Ενούρηση στα παιδιά

           Μία από τις δυσκολίες της παιδικής ηλικίας, η οποία φαίνεται να ταλαιπωρεί ιδιαίτερα τόσο τα παιδιά όσο και τους γονείς τους, είναι η ενούρηση. Όταν αναφερόμαστε στην ενούρηση, εννοούμε την αδυναμία του παιδιού να αποκτήσει εκούσιο έλεγχο των σφιγκτήρων, να συγκρατεί δηλαδή τα ούρα του, μετά την ηλικία των 4 ή 5 ετών. Μέχρι την ηλικία αυτή το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών έχει επιτύχει τον έλεγχο των σφιγκτήρων. Ορισμένα παιδιά ωστόσο, εξακολουθούν να ‘βρέχονται’ τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

 

Η ενούρηση μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας. Πιο συχνό εντούτοις είναι το φαινόμενο της νυχτερινής ενούρησης, καθώς δεν ελέγχεται το αντανακλαστικό της ούρησης εξαιτίας του ύπνου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι πολλά παιδιά, ενώ έχουν κατακτήσει των έλεγχο των σφιγκτήρων για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, ξαναρχίζουν να ‘βρέχονται’ εξαιτίας κάποιων γεγονότων. Αυτό το είδος της ενούρησης ονομάζεται δευτεροπαθής προκειμένου να διαφοροποιηθεί από την ενούρηση η οποία αναφέρεται σε παιδιά που εξακολουθούν να ‘βρέχονται’ τουλάχιστον μία φορά το μήνα και μετά το 5ο έτος (πρωτοπαθής ενούρηση).

 

Έχει παρατηρηθεί, ότι τα αγόρια παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό νυχτερινής ενούρησης, σε σχέση με τα κορίτσια (2: 1), γεγονός που αποδίδεται κυρίως στο βραδύτερο ρυθμό ωρίμανσής τους. Η ενούρηση αν και εμφανίζεται σε όλους τους πολιτισμούς και τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, παρατηρείται με μεγαλύτερη συχνότητα σε οικογένειες οι οποίες αντιμετωπίζουν αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, καθώς και σε ιδρύματα όπου η εκπαίδευση σε θέματα καθαριότητας δε γίνεται με συστηματικό τρόπο.

 

Αναφορικά με την αιτιολογία της συγκεκριμένης διαταραχής, θεωρείται ότι τόσο βιολογικοί όσο και ψυχολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν και εμποδίζουν το άτομο να αποκτήσει εκούσιο έλεγχο των σφιγκτήρων του. Ο βαθμός επιρροής της καθεμίας από αυτές τις δύο κατηγορίες παραγόντων, διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Ως βιολογικοί παράγοντες συνηθέστερα αναφέρονται η κληρονομικότητα, η λειτουργία της ουροδόχου κύστης, ο βαθύς ύπνος και η δύσκολη αφύπνιση των ενουρητικών ατόμων. Οι ψυχολογικοί παράγοντες εστιάζονται κυρίως στη στάση των γονέων και σε ορισμένα στοιχεία της προσωπικότητας των ενουρητικών παιδιών. Χωρίς να θεωρούμε ότι όλοι οι γονείς των παιδιών αυτών αποτελούν μία ομοιογενή ομάδα ως προς τα χαρακτηριστικά τους, διαπιστώνουμε ορισμένα κοινά σημεία ως προς τη γενική τους συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι οι γονείς αυτοί τηρώντας είτε μία υπερπροστατευτική είτε μία τιμωρητική στάση απέναντι στα παιδιά τους, συμβάλλουν στη συνέχιση ή την πρόκληση της ενούρησης. Οι μεν πρώτοι δείχνουν μία υπερβολική ανοχή στο θέμα της διαπαιδαγώγησης του παιδιού στην καθαριότητα, ενώ οι δεύτεροι δείχνουν μία υπερβολική αυστηρότητα η οποία συνήθως δεν εφαρμόζεται με συνεπή τρόπο. Στις περιπτώσεις της δευτεροπαθούς ενούρησης τα αίτια αναζητούνται κυρίως στο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς τις περισσότερες φορές η ενούρηση ξαναρχίζει εξαιτίας της γέννησης ενός μικρότερου αδελφού είτε λόγω κάποιου άλλου γεγονότος το οποίο επιφέρει μία οικογενειακή δυσαρμονία.

 

Τα ενουρητικά παιδιά έχουν καλή πρόγνωση, αφού τα περισσότερα σταματούν να ‘βρέχονται’ μετά την ηλικία των 10 ετών. Επειδή όμως η ενούρηση συχνά δημιουργεί στα παιδιά διάφορα άλλα δευτερογενή προβλήματα, όπως αίσθηση κατωτερότητας και χαμηλή αυτοεκτίμηση, που προκύπτουν συνήθως από τις κοροϊδίες των συνομηλίκων, τις τιμωρίες των γονέων ή το φόβο της έκθεσης μπροστά στους ξένους, θα πρέπει η θεραπεία να ξεκινάει εγκαίρως.

 

Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις εστιάζονται κυρίως στη συμβουλευτική των γονέων, την ψυχολογική στήριξη του παιδιού προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το άγχος και η ενοχή του, καθώς και την εκπαίδευση σε τεχνικές που βοηθούν στον έλεγχο της ενούρησης όπως είναι η εξάσκηση της κύστης και η χρήση συσκευών αφύπνισης. Η αναζήτηση ενός ειδικού από τη στιγμή που το πρόβλημα της ενούρησης αρχίσει να απασχολεί τους γονείς ή το παιδί, είναι το πρώτο βήμα προς την αντιμετώπισή του.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Σεξουαλική Κακοποίηση

Το θέμα της κακοποίησης διαπραγματεύτηκε και περιέγραψε πρώτος ο παιδίατρος H. Kempe, το 1962. Ωστόσο, το φαινόμενο υπάρχει στην ανθρώπινη ιστορία από τα πολύ παλιά ακόμη χρόνια. Κακοποίηση συμβαίνει όταν κάποιο άτομο ή άτομα προκαλούν ή αφήνουν ηθελημένα με την απραξία τους να πάθει βλάβη η ψυχική ή/και η σωματική κατάσταση ενός παιδιού (ως «παιδί» ορίζεται κάθε άτομο που δεν έχει υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας). Έτσι, κακοποίηση δεν είναι μόνο η σεξουαλική, και μάλιστα με την έννοια της επαφής, αλλά και η χρησιμοποίηση χυδαίας γλώσσας προς το παιδί, η έκθεση του παιδιού σε μηνύματα ακατάλληλου περιεχομένου, η συνεχής υποτίμηση, η ψυχολογική τρομοκράτηση (λ.χ. απειλές ή εγκλεισμός), το ξύλο, η παραμέληση ιατρικής φροντίδας και ακόμη η μη παροχή των δυνατοτήτων σε ένα παιδί για νοητική, συναισθηματική, κοινωνική ανάπτυξη και ακαδημαϊκή εξέλιξη (λ.χ. πρόωρη διακοπή του σχολείου για οποιοδήποτε λόγο)

 

Τα άτομα τα οποία μπορεί να κακοποιήσουν ένα παιδί ενδέχεται να ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, στην ευρύτερη οικογένεια, και τέλος να εργάζονται ή να βρίσκονται στους χώρους που και το παιδί βρίσκεται καθημερινά ή συχνάζει (παιδική χαρά, σχολείο, γειτονιά, κλαμπ). Όσο πιο κοντά στο παιδί βρίσκεται το άτομο που το κακοποιεί, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αποκάλυψη του γεγονότος για τους εξής λόγους:

 

Πρώτα από όλα το ίδιο το παιδί αισθάνεται μπερδεμένο, γιατί εκτίθεται στη συμπεριφορά ενός ατόμου που υποτίθεται ότι ο ρόλος του είναι προστατευτικός. Δεύτερο, η ετοιμότητα των άλλων να δεχτούν τις αναφορές του και η δεκτικότητά τους είναι μειωμένη λόγω της δικής τους σχέσης με το θύτη. Τρίτο, γιατί το υπόλοιπο περιβάλλον των ενηλίκων (π.χ. γονείς) δεν θέλει να πληγεί από το κοινωνικό στίγμα.

