Το παιδί μου δεν μιλά με άλλους

Τι ακριβώς σημαίνει επιλεκτική αλαλία;

 

Ο Γερμανός ερευνητής Kussmaul, στα τέλη του 19ου αι., έκανε για πρώτη φορά λόγο για παιδιά που, ενώ μιλούν εύκολα, αβίαστα, αυθόρμητα σε κάποιες περιστάσεις (π.χ. με τα μέλη της οικογένειας) σε κάποιες άλλες (παιδικό σταθμό, σχολείο, πάρτι, κά.) δείχνουν να αρνούνται τη λεκτική επικοινωνία, παραμένοντας πεισματικά βουβά. Τα παιδιά αυτά διαφέρουν από τα παιδιά που δεν μιλούν καθόλου, καθώς είναι παιδιά γλωσσικά ικανά να μιλήσουν, αλλά κατ’επιλογήν αποφεύγουν την λεκτική επικοινωνία, συστηματικά και σε βαθμό ανησυχητικό. Η συμπτωματολογία της επιλεκτικής αλαλίας διαφέρει από παιδί σε παιδί (π.χ. ένα παιδί ενδέχεται να μιλά μόνο στη μητέρα ή τον πατέρα ή άλλο μέλος της οικογένειας ή σε κανέναν), αλλά γενικά, η διαταραχή αυτή της συμπεριφοράς συνεπάγεται έμμονη άρνηση για ομιλία σε συγκεκριμένες (σημαντικές για το παιδί) κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. σχολείο) δεδομένης της ικανότητας λόγου στο παιδί.

 

 

Σε ποια ηλικία ενδέχεται να εμφανίσει ένα παιδί επιλεκτική αλαλία;

 

Συνήθως στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα μεταξύ 3-5 ετών, λίγο πριν την είσοδο δηλαδή του παιδιού στο δημοτικό σχολείο. Ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ τα περισσότερα προβλήματα λόγου θίγουν τα αγόρια περισσότερο από ότι τα κορίτσια (σε ποσοστό περίπου 3/1), στην περίπτωση της επιλεκτικής αλαλίας, η συχνότητα εμφάνισης του προβλήματος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών είναι ίση και μάλιστα, κάποιες φορές, είναι περισσότερα τα κορίτσια που εμφανίζουν το πρόβλημα παρά τα αγόρια.

 

 

Μήπως το παιδί απλώς ντρέπεται να μιλήσει εκτός της οικογένειας;

 

Πολλοί είναι οι γονείς που αναρωτιούνται μήπως τελικά η επιλεκτική αλαλία είναι ένας ‘σύγχρονος’ διαγνωστικός όρος των ειδικών, που περιγράφει το γνωστό σε όλους μας ‘ντροπαλό’ παιδί, ένα παιδί που απλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε νέα περιβάλλοντα και εκδηλώνει τη δυσκολία του αυτή με το να αποφεύγει να μιλά. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Για να δοθεί η διάγνωση της επιλεκτικής αλαλίας απαιτείται συστηματική, πεισματική σιωπή του παιδιού σε ένα ή περισσότερα σημαντικά (για το παιδί) περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου, για χρονικό διάστημα από 8 εβδομάδες (το λιγότερο) έως και δύο χρόνια (το περισσότερο)! Δικαιολογείται ένα τόσο μεγάλο διάστημα επιλεκτικής σιωπής από ένα απλά ‘ντροπαλό παιδί’ ή μήπως η σιωπή αυτή αποτελεί έκκληση του παιδιού για βοήθεια;

 

 

Ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί;

 

Τόσο για να διαγνωστεί το πρόβλημα όσο και για να αποκατασταθεί, απαιτείται η συνεργασία ειδικών από το χώρο της ψυχικής υγείας (ψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων) και της επικοινωνίας (λογοπεδικών / λογοθεραπευτών – οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά). Κι αυτό γιατί τα αίτια της επιλεκτικής αλαλίας αφορούν δυσκολίες στην κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού που σχετίζονται άμεσα με θέματα επικοινωνίας, τα οποία αφού διερευνηθούν αποκαθίστανται με τη συνεργασία των γονέων και ανθρώπων που εμπλέκονται στα πλαίσια όπου εντάσσεται το παιδί και επιλέγει να μη μιλά.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Το ντροπαλό παιδί

Έχει παρατηρηθεί, πως όταν ένα παιδί παρουσιάζει επιθετική και καταστροφική συμπεριφορά γίνεται αμέσως αντιληπτό από τους γονείς του, τους δασκάλους του και τους συνομηλίκους του, καθώς διαταράσσει το ήρεμο κλίμα τόσο στη σχολική όσο και στην οικογενειακή ζωή. Αντίθετα, το παιδί που είναι ντροπαλό και μοναχικό, επειδή συνήθως δεν δημιουργεί πρόβλημα στους γύρω του, περνά απαρατήρητο μέσα στην τάξη και δύσκολα προκαλεί ανησυχία στους γονείς του. Η συμπεριφορά ενός τέτοιου παιδιού χαρακτηρίζεται συνήθως από εσωστρέφεια, συστολή και απροθυμία για ανάπτυξη κοινωνικών επαφών.

 

Ενώ ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών παρουσιάζονται ως δειλά και αγχώδη όταν βρίσκονται με άγνωστα πρόσωπα – ιδιαίτερα κατά τη νηπιακή και την πρώτη εφηβική ηλικία – θα πρέπει, προκειμένου να χαρακτηρισθεί αυτή η συμπεριφορά ως φυσιολογική ή μη, να διερευνηθούν 3 παράγοντες:

 

  • Μήπως η εικόνα αυτή οφείλεται σε ένα στάδιο φυσικής ντροπαλότητας που διανύει το παιδί;

 

  • Πρόκειται για γενικευμένη ή επιλεκτική συστολή; Δηλαδή, το παιδί την εκδηλώνει σε όλα τα περιβάλλοντα και με τον ίδιο τρόπο ή παρουσιάζεται σε ιδιαίτερες συνθήκες με ιδιαίτερες εκφάνσεις;

 

  • Τι κόστος μπορεί να έχει η εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς στη ζωή του ατόμου; (Όταν, για παράδειγμα, ένα άτομο εξαιτίας της ντροπαλότητας και συστολής αποσύρεται από τις διάφορες δραστηριότητες και καταπνίγει την ανάγκη του για αυτοεπιβεβαίωση, ένα σημαντικό μέρος του δυναμικού του τίθεται σε αδράνεια, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει στο maximun των δυνατοτήτων του).

 

Τα ερευνητικά δεδομένα που διαθέτουμε μας πληροφορούν ότι η ντροπαλότητα δεν είναι εγγενής, δηλαδή το παιδί δεν γεννιέται με αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά μαθαίνεται. Προκειμένου λοιπόν να εξετάσουμε την εκδήλωση της ντροπαλότητας, θα πρέπει να καταρχήν να αναφερθούμε στις γενεσιουργές της αιτίες. Σε πολλές περιπτώσεις, η εκδήλωση ντροπαλότητας και συστολής από το παιδί αποτελεί μια μορφή άμυνας σε καταστάσεις τις οποίες το ίδιο αντιλαμβάνεται ως απειλητικές. Για παράδειγμα, ένα παιδί δίχως εμπιστοσύνη στις κοινωνικές του δεξιότητες χαρακτηρίζεται από ένα χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης και βιώνει τις διάφορες διαπροσωπικές σχέσεις ως απειλή, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν άγνωστα πρόσωπα. Ως μορφή άμυνας σε μια τέτοια κατάσταση, το παιδί καταφεύγει στην κοινωνική απομόνωση και, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητο, δίνει την εντύπωση άβουλου ατόμου.

