Η άφιξη του Αϊ-Βασίλη, κάθε πρώτη του χρόνου, επιβαρύνει με μια επιπλέον ευθύνη τους γονείς: την επιλογή του πρωτοχρονιάτικου δώρου. Ευθύνη διόλου ασήμαντη, αν σκεφτεί κανείς την τεράστια ποικιλία παιχνιδιών που διατίθενται στην αγορά για παιδιά όλων των ηλικιών. Μέσω την τηλεόρασης κυρίως, οι εταιρείες παιχνιδιών έχουν επιμελώς φροντίσει, μήνες πριν, να προβάλουν τα προϊόντα τους. Έτσι, τα περισσότερα παιδιά, επηρεασμένα από τις διαφημίσεις, ή τους εξίσου παιχνιδο-καταναλωτικούς φίλους τους, έχουν προαποφασίσει ποιο παιχνίδι επιθυμούν και φροντίζουν συνήθως να δηλώσουν σαφώς, προφορικώς ή εγγράφως, την επιλογή τους. Τα περιθώρια προσωπικής επιλογής φαντάζουν μάλλον στενόχωρα για τον γονιό-Αϊ-Βασίλη.
Δεδομένου ότι τα παιδιά περνούν και πρέπει να περνούν το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου παίζοντας, το ζήτημα που ανακύπτει είναι με βάση ποια κριτήρια θα πρέπει τελικά να γίνει η επιλογή του παιχνιδιού. Φαίνεται πως δύο παράγοντες προέχουν:
Ο παράγοντας που αφορά την επιλογή παιχνιδιού από το ίδιο το παιδί: ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Tο παιχνίδι να είναι επιθυμητό και να ευχαριστεί το παιδί -και εδώ είναι που παρεμβαίνουν τα Μ. Μ. Ε., φροντίζοντας, η μαγεία της εικόνας και του ήχου να κάνει και το πιο πληκτικό παιχνίδι να φαντάζει απίστευτα θελκτικό και άρα επιθυμητό από το παιδί-καταναλωτή. Ωστόσο, συνετό θα ήταν, κάποια παιχνίδια να έχουν εκ των προτέρων αποκλειστεί από τη λίστα των παιδικών επιλογών, όχι δια απαγορεύσεων του τύπου «αυτό αποκλείεται!» αλλά ως μη ανταποκρινόμενα στις προδιαγραφές των παιχνιδιών της οικογενείας, στη βάση κριτηρίων τα οποία οφείλουμε να έχουμε ήδη επακριβώς προσδιορίσει στο παιδί: «δεν θα έχουμε στο σπίτι μας παιχνίδια βίας, εφόσον κανείς μας δεν είναι βίαιος» ή «δεν θα αγοράζουμε παιχνίδια για έναν μόνο παίκτη, αφού μας αρέσει να παίζουμε όλοι μαζί» (απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια, όντως να μην είμαστε βίαιοι και όντως να επιθυμούμε να παίζουμε με το παιδί!). Σε ορισμένα δε παιχνίδια, τα οποία εμπίπτουν στις οικογενειακές προδιαγραφές αλλά υπερβαίνουν μακράν το οικογενειακό βαλάντιο, καλό θα ήταν να συζητήσουμε με το παιδί για το υψηλό κόστος του παιχνιδιού και να ζητήσουμε ενδεχομένως τη συμμετοχή του στα έξοδα, με χρήματα από τις οικονομίες του, εφόσον οπωσδήποτε επιθυμεί το συγκεκριμένο πανάκριβο δώρο.
Ο παράγοντας που αφορά την επιλογή παιχνιδιού από τον ενήλικα: ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Να υπάρχει δυνατότητα μέσω του παιχνιδιού το παιδί να αποκομίσει κάποιο όφελος. Ο παιχνίδι θα πρέπει να αναπτύσσει τις γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες του παιδιού, να βοηθά στην υγιή συναισθηματική του ανάπτυξη. Θα πρέπει ακόμη να εκπληρώνει κάποιους στόχους, δεδομένης της ηλικίας και του εξελικτικού σταδίου στο οποίο βρίσκεται το παιδί.