 

Συνήθως ο θύτης απειλεί το παιδί ότι θα το δείρει εάν αποκαλύψει το γεγονός ή ότι απλώς δεν πρόκειται να γίνει πιστευτό και θα γελοιοποιηθεί. Επίσης, πολλοί θύτες χρησιμοποιούν αποπλανητικές τεχνικές που προκαλούν σύγχυση στο παιδί, ειδικά αν αυτό δεν είναι σίγουρο για το πού βρίσκονται τα κατάλληλα όρια.

 

Στις περιπτώσεις που το παιδί δέχεται πιέσεις από άλλα παιδιά, όπως για να αποδείξει τη γενναιότητά του με κάποια επικίνδυνη πράξη, θα πρέπει να έχει εκπαιδευτεί στο πώς θα αντισταθεί σε τέτοιου είδους πιέσεις.

 

Τα παιδιά πρέπει να μάθουν τα όρια του προσωπικού τους χώρου (και δεν εννοούμε βέβαια το δωμάτιό τους). Πρέπει να μάθουν επίσης ότι αυτά διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία (και αυτό σημαίνει ότι το ίδιο θέμα θα συζητηθεί σε διάφορες ηλικίες). Πρέπει να γνωρίσουν τα ιδιωτικά σημεία του σώματός τους (και αυτό προϋποθέτει ανοιχτή σεξουαλική αγωγή), καθώς και ποιες συμπεριφορές και αγγίγματα είναι αποδεκτά και ποια όχι. Μπορείτε για παράδειγμα να παίξετε το παιχνίδι με τις αναμενόμενες συμπεριφορές: Σε ένα πινακάκι θα απεικονίζονται με σκίτσα διάφορα πρόσωπα/ρόλοι (θείος, οδηγός ταξί, μαμά, δάσκαλος, γείτονας, άντρας σε αυτοκίνητο, παιδίατρος, κτλ). Σε ένα άλλο πινακάκι θα αναγράφονται διάφορες συμπεριφορές χαιρετισμού, σε κάθε μια από τις οποίες θα αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο χρώμα (πχ. άγγιγμα ιδιαιτέρων σημείων-κόκκινο, χάδια και χαριεντίσματα-πορτοκαλί, αγκαλιά-κίτρινο, χειραψία-πράσινο, γνέψιμο χαιρετισμού-μπλε, ματιά-σκούρο μπλε, αδιαφορία-μοβ). Το παιδί καλείται να χρωματίσει τα κουτάκια των προσώπων με τη συμπεριφορά χαιρετισμού που αποφασίζει πως αντιστοιχεί σε κάθε πρόσωπο/ρόλο.

 

Τα παιδιά σε πολλές περιπτώσεις (όπως σε οικογένειες που υπάρχει βία) αδυνατούν να μιλήσουν σε άτομα εκτός οικογένειας γιατί ντρέπονται, ή φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες, ή νιώθουν ότι πρέπει να υποστηρίζουν τις ενέργειες των γονιών, ακόμη κι αν αυτές παραβιάζουν τα όρια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα παιδιά πρέπει να έχουν μάθει (ίσως σε κάποια ειδικά μαθήματα στο σχολείο) ότι το να κρατούν πάντα μυστικά μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και να έχουν ενθαρρυνθεί να μοιράζονται στις κατάλληλες περιπτώσεις μυστικές πληροφορίες.

 

Τα παιδιά τελικά πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τις περιπτώσει στις οποίες πρέπει: να λένε «όχι», να κάνουν φασαρία, να τα «ψάλλουν» σε κάποιον ενήλικα που τα προσβάλλει, να απομακρύνονται, να τρέχουν στο πιο κοντινό ασφαλές σπίτι, κτλ. Στόχος μας είναι η όλη προσπάθεια να εστιαστεί στην πρόληψη. Όταν η κακοποίηση συμβεί, τότε τα πρόσωπα που φροντίζουν το παιδί πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό για θεραπευτική προσέγγιση.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Μαθαίνω να βολεύω

Το σπίτι μιας σύγχρονης οικογένειας με μικρά παιδιά και εργαζόμενους γονείς μοιάζει συχνά με έκθεση παιχνιδιών, η οποία υπερβαίνει συνήθως τα όρια του παιδικού δωματίου και εκτείνεται στο σαλόνι, την κουζίνα και τους λοιπούς προσβάσιμους στο παιδί χώρους. Εάν ανήκετε στους υπερβολικά τακτικούς γονείς πιθανότατα ακολουθείτε καταπόδας τα παιδιά επανατοποθετώντας καθετί στην θέση του. Εάν πάλι είστε κι εσείς αδιόρθωτα ακατάστατοι, ενδεχομένως ελάχιστα αντιλαμβάνεστε την παιδική ακαταστασία μέσα στο ευρύτερο χάος που επικρατεί στο σπίτι. Σε κάθε περίπτωση, εάν τα παιδιά σας έχουν περάσει τα 2 έτη ζωής, καλό θα είναι με την πρώτη ευκαιρία να ξεκινήσετε την «περί τάξης» εκπαίδευση. Οι μέρες των διακοπών προσφέρονται για τέτοια εγχειρήματα, καθώς υπάρχει χρόνος αλλά και διάθεση για να ξεκινήσετε και να καταφέρετε να ολοκληρώσετε τόσο φιλόδοξα σχέδια. Εάν λοιπόν το αποφασίσετε, λάβετε υπόψη σας τα εξής:

 

  • Η επιχείρηση “μαθαίνω να βολεύω” καλό να ξεκινά μεταξύ 2 και 3 ετών, ανάλογα με τη φυσική, γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. Στην ηλικία αυτή, δουλειά και παιχνίδι είναι το ίδιο για τα παιδιά, αφού εκλαμβάνουν τις δουλειές σαν διασκεδαστικές και ενδιαφέρουσες ‘αποστολές’, παρέα με τη μαμά ή τον μπαμπά, και όχι σαν αγγαρείες. Ξεκινήστε λοιπόν να βγάζετε παρέα τα ρούχα από το πλυντήριο. τα ψώνια από τις σακούλες, να ξεσκονίζετε, να τακτοποιείτε πράγματα, και άλλες (ασφαλείς για το δικό σας παιδί) δραστηριότητες που εκτός από την άμεση αποτελεσματικότητά τους, εξασφαλίζουν την συντροφιά με το παιδί και αποτελούν εκπληκτικές ευκαιρίες γλωσσικής εκπαίδευσης. Υπολογίστε απλώς περισσότερο χρόνο από τον συνηθισμένο, ακολουθώντας το ρυθμό του παιδιού και μην βιάζετε το παιδί να ανταπεξέλθει στο δικό σας χρόνο εκτέλεσης.