 

Το γεγονός ότι πολλά παιδιά δεν έχουν αναπτύξει τις κοινωνικές τους δεξιότητες, φαίνεται ότι σχετίζεται με τον τρόπο εκπαίδευσής τους στις δεξιότητες αυτές. Συγκεκριμένα, γονείς που δυσκολεύονται οι ίδιοι να χειριστούν διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, προσφέρουν στα παιδιά τους ακατάλληλα πρότυπα συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα τα παιδιά, ταυτιζόμενα μαζί τους, να εκδηλώνουν ανάλογη συμπεριφορά. Άλλες φορές πάλι, το χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης που νιώθουν πολλά ντροπαλά παιδιά, έχει ως βάση είτε την υπερβολική πειθαρχία και την απαιτητική στάση των γονέων, είτε την υπερπροστατευτική τους συμπεριφορά. Πιο αναλυτικά, όταν οι απαιτήσεις των γονέων είναι υπερβολικές, το παιδί νιώθει ανίκανο ή απρόθυμο να ανταποκριθεί σε αυτές. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό, η αρνητική στάση να γενικευθεί και σε άλλες κοινωνικές καταστάσεις, όπου το παιδί θεωρεί ότι καλείται να αντιμετωπίσει ανάλογες απαιτήσεις. Επιπλέον, το χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης, και κατ΄ επέκταση η δειλία, καλλιεργείται στο παιδί όταν οι υπερπροστατευτικοί γονείς δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης κάθε φορά που αυτό επιχειρεί να διευρύνει τις κοινωνικές του επαφές εκτός σπιτιού.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα λέγαμε καταρχήν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει ένας γονέας την ντροπαλότητα του παιδιού είναι να αποφύγει την έκφραση αποδοκιμασίας και θυμού κάθε φορά που αυτή εκδηλώνεται. Αντίθετα, ο γονέας θα πρέπει να κατανοήσει τη δυσκολία του παιδιού και να ενισχύσει κάθε προσπάθεια ‘ανοίγματός’ του, μέσα από τον έπαινο και την ενθάρρυνση. Επίσης, σημαντικό είναι να γνωρίζει ο γονέας ότι η επαφή με νέα πρόσωπα πρέπει να γίνει σταδιακά: προτιμότερο είναι η προσπάθεια να ξεκινήσει από το σπίτι – το οποίο είναι γνώριμος χώρος για το παιδί – και στη συνέχεια να επεκταθεί σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Τέλος, όταν η ντροπαλότητα εκφράζεται υπερβολικά και δεν υποχωρεί παρ΄ όλες τις προσπάθειες, θα πρέπει να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού, προκειμένου να διερευνηθεί αν τα αίτια της είναι περισσότερο περίπλοκα και δυσδιάκριτα.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Μπορεί ένα μικρό παιδί να έχει άγχος ;

Βιώνουν άγχος τα μικρά παιδιά;

 

Τα παιδιά ενδέχεται να νιώθουν άγχος με διάφορες αφορμές στην καθημερινότητά τους, γεγονός που τα κάνει να είναι πιο «τεντωμένα» και «σφιγμένα» από ό,τι συνήθως ή να παραπονιούνται για σωματικές ενοχλήσεις, χωρίς προφανή οργανική αιτία. Μια τέτοια κατάσταση δεν είναι βέβαια ανησυχητική, καθώς με την υποστήριξη των γονέων και με την προσωπική εμπειρία που συσσωρεύεται στο πέρασμα του χρόνου τα παιδιά μαθαίνουν να διαχειρίζονται καλύτερα τις αγχογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας. Όταν όμως τα συμπτώματα του άγχους εμφανίζονται με μεγάλη ένταση για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε ενδέχεται το παιδί να υποφέρει από αγχώδη νεύρωση, κατάσταση σημαντικά σοβαρότερη από την απλή κρίση άγχους.

 

 

Τι ακριβώς είναι η αγχώδης νεύρωση;

 

Η αγχώδης νεύρωση, παρότι παρατηρείται συχνότερα στους ενήλικες, μπορεί να εμφανιστεί και σε μικρότερες ηλικίες, ειδικά στην προ-εφηβική και εφηβική ηλικία, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνιση συμπτωμάτων ακόμη και στη νηπιακή ηλικία, και εκδηλώνεται συχνότερα στα πρωτότοκα παιδιά (το φύλο δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο).

 

Το παιδί με αγχώδη νεύρωση:

 

  • κυριεύεται από ένα αίσθημα ανησυχίας που αφορά αόριστους κινδύνους, από τους οποίους το παιδί νιώθει να απειλείται στο σχολείο, στο σπίτι ή στο παιχνίδι

 

  • αισθάνεται σωματικές ενοχλήσεις, με κύρια συμπτώματα τους πονοκεφάλους, τους πόνους στην κοιλιά και το στομάχι

 

  • εκδηλώνει νευρικότητα ή/και αδυναμία να καθίσει στην ίδια θέση, καθώς ανησυχεί για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του και ανυπομονησία για ασήμαντα γεγονότα (δεν αποκλείεται να εκδηλώνει ξαφνικά συνήθειες που εκφράζουν νευρικότητα, όπως η ονυχοφαγία)

 

  • δυσκολεύεται να επικεντρώσει την προσοχή του σε δραστηριότητες που απαιτούν συγκέντρωση

 

  • η αυτοεκτίμησή του είναι χαμηλή και η ευαισθησία του στην κριτική των άλλων μεγάλη

 

  • (ορισμένες φορές) ενδέχεται να δυσκολεύεται να κοιμηθεί ή βλέπει εφιάλτες

 

 

Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει μία τέτοια συμπεριφορά;

 

Η αγχώδης νεύρωση μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια, ανάλογα με τον τρόπο εκδήλωσης των συμπτωμάτων. Η οξεία μορφή χαρακτηρίζεται από άγχος μεγάλης έντασης ή κρίσεις πανικού, οι οποίες διαρκούν από λίγα λεπτά έως μισή ώρα, κάνουν την εμφάνισή τους απότομα και στη διάρκειά τους το παιδί παρουσιάζει ενδέχεται να παρουσιάσει δυσκολίες στην αναπνοή, εφίδρωση, αντιδράσεις τρόμου και να ζητήσει βοήθεια από τους γύρω του, καθώς φοβάται ότι θα του συμβεί κάποιο μεγάλο κακό (π.χ. θα πεθάνει). Οι κρίσεις μπορεί να επανεμφανιστούν, να σταματήσουν ή να εξελιχθούν σε νεύρωση χρόνιας μορφής. Η χρόνια μορφή, αντίθετα από την οξεία, εισβάλλει σταδιακά και χαρακτηρίζεται από περιόδους εξάρσεων ή υφέσεων, με διάρκεια από μερικούς μήνες μέχρι και χρόνια.

 

 

Πώς μπορεί να βοηθήσει ο γονιός;

 

Το παιδί με αγχώδη νεύρωση βιώνει μια δυσάρεστη εμπειρία, εξαιτίας αφενός, των σωματικών ενοχλημάτων που προκαλούνται και αφετέρου, της ψυχολογικής κατάστασης στην οποία περιέρχεται. Επιπρόσθετα, προκύπτουν δευτερογενή προβλήματα, όπως η αδυναμία συγκέντρωσης, η μείωση της απόδοσης στο σχολείο, ο περιορισμός της κοινωνικότητας κ.ά. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες του παιδιού θα πρέπει οι γονείς να απευθυνθούν σε ψυχολόγο, παιδοψυχίατρο ή στους δημόσιους φορείς ψυχικής υγείας, ώστε να ελεγχθεί η φύση και το εύρος των συμπτωμάτων που εκδηλώνει το παιδί και να παρασχεθεί η κατάλληλη βοήθεια, ώστε να διασφαλιστεί η ψυχική υγεία του παιδιού και να αποκατασταθούν οι οικογενειακές ισορροπίες. Πρέπει να σημειωθεί, ότι πολύ συχνά, το αγχώδες παιδί έχει και γονείς με αγχώδη συμπεριφορά, που ενδέχεται να αντιδρούν με υπερβολικό τρόπο στις δυσχέρειες που προκύπτουν και τείνουν να είναι υπερπροστατευτικοί, αγωνιώντας και φροντίζοντας να προφυλάξουν το παιδί από κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο, ακόμη και ακαθόριστο.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Παιδικές Φοβίες

Ο φόβος είναι μία αντίδραση του οργανισμού που θέτει το άτομο σε εγρήγορση, όταν βρεθεί σε κατάσταση κινδύνου. Η εγρήγορση εξασφαλίζει στο άτομο την ετοιμότητα να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο κίνδυνο, και γι΄ αυτό λέμε ότι ο φόβος έχει ένα λειτουργικό- προσαρμοστικό χαρακτήρα.

 

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις κατά τις οποίες οι φοβικές αντιδράσεις εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες, δηλαδή χωρίς την παρουσία κάποιας κατάστασης κινδύνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος έχει ένα δυσπροσαρμοστικό χαρακτήρα, καθώς αρχίζει να ταλαιπωρεί το άτομο δίχως να υπάρχει αντικειμενικός λόγος ανησυχίας. Όταν λοιπόν ένα άτομο εκδηλώνει μια φοβική αντίδραση πολύ έντονα σε σχέση με τη φοβική κατάσταση και με μεγάλη συχνότητα, τότε λέμε ότι το άτομο υποφέρει από κάποια φοβία.

