάλληλους και όχι με ανεπιθύμητες συμπεριφορές.

 

Για να επιτευχθεί η αλλαγή στη συμπεριφορά ενός παιδιού με συχνά ξεσπάσματα πείσματος και θυμού, θα πρέπει, καταρχήν, οι γονείς να δώσουν προσοχή στον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι αντιδρούν αμέσως μετά την εκδήλωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς παρατηρούμε ότι πολλοί από τους χειρισμούς που εφαρμόζουν οι γονείς, οδηγούν πολλές φορές στην ισχυροποίηση της αντίδρασης αντί στην αποδυνάμωσή της. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να προσέξουν ποιες είναι οι συνέπειες που ακολουθούν άμεσα τις αντιδράσεις πείσματος του παιδιού και να εξετάσουν ποιες από τις συνέπειες αυτές μπορούν να λειτουργούν ως ενισχύσεις.

 

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση ενός παιδιού που θέλει να αποσπά την προσοχή των άλλων και έντονα εκδηλώνει ανεπιθύμητες συμπεριφορές θυμού. Η μητέρα του, προκειμένου να το καταπραΰνει, χρησιμοποιεί το παιχνίδι, τις παροτρύνσεις ή τις επιπλήξεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί καταφέρνει να αποσπά αυτό που θέλει, δηλαδή την προσοχή της, με συνέπεια στο μέλλον να εκδηλώνει με μεγαλύτερη συχνότητα την ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Ένας αποτελεσματικός χειρισμός αυτής της περίπτωσης θα ήταν να μη δίνεται – συστηματικά και με συνέπεια- καμία φροντίδα ή προσοχή στο παιδί όταν θυμώνει.

 

Όταν προσπαθούμε να επιτύχουμε την αποδυνάμωση μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι έχει μεγάλη σημασία η συνέπεια στη διακοπή των ενισχυτικών συνεπειών. Ακόμη και αν σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή των συγκεκριμένων χειρισμών είναι εξαιρετικά δύσκολη, θα πρέπει να επιμείνουμε, γιατί διαφορετικά μπορεί να οδηγηθούμε σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ας υποθέσουμε, ότι μια μητέρα έχει καταφέρει για αρκετό διάστημα να μην αντιδρά στις εκρήξεις θυμού του παιδιού της. Κάποια στιγμή, κάτω από την πίεση μιας επίμονης αντίδρασης με μεγάλη διάρκεια, ενδίδει και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Η αντίδραση αυτή ενδέχεται να δώσει στο παιδί το μήνυμα, ότι όταν αντιδρά βίαια και για μεγάλο διάστημα οι άλλοι το προσέχουν.

 

Έχει παρατηρηθεί, ότι όταν οι γονείς εφαρμόζουν με συνέπεια κατάλληλους χειρισμούς για να τροποποιήσουν μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, τις πρώτες μέρες διαπιστώνουν μια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς αυτής. Το γεγονός αυτό είναι αναμενόμενο και ερμηνεύεται ως αρχική αντίδραση στην έλλειψη ενισχύσεων. Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς μειώνεται στη συνέχεια δραστικά.

 

Αρκετά παιδιά στις κρίσεις θυμού ή πείσματος αντιδρούν πετώντας ή καταστρέφοντας αντικείμενα. Από την επίθεση αυτή αντλούν ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα η ίδια η ανεπιθύμητη συμπεριφορά να λειτουργεί ως ενίσχυση. Στις περιπτώσεις αυτές, αναγκαίο είναι να προβλεφθεί η καταστροφική συμπεριφορά του παιδιού. Ένας καλός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, είναι η μεταφορά του παιδιού σε κάποιον χώρο όπου δεν θα έχει τη δυνατότητα καταστροφής. Ο χώρος αυτός θα πρέπει αφενός, να μη προσφέρει δυνατότητα ενίσχυσης της συμπεριφοράς και αφετέρου, να μη προκαλεί φόβο στο παιδί. Σημαντικό είναι βέβαια να πληροφορήσουμε το παιδί, ότι αμέσως μόλις ηρεμήσει, θα μπορέσει να εγκαταλείψει το χώρο αυτό.