 

  • Κανένα παιδί δεν είναι σε θέση να οργανώσει μόνο του τα πράγματά του. Πριν λοιπόν καταπιαστείτε με το συμμάζεμα των παιχνιδιών, φροντίστε να έχετε εξασφαλίσει τους χώρους όπου θα τοποθετούνται τα παιχνίδια και οι οποίοι θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμοι από το παιδί (ράφια στο ύψος του, καλάθια, κουτιά, μπαούλα. Όλους αυτούς τους χώρους θα πρέπει να φροντίσετε να ελέγχετε τακτικά, γιατί τα παιδιά συνηθίζουν να αποθηκεύουν πολλά άχρηστα πράγματα, όπως μισοφαγωμένα μπισκότα, καραμέλες, νομίσματα, κλειδιά που μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνα, κατά περίσταση).

 

  • Για να εξασφαλίσετε τη συνεργασία του παιδιού, μην ξεκινήσετε αναφωνώντας ωρυόμενοι “έλα να τακτοποιήσουμε, επιτέλους, τα παιχνίδια σου“. Χρησιμοποιείστε αρχικά μια διατύπωση-πρόσκληση σε παιχνίδι (παρά αίτημα εργασίας), όπως “έλα να ρίξουμε τα τουβλάκια στο κουτί τους, να δούμε ποιος θα κάνει πιο γρήγορα!“. Καθοδηγήστε τη διαδικασία με οδηγίες απλές και κατανοητές (‘πάρε τα τουβλάκια που είναι πίσω σου. Ρίξ’τα τώρα στο κουτί’), τις οποίες θα εκτελείτε παράλληλα, ώστε το παιδί να βλέπει τι ακριβώς του ζητάτε.

 

  • Εξασφαλίστε το βραδινό συμμάζεμα (σε περίπτωση που δεν μπορείτε να ελέγξετε το παιχνίδι του στη διάρκεια της ημέρας). Επινοήστε ένα τελετουργικό που να το κάνει ενδιαφέρον: πχ. Το βράδυ και τα παιχνίδια είναι κουρασμένα. Βάζουμε λοιπόν τα αυτοκινητάκια για ύπνο στο γκαράζ (σε ένα κουτί), τα ζώα στο αγρόκτημα (σε ένα καλάθι) κλπ. Αν έχετε διάθεση και χρόνο, καληνυχτίστε τα με το όνομά τους (‘καληνύχτα κόκκινο αυτοκίνητο, καληνύχτα μεγάλο φορτηγό κλπ’). Εμπλουτίζετε έτσι το λεξιλόγιο του παιδιού, ενισχύετε την κατηγοριοποίηση και τις σημασιολογικές συσχετίσεις.

 

  • Να θυμάστε ότι βασικός στόχος δεν είναι απλώς να τακτοποιηθεί προς στιγμήν το δωμάτιό του, αλλά να αποκτήσει το παιδί γνώση (ώστε να ξέρει πού μπαίνει τι), αυτονομία (ώστε να μπορεί προοπτικά να βολεύει μόνο του τα παιχνίδια) και πρωτοβουλία (ώστε να μη χρειάζεται τη δική σας παρότρυνση στο μέλλον για το αυτονόητο: ‘όταν τελειώνω με ένα παιχνίδι, το βάζω στη θέση του’).

 

Αν, βέβαια, το παιδί σας δεν διαθέτει το δικό του δωμάτιο μέσα στο σπίτι, καλό θα ήταν να του εξασφαλίσετε έναν αποκλειστικά δικό του χώρο σε κάποια γωνιά, όπου όχι μόνο θα βολεύει τα παιχνίδια του, αλλά και θα δικαιούται να δημιουργεί ανενόχλητο την…… απόλυτη ακαταστασία, με τον ίδιο τρόπο που και εσείς το καταφέρνετε στο δικό σας χώρο!

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Η τηλεόραση χάλασε !

Πολλοί είναι οι γονείς που εκδηλώνουν έντονο προβληματισμό για το χρόνο που τα παιδιά αφιερώνουν στην τηλεόραση, δίχως να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον που οι ίδιοι θα ανέμεναν για άλλες πιο ‘δημιουργικές’ δραστηριότητες. Στην καλύτερη περίπτωση, τα παιδιά απομακρύνονται συνήθως από την τηλεόραση με διαπραγματεύσεις, στη χειρότερη με καβγάδες και απειλές. Εντούτοις, η τηλεόραση δεν είναι από μόνη της απειλητική και στείρα σε παιδαγωγική γνώση. Η χρήση της είναι αυτή που την κάνει να λειτουργεί ενάντια στις παιδαγωγικές αρχές. Τροποποιώντας λοιπόν την έως τώρα λάθος χρήση της τηλεόρασης έχουμε σοβαρές πιθανότητες να μετατρέψουμε «το κουτί των…δαιμόνων», την ξελογιάστρα των παιδιών μας σε μια πολύτιμη πηγή μαθησιακής εμπειρίας, μια ανεξάντλητη πηγή γνώσης.

 

Για τα πολύ μικρά παιδιά η τηλεόραση μπορεί να τραπεί σε ένα σημαντικό βοηθητικό παράγοντα στην δύσκολη πορεία ανάπτυξης του λόγου. Αυτό όμως δεν είναι φυσικά δυνατό αν η τηλεόραση χρησιμοποιείται ως μια βολική και αδιαμαρτύρητη ‘νταντά’ χαμηλού κόστους. Δεν είναι αυτό δυνατό αν το παιδί παθητικά παρακολουθεί ότι του σερβίρεται ώρες ατελείωτες, όντας σε υποτονική σχεδόν κατάσταση, σε μια κατάσταση απάθειας και αποχαύνωσης (κατάσταση…‘νιρβάνα’).

 

Υπάρχουν, μη σας φαίνεται παράξενο, άριστα προγράμματα για τα παιδιά μας. Ίσως να μην είναι πολλά αλλά είναι σίγουρα αρκετά. Βοηθήστε τα παιδιά να γίνουν τα ίδια συμμέτοχοι των παιδικών εκπομπών από το σπίτι τους, να μπουν στο πετσί των εκπομπών αυτών και να διασκεδάσουν με τις διάφορες δραστηριότητες. Για παράδειγμα όταν τραγουδιούνται τραγούδια ενθαρρύνετε το παιδί που παρακολουθεί από το σπίτι να τραγουδήσει κι αυτό μαζί με τα πρόσωπα της εκπομπής. Όταν ερωτηθεί κάποια ερώτηση, μαντέψτε την απάντηση και συζητήστε γύρω απ’ αυτήν. Όταν παρουσιάζονται κάποια γράμματα της αλφαβήτου στο γυαλί, βοηθήστε το παιδί να τα ονομάσει και να ψάξει λέξεις που ξεκινούν με αυτά. .

 

Πέρα από τις παιδικές όμως εκπομπές υπάρχουν κι άλλες που ίσως γοητεύουν τους μικρούς μας φίλους. Απολαύστε τες αλλά ποτέ σιωπηλά. Αγκαλιάστε το μικρό παιδί και περιγράψτε μαζί του χρώματα (κόκκινο, κίτρινο), σχήματα (τρίγωνο, κύκλος), εικονιζόμενα συμβάντα και αντικείμενα.

 

Με τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά τολμήστε περιγραφές και περιλήψεις: Για παράδειγμα, ζητήστε του να σας πει τι έγινε σήμερα στην αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά. Εκεί βοηθήστε το παιδί να χρησιμοποιήσει λέξεις που δηλώνουν χρόνο (π.χ. την προηγούμενη μέρα, την επόμενη μέρα) χώρο (π.χ. μέσα, έξω, πάνω), τρόπο (γρήγορα, αργά, δυνατά, ήσυχα), αφηρημένες λέξεις και καλή, σύνθετη σύνταξη.