Έτσι, στις πολύ μικρές ηλικίες, οι δραστηριότητες που απαιτούν τα παιχνίδια πρέπει να εστιάζουν στην ανάπτυξη της οπτικοχωρικής αντίληψης, του οπτικοκινητικού συντονισμού, της αισθητηριακής αντίληψης, της ανάπτυξης των λεπτών κινήσεων,. του λόγου και της ακοής. Αργότερα οι στόχοι αλλάζουν ποσοτικά αλλά, κυρίως, ποιοτικά: τα παιχνίδια πρέπει να στοχεύουν στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, στην ομαδικότητα, αλλά και στην ανάπτυξη της δομής του λόγου, στην εξάσκηση περισσότερο περίπλοκων κινήσεων, κ.λπ.
Σε κάθε ηλικία, καλό θα είναι να απαιτείται η ενεργός συμμετοχή του παιδιού, για να μπορεί το παιχνίδι να λειτουργήσει ή να συνεχιστεί. Όμορφα παιχνίδια που απαιτούν απλώς το γύρισμα ενός διακόπτη για να τεθούν σε λειτουργία και κάνουν τα υπόλοιπα μόνα τους, αφήνοντας το παιδί να παρακολουθεί αμέτοχο την εξέλιξη του παιχνιδιού, δεν έχουν να προσφέρουν πολλά και γρήγορα καταλήγουν στο πατάρι. Το παιχνίδι πρέπει να ζουλιέται, να βιδώνεται, να κουμπώνεται, να συνδυάζεται, να πατιούνται διακόπτες και κουμπιά, να ακούγεται, να παρατηρείται, να ακολουθούνται οι κανόνες και οι οδηγίες του, να παρέχει επιβράβευση, αλλά και να «τιμωρεί» με κακή επίδοση τους παραβάτες.
Λίγο πριν βγείτε στην αγορά λοιπόν για τα δώρα της πρωτοχρονιάς, καλό θα είναι να λάβετε υπόψη σας τα εξής:
Την περίοδο των Χριστουγέννων τα περισσότερα παιδιά συγκεντρώνουν ένα μεγάλο αριθμό δώρων. Η συνήθης, δικαιολογημένη τους αντίδραση είναι η εξής: ασχολούνται με το καθένα από αυτά για λίγη ώρα και μετά, λόγω της αυξημένης περιέργειάς τους, ανοίγουν, περιεργάζονται και ασχολούνται για λίγο με το επόμενο. Προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο αυτό, είναι σκόπιμο –αν και όχι πάντα εφικτό- τις περιόδους των γιορτών οι γονείς να κρατούν ορισμένα δώρα και να τα εμφανίζουν στα παιδιά ένα- ένα και μετά τη μεσολάβηση ενός ικανοποιητικού χρονικού διαστήματος, στο οποίο το παιδί θα έχει προλάβει να ασχοληθεί αρκετά με το προηγούμενο δώρο. Εάν δεν τα καταφέρετε ωστόσο, μετά το τέλος των εορτών, συζητήστε με το παιδί και ζητήστε του να επιλέξει ποια από τα δώρα του θέλει να κρατήσει για τον Ιανουάριο, για παράδειγμα. Τα υπόλοιπα, θα απομακρυνθούν σε μια κούτα στο πατάρι, ως το Φεβρουάριο, όπου θα επιλεγούν εκ νέου τα παιχνίδια που το παιδί επιθυμεί για το μήνα.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Οι νηστείες που έχουν καθιερώσει οι διάφορες θρησκείες ή οι θυσίες τροφής των διαφόρων λαών προς τους θεούς, αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που παίζει η διατροφή σε κάθε πολιτισμό. Καταρχήν πρόκειται για μία διαδικασία που έχει έναν επικοινωνιακό χαρακτήρα, καθώς από την αρχή της ζωής η διατροφή απαιτεί την αλληλεπίδραση τουλάχιστον δύο ατόμων – βρέφους και μητέρας – και επηρεάζει σημαντικά το είδος του δεσμού που θα αναπτύξουν. Καθώς το άτομο μεγαλώνει, παρατηρούμε ότι η διαδικασία της διατροφής αρχίζει να συνδέεται στενά με δύο αισθήματα, την πείνα και την όρεξη. Και ενώ η πρώτη αποτελεί την κινητήρια δύναμη για την εύρεση τροφής, η δεύτερη επηρεάζεται σημαντικά από τη συναισθηματική κατάσταση και την ψυχολογική διάθεση του ατόμου και γι’ αυτό, όταν αναφερόμαστε σε διαταραχές διατροφής, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το ρόλο της.