 

Όταν στη θέση του πείσματος και του θυμού αρχίσουν να εμφανίζονται θετικοί τρόποι συμπεριφοράς, θα πρέπει να ξεκινήσει η συστηματική ενίσχυσή τους. Με τον τρόπο αυτό, το παιδί θα μάθει να κάνει διαχωρισμό μεταξύ επιθυμητών και ανεπιθύμητων συμπεριφορών, στοιχείο απαραίτητο για την απόκτηση αυτοελέγχου.

 

Όλες οι παραπάνω προσπάθειες απαιτούν ιδιαίτερη υπομονή, σταθερότητα και συνέπεια εκ μέρους των γονέων. Αν παρά τη συστηματική εφαρμογή των διαφόρων χειρισμών, το πείσμα και ο θυμός εξακολουθούν να εκφράζονται με την ίδια ένταση, θα πρέπει να αναζητηθεί η βοήθεια ενός ειδικού. Θα διερευνηθεί έτσι πληρέστερα το ενδεχόμενο η συγκεκριμένη συμπεριφορά να εκφράζει κάποια βαθύτερη κρίση, η οποία με την κατάλληλη ψυχολογική παρέμβαση θα μπορέσει στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Δεν θέλει να πάει σχολείο…

Είναι συνηθισμένο, ένα παιδί να μην θέλει να πάει σχολείο;

 

Μεγάλο ποσοστό παιδιών ενδέχεται να εκδηλώσει, σε κάποια φάση της σχολικής ζωής, δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο ή περιστασιακή απροθυμία παρακολούθησης και συμμετοχής στις δραστηριότητές του. Μια τέτοια κατάσταση είναι συχνά προϊόν φόβου και δικαιολογημένου άγχους (: το παιδί που αλλάζει σχολείο, το παιδί που πρόκειται να γράψει διαγώνισμα και δεν έχει προετοιμαστεί επαρκώς, το παιδί που δέχτηκε πειράγματα και κοροϊδίες από συμμαθητές του) και παρέρχεται συνήθως με απλούς χειρισμούς των γονέων.

 

Ωστόσο, κάποιες φορές οι αντιδράσεις του παιδιού ξεπερνούν την απλή απροθυμία και γίνονται επίμονη άρνηση παρακολούθησης, ο φόβος για τις σχολικές δραστηριότητες έχει ένταση δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πραγματική κατάσταση που τον προκάλεσε, ενώ εκδηλώνονται ταυτόχρονα σωματικά συμπτώματα (πόνος στην κοιλιά, ζαλάδες, κ.λπ.) την ώρα της προετοιμασίας για το σχολείο, τα οποία υποχωρούν συνήθως τα Σαββατοκύριακα ή μόλις οι γονείς διαβεβαιώσουν το παιδί ότι θα παραμείνει στο σπίτι. Στις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να πρόκειται για περίπτωση σχολικής φοβίας, λιγότερο συχνή μα περισσότερο δύσκολη περίπτωση, αφού οι γονείς, επιχειρώντας μέσω διαφόρων χειρισμών – απειλές, παρακλήσεις, υποσχέσεις κ.τ.λ.- να διευθετήσουν την κατάσταση, απογοητεύονται τελικά, διαπιστώνοντας ότι όλες οι προσπάθειές τους καταλήγουν αναποτελεσματικές.