 

Με τον έφηβο είστε έτοιμοι πλέον να συζητήσετε τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, τις ενέργειές τους, τα αίτια και τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς τους. Αναφερθείτε στην υπόθεση κάποιας ταινίας καθώς και σε περιθώρια βελτίωσης αυτής (όλοι μπορούμε να γίνουμε για λίγο σεναριογράφοι).

 

Η τηλεόραση όταν χρησιμοποιείται κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργεί άριστες ευκαιρίες για σχολιασμό αντί να καθηλώνει το παιδί. Παρ’ όλα αυτά ο χρόνος μπροστά στην τηλεόραση δεν θα πρέπει να είναι αλόγιστος και θα πρέπει να ελέγχεται όπως άλλωστε και η ποιότητα των προγραμμάτων που το παιδί παρακολουθεί. Το ‘κονσερβοκούτι’ γίνεται τότε ένα ‘παράθυρο’ προς τον έξω κόσμο ή μια είσοδος υποδοχής του έξω κόσμου στο μικρό μας σπίτι. Μέσα από αυτή το άπειρο ακόμα παιδί πλουτίζει την γνώση και την εμπειρία του. Συγχρόνως η τηλεόραση αποκτά ρόλο ενεργό στην ανάπτυξη του λόγου και των γνωστικών ικανοτήτων αντί να ζαλίζει και να νυστάζει παιδικά μυαλά.

 

Προσπαθήστε να μην εκνευρίζεστε λοιπόν και να εμπλέκεστε σε άσκοπες διενέξεις με το παιδί. Ξεκινώντας από σήμερα κιόλας, θέστε το θέμα σε νέα βάση: γίνετε εμπνευσμένος συν-τηλεθεατής, οριοθετώντας τη χρήση της τηλεόρασης.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Δυσκολία στον ύπνο

Στην καθημερινή ζωή, οι γονείς συχνά εκφράζουν παράπονα που σχετίζονται με τον ύπνο των παιδιών τους. Τα παράπονα που ακούγονται συνήθως αναφέρονται στη δυσκολία του παιδιού να πάει το βράδυ στο κρεβάτι του, στις λίγες ώρες ύπνου, στους νυχτερινούς εφιάλτες, τη νυχτερινή ενούρηση και την υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας. Από την άλλη μεριά όμως, παρατηρούμε ότι τα προβλήματα αυτά τείνουν να ελαχιστοποιούνται και να μην αντιμετωπίζονται, καθώς υπάρχει η αντίληψη ότι οι διαταραχές ύπνου είναι προσωρινές και ξεπερνιούνται μόνες τους. Η στάση αυτή των γονέων ενισχύεται συνήθως και από τα ίδια τα παιδιά, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε σχέση με τον ύπνο.

 

Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, η έλλειψη επαρκούς ύπνου για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου όσο και στην ψυχική του ηρεμία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στα παιδιά, οι διαταραχές αυτές φαίνεται ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να επηρεάσουν τόσο την κοινωνική και συναισθηματική τους εξέλιξη όσο και τη σχολική τους επίδοση. Προκειμένου λοιπόν να προληφθούν δευτερογενή προβλήματα, είναι σκόπιμη μία προσεκτική διαγνωστική αξιολόγηση του παιδιού, κατά την οποία θα προσδιοριστεί ο βαθμός της σοβαρότητας της συγκεκριμένης διαταραχής.

 

Αν για παράδειγμα το πρόβλημα είναι η αϋπνία, θα πρέπει να διερευνηθεί ποιοι παράγοντες-ιατρικοί, κοινωνικοί ή ψυχολογικοί- προκαλούν τη συγκεκριμένη διαταραχή, αν πρόκειται για μια μεταβατική ή περιστασιακή αϋπνία, καθώς και αν είναι πρωτογενής ή απόρροια άλλων διαταραχών όπως είναι το άγχος ή η κατάθλιψη. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η διαγνωστική εκτίμηση, ο ειδικός θα πρέπει να αξιολογήσει μια σειρά από παράγοντες όπως είναι η παιδιατρική εξέταση (που θα αποκλείσει ή θα προσδιορίσει τυχόν οργανική αιτιολογία), οι ιεροτελεστίες που ακολουθούνται την ώρα του ύπνου, οι ανησυχίες, οι φόβοι και τα προβλήματα που απασχολούν το παιδί τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι, η στάση των γονέων απέναντι στο πρόβλημα καθώς και οι περιβαλλοντικές συνθήκες. Στη συνέχεια θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης το οποίο θα διαφοροποιηθεί ανάλογα με το είδος και το βαθμό της σοβαρότητας του προβλήματος.

 

Στα προγράμματα αυτά σημαντική είναι και η συμβολή των γονέων, οι οποίοι εκπαιδεύονται στην εφαρμογή απλών χειρισμών, μέσω των οποίων τις περισσότερες φορές καταφέρνουν να χειριστούν με επιτυχία το πρόβλημα. Αυτοί οι χειρισμοί ως επί τo πλείστον αφορούν στην υγιεινή και τις συνήθειες του ύπνου καθώς και στις αντιδράσεις των γονέων απέναντι στο πρόβλημα του παιδιού. Όταν αναφερόμαστε στην υγιεινή του ύπνου επικεντρωνόμαστε συνήθως σε παράγοντες όπως είναι ο θόρυβος, η θερμοκρασία, η σωματική άσκηση, οι ώρες και το είδος διατροφής, οι οποίοι μπορούν να διαταράξουν τον ήρεμο ύπνο.

 

Ένα πρόγραμμα αποκατάστασης θα πρέπει επίσης να εκτιμά τις ιδιαίτερες ανάγκες και τους ρυθμούς του συγκεκριμένου παιδιού, παράγοντες για τους οποίους οι γονείς πολλές φορές αδιαφορούν, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ένα άκαμπτο πρόγραμμα ύπνου που συχνά επιφέρει διάφορα προβλήματα, όπως υπερκινητικότητα και εκνευρισμό. Για παράδειγμα, το παιδί που μόλις έχει επιστρέψει από ένα παιδικό πάρτι, πιθανά να βρίσκεται ακόμη σε υπερδιέγερση και να χρειάζεται κάποιο χρόνο για να χαλαρώσει πριν πέσει στο κρεβάτι.

 

Η στάση των μελών της οικογένειας μπορεί επίσης να ενισχύσει ή να βοηθήσει στην επίλυση των διαφόρων διαταραχών. Για παράδειγμα, ο φόβος για το σκοτάδι που μπορεί να νιώθει ένα παιδί, είτε γιατί έχει προϋπάρξει μια σύνδεση του σκοτεινού δωματίου με μια δυσάρεστη κατάσταση, είτε γιατί άκουσε από τους συνομήλικούς του διάφορες τρομακτικές ιστορίες που σχετίζονται με αυτό, μπορεί να ξεπεραστεί όταν, αντί να επιβάλουμε τιμωρίες, διδάξουμε στο παιδί τεχνικές που θα το βοηθήσουν να νιώσει ότι μπορεί να ελέγξει μόνο του τη φοβική κατάσταση.