 

Οι φοβίες δεν είναι αποκλειστικό ‘προνόμιο’ των ενηλίκων, καθώς γνωρίζουμε ότι και πολλά παιδιά ταλαιπωρούνται από αυτές. Οι πιο κοινές παιδικές φοβίες είναι η σχολική φοβία (επίμονη άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο), η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα) και ο φόβος για το σκοτάδι.

Βέβαια, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ‘φοβία’ για τις φοβικές αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά. Ορισμένες από αυτές μπορεί να φαντάζουν υπερβολικές στα μάτια των ενηλίκων, για το παιδί όμως να είναι μία φυσιολογική αντίδραση φόβου σε μια κατάσταση που από το ίδιο βιώνεται ως πραγματικά επικίνδυνη.

 

Για να εκτιμήσουμε εάν ένα παιδί με κάποια φοβία χρειάζεται θεραπεία, θα πρέπει να εκτιμήσουμε κυρίως 3 παράγοντες: α) τη συχνότητα εμφάνισης του φόβου β) αν ο φόβος είναι κοινός και γ) αν επιτρέπει στο άτομο να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Για παράδειγμα, ένας συνηθισμένος φόβος, όπως είναι ο φόβος για τα φίδια, ο οποίος δεν εκδηλώνεται με μεγάλη συχνότητα, δεν εμποδίζει ένα άτομο που έρχεται σπάνια σε επαφή με ένα τέτοιο ερέθισμα να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Αντίθετα, για ένα παιδί, η σχολική φοβία που το αναγκάζει να απουσιάζει συστηματικά από το σχολείο, έχει αρνητική επίπτωση στη ζωή του.

 

Η ανάπτυξη των φόβων επηρεάζεται τόσο από την ιδιοσυγκρασία και τις προσωπικές εμπειρίες του ατόμου, όσο και από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντος κατά την εκδήλωση του φόβου. Για το λόγο αυτό, η στάση των γονέων παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση ή την αποδυνάμωση των φόβων του παιδιού. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι χειρισμοί που χρησιμοποιούν κάποιοι γονείς προκειμένου να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα. Ως τέτοιοι χειρισμοί αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες οι γονείς αγνοούν και δεν δίνουν σημασία στους φόβους των παιδιών τους, για να μην «το κάνουν θέμα» και εστιάσουν την προσοχή του παιδιού σ’αυτό, ή φέρνουν το παιδί, δια της βίας, σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, προκειμένου να εξοικειωθεί με αυτό και έτσι να το ξεπεράσει. Εξίσου αναποτελεσματική αποδεικνύεται και η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου από το παιδί, με τη σκέψη ότι αυτό θα το ηρεμήσει.

 

Η ουσιαστική βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε στο παιδί που ταλαιπωρείται από τους φόβους του, είναι να το βοηθήσουμε να αναπτύξει δεξιότητες μέσω των οποίων θα μπορέσει να αντιμετωπίσει μόνο του τη φοβική κατάσταση. Αν για παράδειγμα ένα παιδί φοβάται το σκοτάδι, ο γονέας θα πρέπει να του δείξει που βρίσκεται ο διακόπτης του φωτός ή να τοποθετήσει ένα φακό δίπλα στο κρεβάτι του, ώστε το παιδί να μπορέσει, με δική του πρωτοβουλία να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όποτε προκύψει.

 

Επίσης, σημαντικό είναι το παιδί να έρθει σταδιακά σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο, ώστε να νιώσει ασφαλές και να μη βρεθεί σε κατάσταση πανικού. Για παράδειγμα, αν το παιδί έχει ένα γενικευμένο φόβο για τα ζώα, έχει σημασία να αρχίσει να αλληλεπιδρά με το λιγότερο επιθετικό ζώο. Αυτή η αλληλεπίδραση θα πρέπει να περάσει από διάφορα στάδια: πρώτα το παιδί, μαζί με το γονέα, να αντικρίσει το ζώο από μεγάλη απόσταση, έπειτα να έρθει βαθμιαία σε κοντινότερη επαφή και τελικά να το αγγίξει. Ο γονέας θα πρέπει συγχρόνως να διαβεβαιώνει το παιδί, τόσο με λόγια αλλά κυρίως και με τις πράξεις του, ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν αποτελεί απειλή.

 

Τέλος, αν παρά τους διαφόρους χειρισμούς, το παιδί εξακολουθεί να φοβάται, θα πρέπει να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού, ώστε να προληφθούν οι συναισθηματικές διαταραχές που μπορεί να προκύψουν από μία τέτοια κατάσταση.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Το παιδί που εκδηλώνει επιθετικότητα

Όλα τα παιδιά εκπροσωπούν στην ενήλικη σκέψη την αγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Στα παραμύθια, στις μεταξύ μας συζητήσεις αλλά και στη διαπροσωπική επαφή μας με το παιδί, εμείς οι «μεγάλοι» συνηθίζουμε να βλέπουμε τον καλό και ηθικό του εαυτό. Ωστόσο, δεν είναι λίγες και οι φορές που γινόμαστε μάρτυρες εκδήλωσης παιδικής επιθετικότητας.

 

Οι θεωρητικές απόψεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα αίτια της ανθρώπινης επιθετικότητας φαίνεται πως διίστανται: η μία άποψη θεωρεί την επιθετικότητα ως έμφυτη τάση, αποδίδοντάς της χαρακτήρα ενστίκτου. Η δεύτερη την εκλαμβάνει ως προϊόν μάθησης, προσδίδοντάς της, κατ΄ επέκταση, διάσταση κοινωνικού φαινομένου.

 

Ως φυσική τάση, η επιθετικότητα είναι μία από τις δυο βασικές πηγές ενεργητικότητας του ατόμου. Ταυτόχρονα όμως, ως συμπεριφορά, συνιστά μια άμεση ή έμμεση αντίδραση στη ματαίωση. Και μ΄ αυτή την έννοια εμφανίζεται από τη στιγμή της γέννησης ή και ακόμα πιο πριν.

 

Η επιθετικότητα αναδύεται φυσιολογικά και αποτελεί μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις της είναι διαφορετικές σε κάθε στάδιο εξέλιξης του παιδιού, ακριβώς επειδή σε κάθε αναπτυξιακή φάση είναι διαφορετική η ικανότητα ανοχής στη ματαίωση που διαθέτει το παιδί. Ένα βρέφος, για παράδειγμα, έχει μικρότερη ικανότητα ανοχής σε σχέση μ’ ένα παιδί νηπιακής ηλικίας.

 

Επιπλέον, η έκφραση της επιθετικότητας διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Οι ατομικές διαφορές κλιμακώνονται σε ένα φάσμα που εκτείνεται από τη διεκδικητικότητα ως την παθητικότητα. Ορισμένα παιδιά εκδηλώνουν ανοιχτά επιθετικές συμπεριφορές, τις οποίες οι ενήλικοι οφείλουν να αντιμετωπίσουν ή να ελέγξουν, προκειμένου να προλάβουν ενδεχόμενα καταστρεπτικά αποτελέσματα. Άλλα παιδιά όμως συγκαλύπτουν την εξίσου έντονη –ενδεχομένως- επιθετικότητά τους, στο πλαίσιο μιας παθητικής συμπεριφοράς, η οποία δεν προκαλεί συνήθως την προσοχή και δεν αναστατώνει με τον ίδιο τρόπο το ενήλικο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν παιδιά που εκφράζουν και άλλα που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους. Οποιαδήποτε και αν είναι η έκφραση του κάθε παιδιού, η δυσκολία που βιώνει και υποκινεί τη συμπεριφορά του παραμένει ίδια.

 

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συμπεριφοράς των τολμηρών και συνεσταλμένων παιδιών. Το τολμηρό παιδί έχει την τάση να εκδηλώνει, να εκφράζει την επιθετικότητα του. Εάν λοιπόν καταπιέζεται, εάν αισθάνεται ότι περιορίζεται από τα όρια που του τίθενται, βρίσκει, μέσα από την εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς, κάποια ανακούφιση. Το συνεσταλμένο παιδί από την άλλη, έχει την τάση να βλέπει την επιθετικότητα όχι στον εαυτό του, αλλά στους άλλους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν ανακουφίζεται, αλλά βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς προσμονής για τη δυσκολία που θα έρθει από έξω. Πολλά παιδιά που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αυτοελέγχου, η οποία τους δημιουργεί συνεχή ένταση. Για το λόγο αυτό, τέτοια παιδιά ενδέχεται να παρουσιάσουν παροδικά ξεσπάσματα οργής και επιθετικής συμπεριφοράς.