 

 

Για ποιους λόγους μπορεί ένα παιδί να φτάσει να εκδηλώσει σχολική φοβία;

 

Η σχολική φοβία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε φάση της σχολικής ζωής του παιδιού (στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν μεγάλη συχνότητα εμφάνισης στη Β΄ δημοτικού) και αφορά μια ευρύτερη δυσκολία του παιδιού στο χειρισμό αγχογόνων καταστάσεων –παιδιά με σχολική φοβία χαρακτηρίζονται συνήθως ‘συνεσταλμένα’ και ‘δειλά’, όταν βρεθούν σε άγνωστο περιβάλλον. Οι λόγοι που οδηγούν στην εκδήλωση της σχολικής φοβίας είναι πολλοί και διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση και αφορούν είτε το σπίτι είτε το σχολείο: ο φόβος αποχωρισμού από τη μητέρα, η ανησυχία μήπως πάθει κάτι κακό όσο το παιδί λείπει από το σπίτι, τα συστηματικά και έντονα πειράγματα των συμμαθητών, η αυστηρότητα του δασκάλου, η αποτυχία στα μαθήματα, αποτελούν τις συνηθέστερες γενεσιουργές αιτίες.

 

 

Πώς θα πρέπει να χειριστεί ο γονιός την άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο;

 

Η στάση των γονέων επηρεάζει την εξέλιξη της αρχικής απροθυμίας του παιδιού να πάει σχολείο, παίζει επομένως πολύ σημαντικό ρόλο. Θα πρέπει λοιπόν, γονείς και εκπαιδευτικοί:

 

  • Να αντιληφθούν ότι το παιδί δεν επιλέγει λόγω απειθαρχίας να μείνει μακριά από το σχολείο, αλλά αντιμετωπίζει ένα πραγματικό πρόβλημα που του δημιουργεί την ανάγκη αποχής από αυτό.

 

  • Να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούν στο σχολείο, ώστε να εντοπιστούν και να αποκατασταθούν οι λόγοι που προκαλούν στο παιδί αναστάτωση.

 

  • Να διαβεβαιώσουν το παιδί ότι κατανοούν τη δυσκολία του, σέβονται τα αισθήματά του και να σχεδιάσουν μαζί, ένα ‘σχέδιο’ χειρισμού της κατάστασης.

 

  • Να επιμείνουν στην εκτέλεση του σχεδίου, με συνεπή και σταθερή συμπεριφορά.

 

  • Στην περίπτωση που το παιδί παραπονιέται και για οργανικά συμπτώματα, να διερευνήσουν εάν το παιδί είναι πραγματικά άρρωστο ή προσποιείται κάτι τέτοιο, ως τέχνασμα για να αποφύγει το σχολείο.

 

  • Εάν παρ’ όλες τις προσπάθειές τους η άρνηση του παιδιού συνεχίζει, να ζητήσουν τη συμβουλευτική καθοδήγηση ενός ψυχολόγου, προκειμένου να διευθετηθεί εγκαίρως το πρόβλημα και να αποφευχθούν περαιτέρω εντάσεις στις σχέσεις γονέων-παιδιού και εκδήλωση δευτερογενών προβλημάτων που σχετίζονται με τη μειωμένη σχολική επίδοση.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα
Αρχική Επιστημονική Ομάδα Συμβουλές Επιστημονικό Έργο Επικοινωνία
Δημήτρης Μαρούσος Θεραπευτής Λόγου & Επικοινωνίας Pgdip CCS, M.Sc.SLT, EFS, ECSF-Mentor, SFBTCert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Kερασιά Μαρούσου Γλωσσολόγος – Σύμβουλος Μελέτης, Θεραπεύτρια Επικοινωνίας & Μάθησης, PGD SPLD, SFBTcert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


Εγγραφείτε για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις εκπαιδεύσεις

BOΛΟΣ
Διεύθυνση:
Σπυρίδη 2
Βόλος
2421033320
ΛΑΡΙΣΑ
Διεύθυνση:
Ηρώων Πολυτεχνείου - 28ης Οκτωβρίου (Είσοδος απο Χρ. Σμύρνης 7 - 3ος όροφος)
ΛΑΡΙΣΑ
2410231333