 

Καθώς λοιπόν η ποιότητα του ύπνου έχει σημαντική επίπτωση στην ενεργητικότητα, την απόδοση, την καθημερινή λειτουργία και τη γενικότερη ευημερία του ατόμου, θα πρέπει να μην υποτιμάται αλλά αντίθετα να επιδιώκεται και να αντιμετωπίζεται άμεσα όταν διαπιστώνονται διαταραχές.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Αδέλφια μαλώνουν, γονείς διαιτητές

Γιατί μαλώνουν τα αδέλφια;

 

Όλα τα αδέλφια καβγαδίζουν κάποιες φορές, για τους ίδιους λόγους που καβγαδίζουν και οι μεγάλοι: θέλουν να γίνει το δικό τους εκείνη ακριβώς τη στιγμή και θυμώνουν εάν δεν αποκτήσουν ό,τι ζητούν, βλέπουν μόνο το δικό τους δίκιο δίχως να συμμερίζονται τη θέση του ‘αντιπάλου’, επιδιώκουν να προσελκύσουν την προσοχή, είναι κουρασμένα, νυσταγμένα, εκνευρισμένα ή θυμωμένα για άλλο λόγο και ξεσπούν. Συνηθέστερα τσακώνονται τα αδέλφια που έχουν μικρή διαφορά ηλικίας, ή είναι του ίδιου φύλου, οπότε έχουν παρόμοιες ανάγκες, δικαιώματα, υποχρεώσεις, άρα περισσότερα για να μοιραστούν, να συγκρίνουν, να διεκδικήσουν και να ανταγωνιστούν.

 

 

Πρέπει ο γονιός να παρεμβαίνει την ώρα του καβγά;

 

Αρχικά, καλό είναι τα παιδιά να έχουν την ευκαιρία να διαχειριστούν μόνα τους την κρίση και να επιλύσουν τις διαφορές τους. Ωστόσο, όταν η ένταση του καβγά δυναμώνει και η κατάσταση εξελίσσεται έκρυθμα, απαιτείται συχνά η παρέμβαση του γονέα για να ‘πέσουν οι τόνοι’ και να εξασφαλιστεί η διαχείριση του εν λόγω προβλήματος με πιο ήρεμο τρόπο. Να θυμάστε ότι η ώρα του καβγά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για συμβουλές, μην επιχειρήσετε λοιπόν τότε να τους διδάξετε τρόπους καλής συμπεριφοράς – αυτό μπορεί να γίνει σε μια ήρεμη συζήτηση, αργότερα, όταν θα έχει εκλείψει η αφορμή της διαμάχης. Εάν είναι απαραίτητο, χωρίστε τα παιδιά για λίγο απομακρύνοντάς τα σε διαφορετικούς χώρους και ζητήστε τους να επιστρέψουν στο ‘πεδίο της μάχης’ έχοντας σκεφτεί κάποιον καλύτερο τρόπο γα να διεκδικήσουν ό,τι θέλει το καθένα. Ενθαρρύνετε τις αμοιβαίες μικροπαραχωρήσεις που κατευνάζουν τα πνεύματα και φροντίστε να είστε αντικειμενικοί: αποφύγετε την παγίδα του να υποστηρίζετε σε κάθε καβγά τον πιο αδύναμο, ασχέτως του αν έχει δίκιο.

 

 

Υπάρχει τρόπος να περιοριστούν οι καβγάδες;

 

Πολύ σημαντικό είναι οι γονείς να ενισχύουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών, σεβόμενοι την προσωπικότητα και τη διαφορέτικότητά τους και αποφεύγοντας τις συγκρίσεις συμπεριφορών και επιδόσεων που υποδαυλίζουν την αντιζηλία και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Προκειμένου να βοηθήσετε να εξομαλυνθούν οι τεταμένες σχέσεις των παιδιών σας και να περιοριστούν οι καβγάδες τους, λάβετε υπόψη σας και τα εξής:

 

  • βοηθήστε τα παιδιά να μάθουν να ‘μπαίνουν στη θέση του άλλου’ (ο εγωκεντρισμός της ηλικίας το κάνει πολύ δύσκολο!) ώστε να καταλαβαίνουν τις προθέσεις και να σέβονται τα συναισθήματά του.

 

  • αποδεχτείτε τα συναισθήματά τους όσο αρνητικά κι αν είναι (θυμός, απογοήτευση, ζήλια κ.ά.) για να μπορέσουν να τα αποδεχτούν και τα ίδια χωρίς ενοχή. Δείξτε τους (όχι μόνο με τη θεωρία αλλά και με τη δική σας πράξη) αποδεκτούς τρόπους έκφρασης των συναισθημάτων αυτών. Το παιδί πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι κακό που ζηλεύει, κακός είναι ενδεχομένως ο τρόπος με τον οποίο εξωτερικεύει τη ζήλια του.

 

  • επιβραβεύστε και τις θετικές συμπεριφορές (μπράβο που μοιράζεστε τα παιχνίδια σας!), μην εστιάζετε μόνο στις κακές. Να θυμάστε ότι οι συμπεριφορές, καλές ή κακές, που αγνοούν ή δεν παρατηρούν οι γονείς σταδιακά περιορίζονται.

 

  • δώστε απλές, συγκεκριμένες, σαφείς οδηγίες για το τι περιμένετε από αυτούς (ποιες είναι αποδεκτές συμπεριφορές και ποιες όχι). Μην λέτε: ‘παίξτε όμορφα’. Πείτε: ‘παίξτε χωρίς να φωνάζετε, μοιραστείτε τα παιχνίδια σας, μην σπρώχνετε, μην πετάτε πράγματα ο ένας στον άλλον, μην τραβάτε το παιχνίδι όταν παίζει ο άλλος με αυτό’.

 

  • σχεδιάστε εκ των προτέρων, ενημερώστε τα παιδιά και φανείτε συνεπείς τηρώντας τις πιθανές συνέπειες/τιμωρίες μιας μη αποδεκτής συμπεριφοράς, όπως τις έχετε ορίσει εν γνώσει των παιδιών.

 

  • επαινέστε ή επιπλήξτε συμπεριφορές, όχι το ίδιο το παιδί. Μη λέτε ‘δεν είσαι καλό παιδί’. Πείτε αντ’ αυτού ‘δεν είναι καλό αυτό που έκανες’.

 

  • εάν ωστόσο τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχό σας, θα βοηθούσε ίσως η συμβουλευτική υποστήριξη ενός ψυχολόγου.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

H ζήλια του μεγάλου παιδιού

Είναι αναμενόμενη η ζήλια του μεγαλύτερου προς το μικρότερο αδελφάκι;

 

Για ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό παιδιών, η ζήλια για το μικρότερο αδελφάκι είναι κάτι το φυσιολογικό, καθώς δηλώνει μια κατάκτηση στην ανάπτυξη του παιδιού, που καταδεικνύει την ικανότητά του να αγαπήσει. Επιπλέον, το παιδί που δείχνει τη ζήλια του και την ονοματίζει, δίνει την ευκαιρία στο γονιό να θέσει ως θέμα τη ζήλια και να τη συζητήσει με το παιδί, γεγονός που βοηθά στις περισσότερες των περιπτώσεων.

 

Ωστόσο, κάποιες φορές η ζήλια συνιστά πρόβλημα για το οποίο πρέπει οι γονείς να αναζητήσουν τη βοήθεια ενός ψυχολόγου. Και αυτό εξαρτάται τόσο από την ένταση του συναισθήματος όσο και από την ηλικία του παιδιού που εκδηλώνει το συναίσθημα.