 

Η εμφάνιση του εποικοδομητικού παιχνιδιού και η διατήρηση του είναι ένδειξη υγείας στο παιδί. Το παιχνίδι εξασφαλίζει στο παιδί ποικίλες δυνατότητες ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, του επιτρέπει να βιώσει ό,τι ενυπάρχει στη δική του εσωτερική πραγματικότητα. Μέσα στο παιχνίδι των παιδιών εκδηλώνεται συχνά επιθετικότητα, προκειμένου να εκτονωθούν αισθήματα αγάπης και μίσους. Η επιθετική συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει και δεν δηλώνει ένα παιδί που μισεί. Μπορεί εξίσου συχνά να υποδεικνύει το παιδί που αγαπά. Τα παιδιά τείνουν να αγαπούν αυτό που πληγώνουν. Η τάση αυτή αποτελεί μέρος της ζωής τους. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι πώς θα κατασταλεί η επιθετικότητα σ΄ ένα παιδί, αλλά πώς το παιδί θα ανακαλύψει τον τρόπο να υποτάξει τις επιθετικές του δυνάμεις στα καθήκοντα της αγάπης, του παιχνιδιού, του σχολείου και, πολύ αργότερα, της εργασίας.

 

Προκειμένου να επιτευχθεί η ποιοτική αυτή μεταστροφή και διοχέτευση της επιθετικότητας στη δημιουργία, ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρουσία και η στήριξη της αρκετά καλής μητέρας και πατέρα. Επιπλέον όμως, απαιτείται χρόνος ώστε το παιδί να ελέγξει και εν συνεχεία να υποτάξει τις επιθετικές του ιδέες, δίχως όμως να χάσει την ικανότητα του να εκφράζει την επιθετικότητα του όταν χρειάζεται και όσο πρέπει. Η επιθετικότητα εξασφαλίζει την εκφόρτιση έντονων συναισθημάτων. Και μια τέτοια διαδικασία είναι πάντα υγιής, είτε πρόκειται για αισθήματα αγάπης είτε μίσους.

 

 

H γονεϊκή στάση απέναντι στην Eπιθετικότητα

 

Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η στάση των γονέων μπορεί να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει την εκδήλωση επιθετικότητας από τα παιδιά.

 

  • Ορισμένοι γονείς, ενώ αποδοκιμάζουν την επιθετικότητα, συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη σωματική τιμωρία στην προσπάθειά τους να επιβάλουν την πειθαρχία. Μια τέτοια συμπεριφορά των γονέων αποτελεί όμως κατάφωρη έκφραση της δικής τους επιθετικότητας, οπότε και το παιδί συμπεραίνει πως η επιθετικότητα είναι ο μόνος τρόπος για να επιβληθεί κάποιος. Έτσι, ενώ η επιθετικότητα του παιδιού φαίνεται να καταστέλλεται τη συγκεκριμένη στιγμή, εντούτοις ενισχύεται, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πιο έντονα μακροπρόθεσμα.

 

  • Μία ακόμη κατηγορία γονέων που με τη στάση της ενισχύει την επιθετικότητα, είναι αυτή που επιδεικνύει αδιαφορία και ανοχή στα επιθετικά ξεσπάσματα των παιδιών. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά εκδηλώνουν επιθετικότητα στα πλαίσια μιας «θεατρικής παράστασης» που στήνουν, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή των ενηλίκων. Πολλοί γονείς λοιπόν, συνειδητοποιώντας τα κίνητρα στη συμπεριφορά των παιδιών τους, αποφασίζουν να δείξουν αδιαφορία σε τέτοιου είδους ξεσπάσματα. Ένας τέτοιος χειρισμός όμως θα έχει αποτέλεσμα μόνο εφόσον οι γονείς μπουν στη διαδικασία να αναρωτηθούν τους λόγους για τους οποίους το παιδί επιλέγει να τραβήξει την προσοχή των άλλων μ’ αυτό τον τρόπο. Θα πρέπει τότε να δείξουν στο παιδί, πως η επιθυμία του μπορεί να ικανοποιηθεί περισσότερο αποτελεσματικά μέσα από την έκφραση θετικών συμπεριφορών.

 

  • Η επιθετικότητα του ατόμου μπορεί επίσης να ενισχυθεί μέσα από εμπειρίες ματαίωσης, δηλαδή καταστάσεις κατά τις οποίες το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να καλύψει κάποιες ανάγκες ή να πραγματοποιήσει ορισμένους στόχους εξαιτίας διαφόρων εμποδίων. Πιο συγκεκριμένα, η βίωση της ματαίωσης συχνά δημιουργεί στο άτομο θυμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει ξεσπάσματα επιθετικότητας. Και εδώ ο ρόλος των γονέων αναδεικνύεται σημαντικός: οι γονείς είναι αυτοί που μπορούν να δείξουν στο παιδί ότι η ματαίωση μπορεί να λειτουργήσει και θετικά, εάν γίνει αφορμή ώστε το άτομο να επιτείνει τις προσπάθειές του για να επιτύχει το στόχο του, εφόσον κρίνει ότι αυτός έχει αξία. Αντίθετα, οι γονείς που συνηθίζουν να απειλούν το παιδί με τιμωρία σε κάθε ενδεχόμενη αποτυχία, οδηγούν, άθελά τους, στην ενίσχυση της σύνδεσης ματαίωσης και επιθετικότητας.

 

Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η προσεκτική παρατήρηση του παιδιού. Συχνά, οι λόγοι που οδηγούν ένα παιδί στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς δεν γίνονται εύκολα κατανοητοί. Για παράδειγμα, η εκδήλωση επιθετικότητας μπορεί να είναι απόρροια της ζήλιας που νιώθει ένα παιδί για τον αδελφό του ή της επιθετικότητας που δέχεται το ίδιο από κάποιο άλλο παιδί στο σχολείο.

 

Οι λόγοι για τους οποίους το κάθε παιδί εκφράζει επιθετικότητα είναι διαφορετικοί και γι΄ αυτό απαιτούνται εξατομικευμένοι χειρισμοί. Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές η συμβουλευτική υποστήριξη ενός ειδικού. Ωστόσο, είναι πάντοτε χρήσιμο να εξηγούμε στο παιδί, αφού πρώτα ηρεμήσει, γιατί η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη και πώς τελικά αυτή η συμπεριφορά αποβαίνει εις βάρος του. Η βιωματική κοινωνική εμπειρία των παιδιών λίγες φορές επαρκεί για να τους εξασφαλίσει τη γνώση των νόμων –ρητών και άρρητων– της ανθρώπινης συνύπαρξης. Οφείλουμε λοιπόν πρώτα να οριοθετήσουμε ό,τι αρμόζει ως κοινωνική συμπεριφορά, προτού προβούμε σε ποινές για ό,τι κρίνεται ανάρμοστο.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Ατίθασα & αντιδραστικά παιδιά

Το θέμα των ορίων που πρέπει να τεθούν στη συμπεριφορά του παιδιού φαίνεται να απασχολεί σήμερα τους γονείς περισσότερο από παλιά. Αν προβληματίζεστε πώς πρέπει να το χειριστείτε, δοκιμάστε τα εξής:

 

  • Συζητήστε με το παιδί το πρόβλημα που αντιμετωπίζετε και ζητήστε του ιδέες για τη επίλυσή του. Εκτός από καλή άσκηση συμμετοχής στα κοινά της οικογένειας και υπευθυνότητας, ενδέχεται να εκπλαγείτε διαπιστώνοντας ότι κάποιες από τις λύσεις που προτείνει είναι εφικτές!

 

  • Μην βιάζεστε να αντιδράσετε με εκνευρισμό σε κάθε ‘παράλογο’ (κατά την κρίση σας) αίτημα του παιδιού. Ανιχνεύστε πρώτα τις προθέσεις και τις θέσεις του. Ο εκνευρισμός ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στην επίλυση του προβλήματος, καθώς θέτει το παιδί σε άμνα και εσάς σε αντίπαλη θέση.