Κατά την έναρξη της εφηβείας, τα περισσότερα κορίτσια αρχίζουν να ασχολούνται με την εμφάνισή τους – κάτι που μέχρι τότε δεν τα ενδιέφερε ιδιαίτερα – και κάνουν προσπάθειες για να γίνουν ελκυστικά. Καθώς συντελούνται ραγδαίες και απότομες αλλαγές στο σώμα τους, αρχίζουν συχνά να κυριεύονται από το φόβο της υπερβολικής αύξησης των διαστάσεών τους. Προκειμένου να αποφύγουν αυτό τον κίνδυνο, αρχίζουν να εφαρμόζουν αυστηρές δίαιτες και να βιώνουν περιόδους έντονου άγχους και θλίψης. Η διαταραχή του συναισθήματος κατά την περίοδο αυτή είναι δυνατό να οδηγήσει ορισμένα άτομα, κυρίως κορίτσια, στην εκδήλωση της ψυχογενούς ανορεξίας.
Η διάγνωση της ψυχογενούς ανορεξίας δεν μπορεί να βασιστεί απλά και μόνο στην εικόνα της υπερβολικής σωματικής αδυναμίας που μπορεί να παρουσιάζει κάποιο άτομο. Για να προχωρήσουμε σε διάγνωση, θα πρέπει αρχικά να βεβαιωθούμε ότι η εικόνα αυτή δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας άλλης ψυχικής διαταραχής (π.χ. κατάθλιψη) ή σωματικής ασθένειας (π.χ. υπερθυρεοειδισμός). Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξετάσουμε την εικόνα που έχει σχηματίσει το άτομο αυτό για το σώμα του. Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα άτομα με ψυχογενή ανορεξία, παρόλο που έχουν βάρος χαμηλότερο τουλάχιστον κατά 25% από το μέσο όρο, θεωρούν τους εαυτούς τους παχείς και εναντιώνονται στην αύξηση του βάρους τους. Ακόμη και στην περίπτωση που εξακολουθούν να χάνουν βάρος, ο φόβος της παχυσαρκίας διατηρείται.
Διάφορες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να ερμηνεύσουν την εμφάνιση της ψυχογενούς ανορεξίας. Οι θεωρίες που επικεντρώνονται στους βιολογικούς παράγοντες δίνουν έμφαση στην ύπαρξη κάποιας γενετικής προδιάθεσης, υποστηρίζοντας ότι οι ανορεκτικοί έχουν κληρονομήσει την προδιάθεση να αντιδρούν σε πιεστικές καταστάσεις μέσω της αποφυγής.
Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικές θεωρίες προκειμένου να ερμηνεύσουν την εμφάνιση της ψυχογενούς ανορεξίας, δίνουν έμφαση στους κοινωνικούς παράγοντες, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα επιδημιολογικά στοιχεία, τα οποία δείχνουν ότι η ψυχογενής ανορεξία εμφανίζεται κυρίως σε κορίτσια των μεσοαστικών οικογενειών του δυτικού κόσμου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ψυχογενής ανορεξία δεν παρατηρείται σε χώρες του «τρίτου» κόσμου.