 

 

Από ποια ηλικία ζηλεύουν τα παιδιά;

 

Ενδείξεις ζήλιας ή φθόνου για το νεογέννητο αδελφάκι αρχίζουν να ανιχνεύονται από την ηλικία των 15 περίπου μηνών. Πριν από αυτή την ηλικία η ζήλια εκδηλώνεται περιστασιακά, καθώς το παιδί δεν είναι ακόμη αρκετά ώριμο για να εκφράσει το συναίσθημα αυτό.

 

 

Τι ακριβώς ζηλεύει το παιδί;

 

Αρχικά η ζήλια αφορά τη σχέση με τη μητέρα, την οποία το παιδί νιώθει να διαταράσσεται ή να απειλείται. Στη συνέχεια, το συναίσθημα διευρύνεται και εμπλέκει και τη σχέση με τον πατέρα. Οι πρωιμότερες εκδηλώσεις ζήλιας επικεντρώνονται γύρω από τη διαδικασία της λήψης τροφής: το μεγαλύτερο παιδί επιζητά την αγκαλιά της μητέρας την ώρα που εκείνη πρέπει να ταΐσει το μωρό ή παλινδρομεί και απαιτεί τη λήψη τροφής από το μπιμπερό, συνήθεια την οποία είχε ήδη ξεπεράσει.

 

Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, το παιδί συνειδητοποιεί ότι η μητέρα είναι ξεχωριστό πρόσωπο από το ίδιο και ότι υπάρχουν και άλλες μητέρες εκτός από τη δική του. Αρχίζει τότε να τη θεωρεί ιδιοκτησία του. Εάν το παιδί βρίσκεται σε αυτό το στάδιο της συναισθηματικής ανάπτυξης όταν γεννηθεί το μικρότερο αδελφάκι, επιχειρεί να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία του: «Η μαμά είναι δική μου και δεν σου τη δίνω». Με τον καιρό αρχίζει να συνειδητοποιεί, ότι η μητέρα του μπορεί να ανήκει και σε κάποιον άλλον. Και, καθώς το μικρότερο παιδί έχει περισσότερο την ανάγκη της μητέρας, το μεγάλο παιδί που είχε και εξακολουθεί να θέλει την αποκλειστικότητά της, αισθάνεται να τη μοιράζεται άνισα ή να τη στερείται εντελώς. Στο σημείο αυτό αρχίζει να νιώθει ζήλια και απειλεί οτιδήποτε νέο εμφανίζεται για να διεκδικήσει την προσοχή της μητέρας, πόσο μάλλον ένα νέο απαιτητικότατο μωρό.

 

 

Πώς μπορούμε να προλάβουμε τις εκδηλώσεις ζήλιας προς το νεογέννητο;

 

Παρόλο που η ζήλια για το νεογέννητο αδελφάκι είναι μία υγιής, φυσιολογική κατάσταση για αρκετά παιδιά, καλό θα ήταν να χειριστείτε το θέμα του νεοφερμένου στην οικογένειά σας με τρόπο που να ενισχύει και τη συναισθηματική ισορροπία του μεγάλου παιδιού. Ήδη από τη φάση της εγκυμοσύνης, προετοιμαστείτε μαζί για την αλλαγή που θα συμβεί στο σπίτι σας και τη ζωή σας. Είτε με λογικές εξηγήσεις, εάν το παιδί είναι σε θέση να κατανοήσει το λόγο, είτε με ιστορίες και εικονογραφημένα παραμύθια, αν το παιδί είναι πολύ μικρό, οφείλετε να ενημερώσετε το παιδί σας και όχι, αντ’αυτού, να πλέξετε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από το θέμα, προκειμένου να μην το πληγώσετε. Το παιδί, αν δεν γνωρίζει ήδη, σύντομα θα μάθει και εσείς τότε θα έχετε εκτεθεί.

Το μεγαλύτερο παιδί που έχει δεχθεί απεριόριστα το μητρικό ενδιαφέρον και έχει συσσωρεύσει ευχάριστες εμπειρίες, είναι βέβαια πιθανό να μην εκδηλώσει κανένα συναίσθημα ζήλιας με τον ερχομό του νεογέννητου. Ενδέχεται όχι μόνο να ‘επιτρέψει’ αλλά και να βοηθήσει τη μητέρα να περιποιηθεί το μωρό. Άλλωστε, πολλά είναι τα παιδιά που ταυτίζονται με τη μητέρα σε τέτοιες περιπτώσεις: μπαίνοντας στη θέση της, από τη μια μεριά φαντάζονται τον εαυτό τους σε αυτό το ρόλο και από την άλλη, της δίνουν την ελευθερία να εκφράσει φανερά τη φροντίδα της προς το νέο μέλος. Μια τέτοια στάση διαφυλάσσει τις ισορροπίες, ισχυροποιώντας και το ρόλο των μεγαλύτερων παιδιών, που αισθάνονται, ότι όλα τούτα συμβαίνουν επειδή τα ίδια το επέτρεψαν !

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Επίμονα ψέματα

Τι είδους ψέματα λένε συνήθως τα παιδιά;

 

Ένα παιδί, στην προσπάθειά του να καλύψει τη ζημιά που δεν έπρεπε να κάνει, επιμένει ότι η αδελφή του ευθύνεται για το ποτήρι που έσπασε.

 

Ένα άλλο, θέλοντας να εντυπωσιάσει τους φίλους του, περιγράφει με απίστευτες λεπτομέρειες το καινούριο αυτοκίνητο που υποτίθεται ότι αγόρασαν.

 

Και ένα άλλο σηκώνει το τηλέφωνο και κάνει φανταστικές συνομιλίες με τη γιαγιά, τις οποίες στη συνέχεια αφηγείται σε όλη την οικογένεια.

 

Και στις τρεις περιπτώσεις τα παιδιά εν γνώσει τους ψεύδονται. Οι λόγοι όμως που τα οδηγούν στην εκδήλωση αυτής της συμπεριφοράς είναι, προφανώς, διαφορετικοί.

 

Και βέβαια δεν πρέπει να συγχέουμε τα πραγματικά, επίμονα ψέματα με τις περιστασιακές υπερβολές που κάποια παιδιά χρησιμοποιούν σε διάφορες φάσεις ανάπτυξής τους και οι οποίες είναι απολύτως φυσιολογικές σε ορισμένα εξελικτικά στάδια.

 

 

Για ποιο λόγο ενδέχεται να πει ψέματα ένα παιδί;

 

Άλλοτε, τα παιδιά, γνωρίζοντας ότι θα υποστούν αυστηρές συνέπειες για τις «ανεπιθύμητες» πράξεις τους, καταφεύγουν στο ψέμα για να αποφύγουν την «τιμωρία».

 

Άλλοτε, νιώθοντας μειονεκτικά σε σχέση με τους συνομηλίκους του και έχοντας χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, χρησιμοποιούν το ψέμα προκειμένου να κερδίσουν την αποδοχή τους.

 

Άλλοτε, εκτιμώντας ότι οι γονείς τους έχουν υψηλές προσδοκίες στις οποίες τα ίδια δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν, λένε ψέματα για να τους ευχαριστήσουν.

 

Άλλοτε, στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, υποδύονται ρόλους χρησιμοποιώντας την έτσι κι αλλιώς ζωηρή φαντασία τους, προκειμένου να εξερευνήσουν σχέσεις και καταστάσεις.

 

 

Υπάρχουν παιδιά που δεν λένε ψέματα;

 

Στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας όπου κυριαρχεί το συμβολικό παιχνίδι και η δημιουργική φαντασία, όλα τα παιδιά λένε ψέματα. Δοκιμάζουν με τον τρόπο αυτό τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, γεγονός καθ’όλα φυσιολογικό και αναμενόμενο για τη δεδομένη φάση ανάπτυξης του παιδιού.