 

  • Όταν αποφασίσετε να καταφύγετε στην τιμωρία έχετε υπόψη σας τα εξής:
  1. Μην μπλοφάρετε, γιατί σύντομα θα καταλήξετε να εκτοξεύετε παντός είδους μικρές και μεγάλες απειλές χωρίς κανένα νόημα. Διαλέξτε μία τιμωρία που να μπορείτε να εφαρμόσετε απαρέγκλιτα, επομένως όχι κάτι υπερβολικό.
  2. Καταστήστε από την αρχή σαφές στο παιδί ποια ακριβώς θα είναι η τιμωρία του και για ποια συμπεριφορά. Δεν φταίει σε τίποτα, εάν κάνει κάτι για το οποίο δεν έχει πληροφορηθεί ότι είναι απαγορευμένο.

 

  • Η ανταμοιβή είναι πιο αποτελεσματική από την τιμωρία στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Προσέξτε όμως να είσαστε φειδωλοί, γιατί οι πολλές ανταμοιβές χάνουν την αξία τους. Καθορίστε μαζί με το παιδί σας ένα πρόγραμμα συμβολικών ανταμοιβών, που όταν τις συλλέξει θα τις ανταλλάξει με κάτι που ζητάει. Για παράδειγμα, κάθε φορά που βουρτσίζει τα δόντια του, να παίρνει ένα αστεράκι που θα κολλήσει σε ένα πίνακα. Όταν μαζέψει λ.χ. 10 αστέρια θα μπορεί να πάρει το τάδε παιχνίδι, ή μπορεί να περιμένει μέχρι να μαζέψει 15 αστέρια για να πάτε μία εκδρομή.

 

  • Να θυμάστε πάντα ότι ο χρονικός ορίζοντας των παιδιών είναι περιορισμένος. Είτε λοιπόν πρόκειται να επιβραβεύσετε είτε να τιμωρήσετε μια πράξη τους, μην το αφήνετε για το απώτερο μέλλον, γιατί η σύνδεση συμπεριφοράς και αποτελέσματος δεν θα μπορεί να γίνει στο μυαλό του παιδιού.

 

  • Και οι δύο γονείς τηρήστε κοινή στάση και συμμετοχή τόσο στην τιμωρία όσο και στην ανταμοιβή. Σε κανένα γονιό δεν αρέσει να παίζει το ρόλο του κακού, όταν ο άλλος κάνει τα χατίρια.

 

  • Καταργήστε τα μακροσκελή ηθικοδιδακτικά κηρύγματα. Αυτοσχεδιάστε, γίνετε ευέλικτοι και εφευρετικοί. Αποφύγετε να πέσετε στην παγίδα να βρεθείτε να επαναλαμβάνετε λόγια και συμπεριφορές που κι εσείς οι ίδιοι ως παιδιά μισήσατε.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Θυμός & πείσμα στο παιδί

Ένας μεγάλος αριθμός γονέων που απευθύνονται σε ψυχολόγους προκειμένου να αντιμετωπίσουν «δύσκολες» συμπεριφορές των παιδιών τους, παραπονιέται για ιδιαίτερα βίαιες αντιδράσεις πείσματος και θυμού σε περιπτώσεις που αποφασίζεται κάτι αντίθετο προς τη θέληση του παιδιού. Όλοι μας έχουμε υπάρξει μάρτυρες παιδιών που θυμώνουν όταν κάποιος τους διακόψει το παιχνίδι, μουτρώνουν όταν δεν αποκτήσουν το αντικείμενο που θέλουν, οργίζονται όταν κάποιος τους επιβάλλει να διαβάσουν, κλαίνε εκνευρισμένα όταν πρέπει να πάνε για ύπνο.

 

Ωστόσο, τις περισσότερες από τις καθημερινές αυτές καταστάσεις δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε. Δεν γίνεται να μην κόψουμε τα νύχια του μικρού μας, παρότι γνωρίζουμε πόσο δυσάρεστο είναι αυτό για ένα παιδί. Οφείλουμε επομένως να μάθουμε στο παιδί να αντιδρά σε τέτοιου είδους μη αναστρέψιμες καταστάσεις με τρόπους κατάλληλους και όχι με ανεπιθύμητες συμπεριφορές.

 

Για να επιτευχθεί η αλλαγή στη συμπεριφορά ενός παιδιού με συχνά ξεσπάσματα πείσματος και θυμού, θα πρέπει, καταρχήν, οι γονείς να δώσουν προσοχή στον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι αντιδρούν αμέσως μετά την εκδήλωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς παρατηρούμε ότι πολλοί από τους χειρισμούς που εφαρμόζουν οι γονείς, οδηγούν πολλές φορές στην ισχυροποίηση της αντίδρασης αντί στην αποδυνάμωσή της. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να προσέξουν ποιες είναι οι συνέπειες που ακολουθούν άμεσα τις αντιδράσεις πείσματος του παιδιού και να εξετάσουν ποιες από τις συνέπειες αυτές μπορούν να λειτουργούν ως ενισχύσεις.

 

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση ενός παιδιού που θέλει να αποσπά την προσοχή των άλλων και έντονα εκδηλώνει ανεπιθύμητες συμπεριφορές θυμού. Η μητέρα του, προκειμένου να το καταπραΰνει, χρησιμοποιεί το παιχνίδι, τις παροτρύνσεις ή τις επιπλήξεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί καταφέρνει να αποσπά αυτό που θέλει, δηλαδή την προσοχή της, με συνέπεια στο μέλλον να εκδηλώνει με μεγαλύτερη συχνότητα την ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Ένας αποτελεσματικός χειρισμός αυτής της περίπτωσης θα ήταν να μη δίνεται – συστηματικά και με συνέπεια- καμία φροντίδα ή προσοχή στο παιδί όταν θυμώνει.

 

Όταν προσπαθούμε να επιτύχουμε την αποδυνάμωση μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι έχει μεγάλη σημασία η συνέπεια στη διακοπή των ενισχυτικών συνεπειών. Ακόμη και αν σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή των συγκεκριμένων χειρισμών είναι εξαιρετικά δύσκολη, θα πρέπει να επιμείνουμε, γιατί διαφορετικά μπορεί να οδηγηθούμε σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ας υποθέσουμε, ότι μια μητέρα έχει καταφέρει για αρκετό διάστημα να μην αντιδρά στις εκρήξεις θυμού του παιδιού της. Κάποια στιγμή, κάτω από την πίεση μιας επίμονης αντίδρασης με μεγάλη διάρκεια, ενδίδει και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Η αντίδραση αυτή ενδέχεται να δώσει στο παιδί το μήνυμα, ότι όταν αντιδρά βίαια και για μεγάλο διάστημα οι άλλοι το προσέχουν.

 

Έχει παρατηρηθεί, ότι όταν οι γονείς εφαρμόζουν με συνέπεια κατάλληλους χειρισμούς για να τροποποιήσουν μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, τις πρώτες μέρες διαπιστώνουν μια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς αυτής. Το γεγονός αυτό είναι αναμενόμενο και ερμηνεύεται ως αρχική αντίδραση στην έλλειψη ενισχύσεων. Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς μειώνεται στη συνέχεια δραστικά.

 

Αρκετά παιδιά στις κρίσεις θυμού ή πείσματος αντιδρούν πετώντας ή καταστρέφοντας αντικείμενα. Από την επίθεση αυτή αντλούν ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα η ίδια η ανεπιθύμητη συμπεριφορά να λειτουργεί ως ενίσχυση. Στις περιπτώσεις αυτές, αναγκαίο είναι να προβλεφθεί η καταστροφική συμπεριφορά του παιδιού. Ένας καλός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, είναι η μεταφορά του παιδιού σε κάποιον χώρο όπου δεν θα έχει τη δυνατότητα καταστροφής. Ο χώρος αυτός θα πρέπει αφενός, να μη προσφέρει δυνατότητα ενίσχυσης της συμπεριφοράς και αφετέρου, να μη προκαλεί φόβο στο παιδί. Σημαντικό είναι βέβαια να πληροφορήσουμε το παιδί, ότι αμέσως μόλις ηρεμήσει, θα μπορέσει να εγκαταλείψει το χώρο αυτό.

 

Όταν στη θέση του πείσματος και του θυμού αρχίσουν να εμφανίζονται θετικοί τρόποι συμπεριφοράς, θα πρέπει να ξεκινήσει η συστηματική ενίσχυσή τους. Με τον τρόπο αυτό, το παιδί θα μάθει να κάνει διαχωρισμό μεταξύ επιθυμητών και ανεπιθύμητων συμπεριφορών, στοιχείο απαραίτητο για την απόκτηση αυτοελέγχου.