Οι ψυχολογικές θεωρίες επικεντρώνονται κυρίως στο οικογενειακό σύστημα. Θεωρούν ότι οι έφηβες με ψυχογενή ανορεξία προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες, οι οποίες εμποδίζουν την προσαρμογή τους στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται την περίοδο αυτή. Πιο αναλυτικά, υποστηρίζουν ότι οι γονείς των ανορεκτικών ατόμων δεν αντιλαμβάνονται τα μηνύματα που στέλνει το παιδί, από τη βρεφική ακόμη ηλικία, αλλά εμμένουν στη δική τους ερμηνεία και επιβάλλουν την παρέμβαση που οι ίδιοι θεωρούν ως σωστή. Το παιδί καθώς μεγαλώνει παρουσιάζει την ιδανική εικόνα, εφόσον συμπεριφέρεται όπως θέλουν οι γονείς του. Όταν όμως μπει στη εφηβεία και φτάσει στην εποχή της ανεξαρτητοποίησης, επιχειρεί ενέργειες που οδηγούν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα, καθώς δεν έχει μάθει να λειτουργεί ως ξεχωριστεί οντότητα.
Επειδή τα αίτια της ψυχογενούς ανορεξίας είναι πολλά και διαφορετικά στην κάθε περίπτωση, η θεραπεία του ανορεκτικού παιδιού θα πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη των συγκεκριμένων παραγόντων που οδηγούν στην εμφάνιση της διαταραχής και να μη βασίζεται σε πρόωρες ερμηνείες που προκύπτουν από την υποστήριξη μιας συγκεκριμένης θεωρητικής κατεύθυνσης. Ο θεραπευτής λοιπόν θα πρέπει να υποστηρίξει το παιδί στην προσπάθειά του να εξερευνήσει τον εαυτό του και να βρει προσωπικές λύσεις. Παράλληλα, η δουλειά με την οικογένεια φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς συμβάλλει στην αλληλοκατανόηση των μελών και στην αναπροσαρμογή των μεταξύ τους σχέσεων.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Οι θερμές καλοκαιρινές μέρες, οι μέρες των διακοπών κυρίως, όταν τα παιδιά ευχαρίστως τρέχουν και παίζουν γυμνά στην παραλία ή αλλού, είναι μάλλον η καλύτερη περίοδος για την πρώτη απόπειρα απαλλαγής από τις πάνες
Καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της απόπειρας είναι η επιλογή της κατάλληλης στιγμής. Επιλέξτε γι’ αυτό μια περίοδο που το παιδί σας θα είναι σε καλή διάθεση, και δεν βιώνει έντονες καταστάσεις ή σημαντικές οικογενειακές αλλαγές, όπως π.χ. τη γέννηση ενός αδελφού/ής.
Η ηλικία που προτείνεται συνήθως για μια πρώτη εξοικείωση με το γιο-γιο, που προοδευτικά θα απαλλάξει το παιδί από την πάνα, είναι οι 18 μήνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι με τη συμπλήρωση των 18 μηνών θα πρέπει να αρχίσετε να πιέζετε το παιδί να βγάλει την πάνα. Η συμπεριφορά του παιδιού θα σας δηλώσει πότε το ίδιο είναι έτοιμο για μια τέτοια αλλαγή. Όταν το παιδί παραμένει στεγνό για μερικές ώρες ή μετά από ένα σύντομο υπνάκο, όταν αρχίσει να αναγνωρίζει και να δηλώνει, λεκτικά ή όχι, την επιθυμία του να κάνει τσίσα ή κακά, όταν δείξει ενδιαφέρον για το χώρο της τουαλέτας και τη χρήση της, τότε μάλλον έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να δεχτεί το γιογιό. Στην περίπτωση αυτή, χρήσιμο είναι να γνωρίζετε ορισμένες πρακτικές συμβουλές.
Σε κάθε περίπτωση, οπλιστείτε με υπομονή και επιμονή. Καλή επιτυχία!
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Μία από τις δυσκολίες της παιδικής ηλικίας, η οποία φαίνεται να ταλαιπωρεί ιδιαίτερα τόσο τα παιδιά όσο και τους γονείς τους, είναι η ενούρηση. Όταν αναφερόμαστε στην ενούρηση, εννοούμε την αδυναμία του παιδιού να αποκτήσει εκούσιο έλεγχο των σφιγκτήρων, να συγκρατεί δηλαδή τα ούρα του, μετά την ηλικία των 4 ή 5 ετών. Μέχρι την ηλικία αυτή το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών έχει επιτύχει τον έλεγχο των σφιγκτήρων. Ορισμένα παιδιά ωστόσο, εξακολουθούν να ‘βρέχονται’ τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.