 

Μεγαλώνοντας ωστόσο, τα παιδιά που διαβιούν σε ασφαλή περιβάλλοντα, δέχονται τη γονεϊκή στοργή, ενθαρρύνονται να δράσουν αυτόβουλα και βιώνουν επιτυχίες για μικρούς και μεγαλύτερους στόχους που επιτυγχάνουν συνήθως δεν αισθάνονται την ανάγκητην ανάγκη να πούνε ψέματα.

 

 

Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς, εφόσον διαπιστώσουν ότι το παιδί λέει επίμονα ψέματα;

 

Καταρχήν θα πρέπει να βεβαιωθούν και όχι απλώς να υποψιάζονται ότι το παιδί λέει ψέματα. Και εάν κάτι τέτοιο όντως ισχύει, οφείλουν

 

  • να διερευνήσουν ποια ανάγκη καλύπτει το παιδί μέσα από το ψέμα

 

  • να αναλογιστούν κατά πόσο οι ίδιοι έχουν μέρος της ευθύνης είτε λόγω υπερβολικών απαιτήσεων που προβάλλουν στο παιδί, είτε λόγω της αδυναμίας κατανόησης των αναγκών του, γεγονός που προκαλεί ρήξη στη σχέση τους. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί αντιδρά απορρίπτοντας τα πρότυπα συμπεριφοράς που προβάλλουν οι γονείς του και το ψέμα μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις μορφές αυτής της αποκήρυξης.

 

  • να αναρωτηθεί παράλληλα, πόσο ξεκάθαρα ή περίπλοκα θέτει τους κανόνες και τα όρια στο παιδί

 

  • και τέλος να σκεφτεί κατά πόσο οι συνέπειες φαντάζουν ιδιαίτερα απειλητικές στα μάτια του.

 

Εάν διαπιστώσουν ότι παρά τις προσπάθειές τους, η σχέση τους με το παιδί παραμένει δυσλειτουργική και το παιδί εξακολουθεί να ψεύδεται με την ίδια εμμονή, η ανάγκη της εμπλοκής του ειδικού είναι υπαρκτή, καθώς κάποιοι βαθύτεροι λόγοι οδηγούν το παιδί στην ανάπτυξη αυτής της στρατηγικής, προκειμένου να αντιμετωπίσει καταστάσεις που βιώνει στην καθημερινή του πραγματικότητα.

 

Ο ειδικός θα κάνει μία διεξοδική εκτίμηση της συναισθηματικής κατάστασης του παιδιού, προκειμένου να ανιχνεύσει τα αίτια που γεννούν στο παιδί την ανάγκη του ψέματος. Έχοντας έτσι το συναισθηματικό προφίλ του παιδιού θα είναι σε θέση να προσανατολίσει τους γονείς σε λειτουργικούς τρόπους χειρισμού των προβληματικών καταστάσεων, όποτε αυτές δημιουργούνται, αλλά και πρόληψης αυτών.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Υπερπροστασία παιδιών

Ποιοι γονείς χαρακτηρίζονται υπερπροστατευτικοί;

 

Υπερπροστατευτικοί είναι οι γονείς που έχουν την τάση να προσφέρουν υπερβολική προστασία στο παιδί: αυτοί που ανησυχούν υπέρμετρα για την υγεία του, θέτουν συνεχώς υπό παρατήρηση τη συμπεριφορά του, σκέφτονται και αποφασίζουν για λογαριασμό του, αποθαρρύνουν, με δυο λόγια, την ανάληψη πρωτοβουλιών από το ίδιο.

 

 

Βοηθά ή όχι η υπερπροστατευτική συμπεριφορά του γονέα;

 

Η συμπεριφορά του υπερπροστατευτικού γονέα έχει άλλοτε κυριαρχικό και άλλοτε υποτακτικό χαρακτήρα : Από τη μια, εμποδίζει το παιδί να αποφασίσει και να ενεργήσει αυτόνομα, υποτάσσοντας το παιδί στις δικές του προσδοκίες και, από την άλλη, ως αντάλλαγμα, επιδεικνύει υπερβολική ανεκτικότητα σε κάθε ιδιοτροπία του παιδιού, εκπληρώνοντάς του κάθε επιθυμία.

 

Ένας τέτοιος συνδυασμός καταπίεσης και υποχωρητικότητας οδηγεί το παιδί στην έκφραση ενός συναισθήματος φόβου και αβεβαιότητας προς κάθε καινούρια εμπειρία, γεγονός που αναστέλλει τη φυσική του τάση για εξερεύνηση του κόσμου που το περιβάλλει και, επομένως, την ομαλή πορεία του προς την ωρίμανση.

 

 

Πώς μπορεί να επηρεάσει μια τέτοια συμπεριφορά το παιδί;

 

Ως επί το πλείστον, οι υπερπροστατευτικοί γονείς δημιουργούν υπερεξαρτημένα παιδιά, τα οποία εκδηλώνουν συνήθως τυπικές αντιδράσεις, όπως

 

  • Αναζητούν τη βοήθεια των «μεγάλων» για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη προσπάθεια, ακόμη δηλαδή και όταν αυτό που του ζητείται εμπίπτει στα όρια των δικών του δυνατοτήτων.

 

  • Επιδιώκουν τη σωματική επαφή ή εγγύτητα με τους «μεγάλους», θέλουν δηλαδή να βρίσκονται διαρκώς κοντά τους, συχνά δε, να κάθονται στην αγκαλιά τους. Προφασίζονται διάφορες δικαιολογίες για να μείνουν μαζί τους και δημιουργούν ένταση όταν πρέπει να πάνε στο σχολείο ή όταν πρέπει, για κάποιο λόγο, να αποχωριστούν τους γονείς τους.

 

  • Επιζητούν την επιδοκιμασία και επιβεβαίωση από τους άλλους, εφόσον σε προσωπικό επίπεδο νιώθουν ανασφαλή. Θέλουν και διεκδικούν επίμονα την προσοχή των ενηλίκων στραμμένη αποκλειστικά επάνω τους, όποτε μιλούν, παίζουν ή ασχολούνται με κάτι.

 

Βέβαια, προκειμένου να χαρακτηρίσουμε τις παραπάνω συμπεριφορές ως φυσιολογικές ή προβληματικές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ηλικία στην οποία βρίσκεται το παιδί που τις εκδηλώνει. Η ανεξαρτητοποίηση του παιδιού προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί η δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού με τη μητέρα και έχει διέλθει η φάση προσκόλλησης του παιδιού σε αυτή.

 

 

Από ποια ηλικία είναι ανησυχητικές συμπεριφορές εξάρτησης του παιδιού;

 

Η εκδήλωση των παραπάνω συμπεριφορών θεωρείται -και είναι- απολύτως φυσιολογική από τον 7ο μήνα της ζωής του παιδιού. Τότε το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει μια ισχυρή συναισθηματική σχέση με τη μητέρα, η οποία κορυφώνεται γύρω στον 18ο μήνα, οπότε και σταδιακά υποχωρεί.

 

Στην ηλικία των 3 ετών, τα περισσότερα παιδιά μπορούν (και πρέπει να μπορούν) να αποχωριστούν τη μητέρα τους για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να εκδηλώσουν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.