 

Όλες οι παραπάνω προσπάθειες απαιτούν ιδιαίτερη υπομονή, σταθερότητα και συνέπεια εκ μέρους των γονέων. Αν παρά τη συστηματική εφαρμογή των διαφόρων χειρισμών, το πείσμα και ο θυμός εξακολουθούν να εκφράζονται με την ίδια ένταση, θα πρέπει να αναζητηθεί η βοήθεια ενός ειδικού. Θα διερευνηθεί έτσι πληρέστερα το ενδεχόμενο η συγκεκριμένη συμπεριφορά να εκφράζει κάποια βαθύτερη κρίση, η οποία με την κατάλληλη ψυχολογική παρέμβαση θα μπορέσει στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Δεν θέλει να πάει σχολείο…

Είναι συνηθισμένο, ένα παιδί να μην θέλει να πάει σχολείο;

 

Μεγάλο ποσοστό παιδιών ενδέχεται να εκδηλώσει, σε κάποια φάση της σχολικής ζωής, δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο ή περιστασιακή απροθυμία παρακολούθησης και συμμετοχής στις δραστηριότητές του. Μια τέτοια κατάσταση είναι συχνά προϊόν φόβου και δικαιολογημένου άγχους (: το παιδί που αλλάζει σχολείο, το παιδί που πρόκειται να γράψει διαγώνισμα και δεν έχει προετοιμαστεί επαρκώς, το παιδί που δέχτηκε πειράγματα και κοροϊδίες από συμμαθητές του) και παρέρχεται συνήθως με απλούς χειρισμούς των γονέων.

 

Ωστόσο, κάποιες φορές οι αντιδράσεις του παιδιού ξεπερνούν την απλή απροθυμία και γίνονται επίμονη άρνηση παρακολούθησης, ο φόβος για τις σχολικές δραστηριότητες έχει ένταση δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πραγματική κατάσταση που τον προκάλεσε, ενώ εκδηλώνονται ταυτόχρονα σωματικά συμπτώματα (πόνος στην κοιλιά, ζαλάδες, κ.λπ.) την ώρα της προετοιμασίας για το σχολείο, τα οποία υποχωρούν συνήθως τα Σαββατοκύριακα ή μόλις οι γονείς διαβεβαιώσουν το παιδί ότι θα παραμείνει στο σπίτι. Στις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να πρόκειται για περίπτωση σχολικής φοβίας, λιγότερο συχνή μα περισσότερο δύσκολη περίπτωση, αφού οι γονείς, επιχειρώντας μέσω διαφόρων χειρισμών – απειλές, παρακλήσεις, υποσχέσεις κ.τ.λ.- να διευθετήσουν την κατάσταση, απογοητεύονται τελικά, διαπιστώνοντας ότι όλες οι προσπάθειές τους καταλήγουν αναποτελεσματικές.

 

 

Για ποιους λόγους μπορεί ένα παιδί να φτάσει να εκδηλώσει σχολική φοβία;

 

Η σχολική φοβία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε φάση της σχολικής ζωής του παιδιού (στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν μεγάλη συχνότητα εμφάνισης στη Β΄ δημοτικού) και αφορά μια ευρύτερη δυσκολία του παιδιού στο χειρισμό αγχογόνων καταστάσεων –παιδιά με σχολική φοβία χαρακτηρίζονται συνήθως ‘συνεσταλμένα’ και ‘δειλά’, όταν βρεθούν σε άγνωστο περιβάλλον. Οι λόγοι που οδηγούν στην εκδήλωση της σχολικής φοβίας είναι πολλοί και διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση και αφορούν είτε το σπίτι είτε το σχολείο: ο φόβος αποχωρισμού από τη μητέρα, η ανησυχία μήπως πάθει κάτι κακό όσο το παιδί λείπει από το σπίτι, τα συστηματικά και έντονα πειράγματα των συμμαθητών, η αυστηρότητα του δασκάλου, η αποτυχία στα μαθήματα, αποτελούν τις συνηθέστερες γενεσιουργές αιτίες.

 

 

Πώς θα πρέπει να χειριστεί ο γονιός την άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο;

 

Η στάση των γονέων επηρεάζει την εξέλιξη της αρχικής απροθυμίας του παιδιού να πάει σχολείο, παίζει επομένως πολύ σημαντικό ρόλο. Θα πρέπει λοιπόν, γονείς και εκπαιδευτικοί:

 

  • Να αντιληφθούν ότι το παιδί δεν επιλέγει λόγω απειθαρχίας να μείνει μακριά από το σχολείο, αλλά αντιμετωπίζει ένα πραγματικό πρόβλημα που του δημιουργεί την ανάγκη αποχής από αυτό.

 

  • Να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούν στο σχολείο, ώστε να εντοπιστούν και να αποκατασταθούν οι λόγοι που προκαλούν στο παιδί αναστάτωση.

 

  • Να διαβεβαιώσουν το παιδί ότι κατανοούν τη δυσκολία του, σέβονται τα αισθήματά του και να σχεδιάσουν μαζί, ένα ‘σχέδιο’ χειρισμού της κατάστασης.

 

  • Να επιμείνουν στην εκτέλεση του σχεδίου, με συνεπή και σταθερή συμπεριφορά.

 

  • Στην περίπτωση που το παιδί παραπονιέται και για οργανικά συμπτώματα, να διερευνήσουν εάν το παιδί είναι πραγματικά άρρωστο ή προσποιείται κάτι τέτοιο, ως τέχνασμα για να αποφύγει το σχολείο.

 

  • Εάν παρ’ όλες τις προσπάθειές τους η άρνηση του παιδιού συνεχίζει, να ζητήσουν τη συμβουλευτική καθοδήγηση ενός ψυχολόγου, προκειμένου να διευθετηθεί εγκαίρως το πρόβλημα και να αποφευχθούν περαιτέρω εντάσεις στις σχέσεις γονέων-παιδιού και εκδήλωση δευτερογενών προβλημάτων που σχετίζονται με τη μειωμένη σχολική επίδοση.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Η εμπειρία της μαθησιακής δυσκολίας

 

Συζητώντας για τις Μαθησιακές Δυσκολίες, γονείς, εκπαιδευτικοί και ειδικοί εστιάζουν συνήθως σε θέματα που αφορούν την ακαδημαϊκή επίδοση και σχολική μελέτη των παιδιών. Ωστόσο, οι Μαθησιακές Δυσκολίες συνήθως επηρεάζουν πολλές πλευρές της καθημερινότητας του παιδιού, απειλώντας, δευτερογενώς, την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη, τη συναισθηματική/κοινωνική προσαρμογή και τη συμπεριφορά του.

 

Οι συνηθέστερες δυσκολίες στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά πολλών παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες είναι οι εξής:

 

  • Χαμηλή αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση, που σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης ενδέχεται να διατυπωθεί και λεκτικά («Δεν αξίζω τίποτε»).

 

  • Παλινδρόμηση σε πρώιμα στάδια της ανάπτυξης: εκδήλωση ανώριμης έως και ‘μωρουδίστικης’ συμπεριφοράς.

 

  • Τάσεις φυγής από τα ‘δύσκολα’ καθήκοντα, προκειμένου να αποφευχθεί το άγχος που συνοδεύει τις αρνητικές εμπειρίες και ματαιώσεις («Δεν θέλω να διαβάσω!»).

 

  • Ανάπτυξη φοβικών αντιδράσεων, που μπορεί να ξεκινήσει ως δυσφορία για τη μελέτη αρχικά, απέχθεια για το σχολείο, τους δασκάλους και τους συμμαθητές στη συνέχεια και να εξελιχθεί έως τη σχολική άρνηση («Δεν ξαναπάω σχολείο, σου λέω»).

 

  • Σωματοποίηση της δυσφορίας: στομαχόπονοι, κράμπες, πονοκέφαλοι, διάρροια, συχνή ενούρηση, νυχτερινή ενούρηση – δίχως προφανή ιατρική αιτιολογία.

 

  • Εντεινόμενη πεποίθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά με το σώμα μου», η οποία ενδέχεται να προκαλέσει έως και υποχονδριακές αντιδράσεις.

 

  • Υπερβολικές έως και παρανοϊκές ιδέες, προϊόν της προβολής των σκέψεων και των συναισθημάτων του παιδιού σε άλλους (δάσκαλοι, συμμαθητές, βιβλία, θρανία, τα πάντα συνωμοτούν εναντίον του).

 

  • Κατάθλιψη (η οποία εκδηλώνεται συνήθως στα παιδιά ως ευερεθιστότητα και επιθετικότητα), εφόσον το παιδί δεν καταφέρει να αναπτύξει άλλου είδους άμυνες.

 

  • Παθητικότητα συνδυασμένη με επιθετικότητα, προκειμένου το παιδί να διαχειρισθεί και να εκτονώσει το θυμό του («Γιατί θύμωσες; Δεν έκανα τίποτε!», απευθυνόμενο στον έξαλλο γονιό που το παρατηρεί να παίζει επί μία ώρα με το μανίκι του).

 

  • Παθητικότητα που εξελίσσεται σε εξάρτηση, προκειμένου να αποφύγει αρχικά ενδεχόμενες αποτυχίες και δυσάρεστα συναισθήματα. Μια τέτοια στάση ωστόσο, γίνεται στην πορεία τρόπος ζωής για το παιδί: αποφεύγει να παίρνει πρωτοβουλίες, να συμμετέχει σε παιχνίδια και συζητήσεις, να δημιουργεί σχέσεις, να ασχολείται με τα μαθήματα.

 

  • Αξιοποίηση της διάγνωσης (εφόσον υπάρχει) ως άλλοθι για την παθητική στάση στα προβλήματα («εγώ έχω δυσλεξία, δεν μπορώ να γράψω σωστά»)

 

  • Συμπεριφορά ‘κλόουν’. Πρόκειται ίσως για το συνηθέστερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο που επιλέγουν τα παιδιά για να συγκαλύψουν την αίσθηση ανικανότητας, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τη μελαγχολία που τα διακατέχει («Κοροϊδεύετε όσο θέλετε! Εγώ επέλεξα να κάνω τον κλόουν!»).

 

  • Ανεξέλεγκτη παρορμητικότητα (συνηθέστερα σε παιδιά με ελλειμματική προσοχή και/ή υπερκινητικότητα), δράση χωρίς σκέψη: μπορεί να κάνουν απίθανες ζημιές, να κλέψουν, να τρώνε ασταμάτητα, κ.ά

 

  • Εναντιωματική-παραβατική συμπεριφορά (στην εφηβεία), με συχνές αποβολές από το σχολείο έως και παραβάσεις του νόμου, σε κάποιες περιπτώσεις.

 

Ως εκ τούτου, οι Μαθησιακές Δυσκολίες επηρεάζουν και την ικανότητα του παιδιού να δημιουργεί ισορροπημένες σχέσεις και να συνδιαλλάσσεται αποτελεσματικά με τους οικείους του. Ενδιαφέρον έχει μια εκτενέστερη αναφορά στη σχέση που τα παιδιά με Μαθησιακή Δυσκολία αναπτύσσουν με:

 

τον εαυτό τους

Η αδυναμία τους να αντεπεξέλθουν με επάρκεια στα ‘καθήκοντά’ τους ή/και να χειριστούν καθημερινές καταστάσεις, γεννά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις (τα περισσότερα από τα οποία αναφέρθηκαν στη στήλη της προηγούμενης Κυριακής), καταστρέφει την αυτοεικόνα, υποβιβάζει την αυτοεκτίμηση και συνιστά μεγάλο πλήγμα για την αυτοπεποίθησή τους.

 

τους γονείς τους

Η ύπαρξη ενός παιδιού με Μαθησιακή Δυσκολία μέσα στην οικογένεια αποτελεί μια ιδιαίτερα στρεσσογόνα εμπειρία για τους περισσότερους γονείς.

Ωσότου εντοπιστεί η δυσκολία, η ώρα της μελέτης είναι συνήθως εφιάλτης και πολλές εντάσεις ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς καταστρέφουν την οικογενειακή ηρεμία και απειλούν με σοβαρότερα πλήγματα τη σχέση μεταξύ τους.

Όταν η δυσκολία εντοπιστεί και εφόσον επιβεβαιωθεί (από κάποιον αρμόδιο ή ιδιωτικό φορέα) κάποιοι γονείς αποδέχονται το γεγονός, ανακουφίζονται και προσπαθούν να καταλάβουν για να μπορέσουν να βοηθήσουν και στην αποκατάσταση. Κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται στην αποδοχή. (Ορισμένοι, αρχίζουν να αναζητούν περαιτέρω ειδικούς, ώσπου να συναντήσουν εκείνον που θα τους καθησυχάσει, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα). Ζητώντας απαντήσεις στα γιατί που τους βασανίζουν συχνά θυμώνουν ή νιώθουν ενοχές. Ο θυμός στρέφεται πολλές φορές –αδίκως– εναντίον των εκπαιδευτικών («εάν έκαναν σωστά τη δουλειά τους..»). Η ενοχή μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη ή στην ανάγκη να υπερπροστατεύσουν το παιδί, ενισχύοντας όμως τελικά με τον τρόπο αυτό την εξάρτηση και παθητικοποίηση του παιδιού. Δημιουργείται, με άλλα λόγια, ένας κύκλος συμπεριφοράς: όσο πιο πολύ εξαρτάται το παιδί από τους γονείς, τόσο πιο πολύ οι γονείς αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν πράγματα για το ‘αδύναμο’ παιδί. Και όσο ο γονιός αναλαμβάνει να κάνει όσα θα έπρεπε το ίδιο το παιδί να κάνει, τόσο πιο εξαρτημένο γίνεται το παιδί.

Συχνά το ζευγάρι δεν έχει την ίδια γνώμη σχετικά με το αν το παιδί έχει ή δεν έχει δυσκολίες, εάν μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει κάποια πράγματα, εάν πρέπει ή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιείκεια/αυστηρότητα, γεγονός που συνήθως γίνεται αιτία προστριβών ανάμεσα στο ζευγάρι.

 

τα αδέλφια τους

Ώσπου να διαγνωστεί η δυσκολία να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις στα παιδιά για το τι ακριβώς συμβαίνει, τα αδέλφια του παιδιού με Μαθησιακή Δυσκολία ενδέχεται να λυπούνται ή να υποτιμούν το αδελφάκι τους, να ανησυχούν μήπως αυτό που έχει είναι ‘κολλητικό’, να νιώθουν ανακούφιση που δεν έχουν το ίδιο πρόβλημα και μετά νιώθουν ενοχές για τις σκέψεις τους, να θυμώνουν για την ιδιαίτερη μεταχείριση που απολαμβάνει το παιδί με τη δυσκολία, ή/και (εάν η δυσκολία γίνεται αντικείμενο σχολιασμού από τρίτους) να προσβάλλονται ή να ενοχλούνται από τη συμπεριφορά του αδελφού ή της αδελφής.

 

τους συνομηλίκους

Λόγω των προβλημάτων στη μάθηση ή/και άλλων που ενδέχεται να εκδηλώνει στη συμπεριφορά του, το παιδί με Μαθησιακή Δυσκολία είναι πιθανό να δεχτεί κοροϊδίες, αδιαφορία ή επιθετικότητα από τους συμμαθητές του. Εάν συνυπάρχουν αδυναμίες στις κοινωνικές δεξιότητες επικοινωνία και αλληλεπίδραση του παιδιού με συνομηλίκους του μπορεί να είναι δυσχερής και να προκύψουν προβλήματα στη δημιουργία και διατήρηση φιλικών σχέσεων.

 

Ας τονιστεί ιδιαίτερα, ότι όλα όσα αναφέρονται ΔΕΝ αφορούν ΟΛΑ τα παιδιά με Μαθησιακή Δυσκολία και αποτελούν συνάρτηση της φύσης και του εύρους των δυσκολιών, της ιδιοσυγκρασίας του παιδιού και των οικείων του, της μεταξύ τους σχέσης και πολλών άλλων παραμέτρων που καθιστούν διαφορετική κάθε μεμονωμένη περίπτωση.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα

Παιδικός αυτοσχεδιασμός

Ο αυτοσχεδιασμός υπήρξε στο ξεκίνημα, στη βάση κάθε τέχνης πριν αυτές πάρουν την σχηματοποιημένη μορφή που απέκτησαν με τον καιρό, μέσα από την ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού. Ο άνθρωπος έχοντας μέσα του την αυθόρμητη ανάγκη για δημιουργία άρχισε να εκδηλώνει τα συναισθήματά του, να επικοινωνεί με τους δικούς του και με το περιβάλλον του, να λέει τη σκέψη του άμεσα, απροετοίμαστα, αβίαστα, πηγαία, άλλοτε με λόγο άλλοτε με κίνηση ή ζωγραφική.