 

Ενώ δηλαδή η εξάρτηση από τη μητέρα κρίνεται απαραίτητη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, θα πρέπει να μας προβληματίζει όταν εξακολουθεί να εκφράζεται με ακραία μορφή σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς είναι δυνατό να εμποδίσει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και να προκαλέσει ποικίλα δευτερογενή προβλήματα (όπως, για παράδειγμα, σχολική φοβία).

 

 

Πού πρέπει να αναζητήσει κανείς βοήθεια, γα να βοηθήσει το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί;

 

Εφόσον ο γονιός αρχίσει να προβληματίζεται για τις αντιδράσεις του παιδιού, καλό θα ήταν να ζητήσει τη συμβουλευτική υποστήριξη κάποιου ψυχολόγου, με του οποίου τη βοήθεια θα μπορέσει να τροποποιήσει αρχικά τη δική του συμπεριφορά, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να ενισχύσει και το ίδιο το παιδί να αυτονομηθεί.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Μπορεί ένα παιδί να έχει κατάθλιψη;

Ένα παιδί φαίνεται να είναι θλιμμένο, κάποιο άλλο δεν δείχνει ενδιαφέρον για καμία δραστηριότητα, ένα άλλο εκδηλώνει ανία και απάθεια. Η έκφραση τέτοιων συμπεριφορών προβληματίζει ορισμένες φορές τους γονείς, καθώς αναρωτιούνται αν πρόκειται για ένα απλό ξέσπασμα δυσφορίας ή για ένα κλινικό σύνδρομο, όπως είναι η κατάθλιψη.

 

Ο καθορισμός σαφών κριτηρίων για τη διάγνωση της κατάθλιψης στην παιδική ηλικία εμποδίζεται, καθώς το παιδί, συγκριτικά με τον ενήλικα, έχει μεγάλες δυσκολίες στο να αντιληφθεί τη δυσφορική του διάθεση και να την εκφράσει λεκτικά. Παρόλα αυτά, είναι κοινά αποδεκτό ότι η κατάθλιψη προκαλείται από μία πραγματική ή συμβολική απώλεια που, ανάλογα με τη μορφή της, διακρίνεται στην κατάθλιψη σαν σύμπτωμα, την κατάθλιψη σαν σύνδρομο και την κατάθλιψη σαν πάθηση:

 

  • Όλοι οι άνθρωποι και σε όλες τις ηλικίες – ακόμη και στη νηπιακή- μπορεί να περάσουν μια περίοδο κατά την οποία νιώθουν θλίψη και απελπισία. Τα συναισθήματα αυτά εμφανίζονται κυρίως εξαιτίας κάποιου ναρκισσιστικού πλήγματος, απώλειας ή απογοήτευσης που βίωσε το άτομο. Στην περίπτωση αυτή, και όταν η δυσφορία δεν συνοδεύεται από άλλου τύπου αντιδράσεις, κάνουμε λόγο για την κατάθλιψη ως σύμπτωμα.

 

  • Το καταθλιπτικό σύνδρομο, σε αντίθεση με την κατάθλιψη ως σύμπτωμα, συνοδεύεται και από άλλες αντιδράσεις όπως, η έλλειψη ενδιαφέροντος για διάφορες δραστηριότητες, το αίσθημα της κούρασης και η δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής. Το σύνδρομο αυτό συναντάται κυρίως σε παιδιά που πάσχουν από κάποια σοβαρή, χρόνια ασθένεια όπως είναι η αναπηρία ή ο καρκίνος.

 

  • Η τρίτη μορφή κατάθλιψης, η κατάθλιψη σαν πάθηση, παρουσιάζει μια κλινική εικόνα η οποία, πέρα από την άσχημη διάθεση, περιλαμβάνει προβλήματα στον ύπνο, την ψυχοκινητική δραστηριότητα και την όρεξη. Πιο συγκεκριμένα, όπως και οι ενήλικες έτσι και τα παιδιά με κατάθλιψη, υποφέρουν από αϋπνία ή, αντίθετα, παρουσιάζουν υπερυπνία, έχουν αυξημένη όρεξη και παίρνουν βάρος ή, αντίθετα, παρουσιάζουν ανορεξία και νιώθουν ένα αίσθημα κόπωσης που είναι δυσανάλογο με την ένταση της σωματικής τους δραστηριότητας.

 

Η κατάθλιψη στη νηπιακή και προσχολική ηλικία δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Παρότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας παρουσιάζουν συχνά μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από κλάματα, δυσφορία, ανορεξία, παράπονα για σωματικά ενοχλήματα και έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτά δεν επαρκούν για να δοθεί η διάγνωση της κατάθλιψης, διότι δεν διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κατάθλιψη στην ηλικία αυτή, όταν εμφανίζεται, αφορά κατά κύριο λόγο παιδιά τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή απώλεια ή τραύμα και μεγαλώνουν σε περιβάλλον στερημένο από ερεθίσματα ή μητρική φροντίδα.

 

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με σαφήνεια κατά πόσο η κατάθλιψη είναι γενετικά κληρονομούμενη ή αποτέλεσμα επίδρασης διαφόρων ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Όσον αφορά τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την επίδραση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων, αυτές υποστηρίζουν ότι, όταν η μητέρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού, αλλά, αντίθετα, προκαλεί με τη στάση της δυσάρεστες και στερητικές εμπειρίες, δημιουργείται στο παιδί μια αρνητική αίσθηση εαυτού. Εάν οι εμπειρίες αυτές είναι επαναλαμβανόμενες, συνιστούν τότε τον καταθλιπτικό πυρήνα της προσωπικότητας.

 

Η θεραπεία της κατάθλιψης στην παιδική ηλικία στοχεύει στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης του ατόμου. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, αναγκαία είναι η παρέμβαση τόσο στο ίδιο το παιδί όσο και στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Όπως σε όλα τα προβλήματα που αφορούν στα παιδιά, έτσι και εδώ, η κινητοποίηση των γονέων παίζει αποφασιστικό ρόλο. Για το λόγο αυτό, το πρώτο βήμα που θα πρέπει οι γονείς να κάνουν εφόσον παρατηρήσουν ανησυχητικά θλιμμένη ή απαθή συμπεριφορά στο παιδί τους είναι να αναζητήσουν τη γνώμη ενός ειδικού, ο οποίος θα μπορέσει να προσδιορίσει εάν όντως συντρέχουν λόγοι ανησυχίας. Στην περίπτωση αυτή, με την καθοδήγηση του ειδικού, θα πρέπει να συντονίσουν τη δράση τους ώστε να προσφέρουν αποτελεσματική βοήθεια στο παιδί που την έχει ανάγκη.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα
Αρχική Επιστημονική Ομάδα Συμβουλές Επιστημονικό Έργο Επικοινωνία
Δημήτρης Μαρούσος Θεραπευτής Λόγου & Επικοινωνίας Pgdip CCS, M.Sc.SLT, EFS, ECSF-Mentor, SFBTCert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Kερασιά Μαρούσου Γλωσσολόγος – Σύμβουλος Μελέτης, Θεραπεύτρια Επικοινωνίας & Μάθησης, PGD SPLD, SFBTcert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


Εγγραφείτε για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις εκπαιδεύσεις

BOΛΟΣ
Διεύθυνση:
Σπυρίδη 2
Βόλος
2421033320
ΛΑΡΙΣΑ
Διεύθυνση:
Ηρώων Πολυτεχνείου - 28ης Οκτωβρίου (Είσοδος απο Χρ. Σμύρνης 7 - 3ος όροφος)
ΛΑΡΙΣΑ
2410231333