 

Αυτοσχεδιασμός θα πει άμεση εκδήλωση σκέψης. Λέγεται ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι θείο δώρο. Και όμως … Με κατάλληλη παιδεία ευαισθησίας, καλλιεργείται ή καλύτερα διδάσκεται. Κύριος σκοπός είναι να αναπτύξει το άτομο την ταχύτητα της απόφασης.

 

Σκεφτείτε ένα παιδάκι δυόμισι χρόνων, που μόλις ξεκινάει να αναπτύσσει το λόγο του και να αυτοσχεδιάζει πάνω σ’ αυτόν. Οι ιστορίες του περιλαμβάνουν αυθορμησία, φαντασία, ενέργεια και κύρια διάθεση για επικοινωνία λεκτική. Το παιδί θέλει να μοιραστεί μαζί μας όλα όσα δημιουργεί με το λόγο του. Πολλές φορές όμως όταν αδιαφορούμε συστηματικά σ’ αυτή του την προσπάθεια αισθάνεται τη μοναξιά του λόγου του και σωπαίνει.

 

Όταν ακούτε το παιδί σας να μιλάει, να αυτοσχεδιάζει, τότε -και εφόσον έχετε τον απαιτούμενο χρόνο:

 

  • πλησιάστε το ήρεμα και ακούστε το. Θα χαρεί όταν καταλάβει ότι σας κίνησε την περιέργεια.

 

  • Πάρτε ερέθισμα από τα δικά του λογάκια και κάντε τα δικά σας σχόλια, ώστε να μετατραπεί ο μονόλογός του σε διάλογο. Έτσι μαθαίνει σιγά σιγά τις αρχές του συνδιαλέγεσθαι. Προσέξτε ωστόσο, μην μπείτε στην παγίδα των ερωτήσεων τύπου εξέτασης.

 

  • Κατά τη διάρκεια του διαλόγου σας, επαναλάβετε με σωστή εκφορά κάθε λεξούλα που το παιδί λέει λανθασμένα Έτσι ισχυροποιούνται τα ακούσματά του και την επόμενη φορά που θα επαναλάβει τις ίδιες λέξεις, σίγουρα θα κάνει λιγότερα λάθη.

 

  • Δώστε του την ευκαιρία και το χρόνο να εκφράσει όλες του τις απλές σκέψεις και προσπαθήστε να αποκαταστήσετε -με ήρεμο, πάντα, λόγο- τυχόν λανθασμένες εικόνες και αντιλήψεις που διαμορφώνει, για πράγματα και καταστάσεις. Φανείτε ωστόσο επιεικείς και απολαύστε μικρές χαριτωμένες λεπτομέρειες της δικής του… κοσμοθεωρίας.

 

  • Μπορείτε ακόμη να το μυήσετε στους πρώτους επικοινωνιακούς κανόνες: ακούμε προσεκτικά αυτόν που μιλά και περιμένουμε τη σειρά μας για να μιλήσουμε και εμείς, δίχως ποτέ να διακόπτουμε τους υπόλοιπους συνομιλητές. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, τα παιδιά των 3-4 χρόνων αρέσκονται στο άκουσμα της δικής τους μάλλον φωνής παρά στις φωνές των άλλων. Αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να αποτρέψει την επιμονή σας για τήρηση των κανόνων επικοινωνίας.

 

  • Μην περιορίζεστε απλώς στο να μάθει το παιδί να ονοματίζει σωστά τα πάντα γύρω του. Αφήστε το να μιλήσει σε ελεύθερο συνειρμό. Ο αυτοσχεδιασμός στο λόγο του σας οδηγεί στον εσωτερικό του κόσμο, τον κόσμο αυτόν που πράγματι αξίζει να ανακαλύψετε. Θα εντυπωσιαστείτε διαπιστώνοντας πόσα πολλά το μωρό σας ήδη γνωρίζει!

 

 

Απ’ την άλλη σημαντικός είναι ο αυτοσχεδιασμός και στην κίνηση. Η κίνηση και η μουσική, η ρυθμική δημιουργική έκφραση καλλιεργεί πνεύμα, ψυχή και σώμα και δίνει σημαντική ώθηση στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού.

 

Το αυτί παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην αντίληψη του ρυθμού. Έτσι λοιπόν, η ενίσχυση της ακουστικής ικανότητας είναι αυτή που προηγείται, για να είναι ο αυτοσχεδιασμός σωστός. Όταν το αυτί καλλιεργηθεί επαρκώς, τότε το παιδί είναι έτοιμο για να μυηθεί σε τεχνικές σωματικές (όπως αυτές που διδάσκονται σε μαθήματα χορού και ρυθμικής), που θα ενισχύσουν τη φαντασία του και θα προάγουν τη δημιουργική του έκφραση.

 

 

Πολλά είναι αυτά που, ως γονείς, μπορούμε να κάνουμε για να γνωρίσουμε στο παιδί το σώμα του και τη μουσική:

 

  • Φροντίσετε ώστε το παιδί σας να έχει πολλά μουσικά ερεθίσματα, ανάλογα της ηλικίας του. Μπορείτε πολύ απλά να το εισάγετε στους μουσικούς ρυθμούς. Χτυπήστε ρυθμικά πάνω στο τραπέζι, στην μπάλα, στην καρέκλα ή πάνω στον τοίχο. Χρησιμοποιείτε διαφορετικό κάθε φορά ρυθμό και προτρέψτε και το παιδί να κάνει το ίδιο. Όταν σταματά, συνεχίστε εσείς. Μπαίνετε έτσι στον πρώτο σας μουσικό ρυθμικό διάλογο.

 

  • Ακούστε μαζί παιδικά τραγουδάκια. Προσπαθήστε να κρατάτε το ρυθμό, χτυπώντας είτε τα πόδια είτε τα χέρια, και δείχνετε στο παιδί να κάνει το ίδιο.

 

  • Προτρέψτε το παιδί να κινείται, να χορεύει να συμμετέχει με το σώμα του στη μουσική και επιβραβεύστε συστηματικά όχι μόνο την επιτυχία, αλλά και την απλή προσπάθειά του.

 

  • Προσπαθήστε να χορέψετε κι εσείς μαζί του, δείχνοντάς του απλές στροφούλες, κουνήματα χεριών και ποδιών.

 

Για να μάθει το παιδί μας να μιλά σωστά, πρέπει να το μυήσουμε σε έννοιες και λέξεις, αλλά, κυρίως, να διεισδύσουμε στο μονόλογό του, ανάγοντάς τον σε επικοινωνία. Για να μάθει να κινείται με τη μουσική θα πρέπει να του γνωρίσουμε το ρυθμό, να το εξοικειώσουμε με την κίνηση, να αυτοσχεδιάσουμε κι εμείς μαζί του. Έτσι θα διεγείρουμε τα συναισθήματά του, θα του κινήσουμε την ανάγκη να τα εκφράσει και τον ενθουσιασμό ώστε να τολμήσει και να τους δώσει μία πρώτη λεκτική ή μουσικοκινητική μορφή.

 

 

Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ

Διαβάστε Περισσότερα
Αρχική Επιστημονική Ομάδα Συμβουλές Επιστημονικό Έργο Επικοινωνία
Δημήτρης Μαρούσος Θεραπευτής Λόγου & Επικοινωνίας Pgdip CCS, M.Sc.SLT, EFS, ECSF-Mentor, SFBTCert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Kερασιά Μαρούσου Γλωσσολόγος – Σύμβουλος Μελέτης, Θεραπεύτρια Επικοινωνίας & Μάθησης, PGD SPLD, SFBTcert, Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


All rights reserved © Πιστοποιείται η κατοχύρωση λογοτύπων και υλικού Ιστοσελίδας ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ


Εγγραφείτε για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις εκπαιδεύσεις

BOΛΟΣ
Διεύθυνση:
Σπυρίδη 2
Βόλος
2421033320
ΛΑΡΙΣΑ
Διεύθυνση:
Ηρώων Πολυτεχνείου - 28ης Οκτωβρίου (Είσοδος απο Χρ. Σμύρνης 7 - 3ος όροφος)
ΛΑΡΙΣΑ
2410231333