Η ενούρηση μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας. Πιο συχνό εντούτοις είναι το φαινόμενο της νυχτερινής ενούρησης, καθώς δεν ελέγχεται το αντανακλαστικό της ούρησης εξαιτίας του ύπνου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι πολλά παιδιά, ενώ έχουν κατακτήσει των έλεγχο των σφιγκτήρων για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, ξαναρχίζουν να ‘βρέχονται’ εξαιτίας κάποιων γεγονότων. Αυτό το είδος της ενούρησης ονομάζεται δευτεροπαθής προκειμένου να διαφοροποιηθεί από την ενούρηση η οποία αναφέρεται σε παιδιά που εξακολουθούν να ‘βρέχονται’ τουλάχιστον μία φορά το μήνα και μετά το 5ο έτος (πρωτοπαθής ενούρηση).
Έχει παρατηρηθεί, ότι τα αγόρια παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό νυχτερινής ενούρησης, σε σχέση με τα κορίτσια (2: 1), γεγονός που αποδίδεται κυρίως στο βραδύτερο ρυθμό ωρίμανσής τους. Η ενούρηση αν και εμφανίζεται σε όλους τους πολιτισμούς και τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, παρατηρείται με μεγαλύτερη συχνότητα σε οικογένειες οι οποίες αντιμετωπίζουν αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, καθώς και σε ιδρύματα όπου η εκπαίδευση σε θέματα καθαριότητας δε γίνεται με συστηματικό τρόπο.
Αναφορικά με την αιτιολογία της συγκεκριμένης διαταραχής, θεωρείται ότι τόσο βιολογικοί όσο και ψυχολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν και εμποδίζουν το άτομο να αποκτήσει εκούσιο έλεγχο των σφιγκτήρων του. Ο βαθμός επιρροής της καθεμίας από αυτές τις δύο κατηγορίες παραγόντων, διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Ως βιολογικοί παράγοντες συνηθέστερα αναφέρονται η κληρονομικότητα, η λειτουργία της ουροδόχου κύστης, ο βαθύς ύπνος και η δύσκολη αφύπνιση των ενουρητικών ατόμων. Οι ψυχολογικοί παράγοντες εστιάζονται κυρίως στη στάση των γονέων και σε ορισμένα στοιχεία της προσωπικότητας των ενουρητικών παιδιών. Χωρίς να θεωρούμε ότι όλοι οι γονείς των παιδιών αυτών αποτελούν μία ομοιογενή ομάδα ως προς τα χαρακτηριστικά τους, διαπιστώνουμε ορισμένα κοινά σημεία ως προς τη γενική τους συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι οι γονείς αυτοί τηρώντας είτε μία υπερπροστατευτική είτε μία τιμωρητική στάση απέναντι στα παιδιά τους, συμβάλλουν στη συνέχιση ή την πρόκληση της ενούρησης. Οι μεν πρώτοι δείχνουν μία υπερβολική ανοχή στο θέμα της διαπαιδαγώγησης του παιδιού στην καθαριότητα, ενώ οι δεύτεροι δείχνουν μία υπερβολική αυστηρότητα η οποία συνήθως δεν εφαρμόζεται με συνεπή τρόπο. Στις περιπτώσεις της δευτεροπαθούς ενούρησης τα αίτια αναζητούνται κυρίως στο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς τις περισσότερες φορές η ενούρηση ξαναρχίζει εξαιτίας της γέννησης ενός μικρότερου αδελφού είτε λόγω κάποιου άλλου γεγονότος το οποίο επιφέρει μία οικογενειακή δυσαρμονία.
Τα ενουρητικά παιδιά έχουν καλή πρόγνωση, αφού τα περισσότερα σταματούν να ‘βρέχονται’ μετά την ηλικία των 10 ετών. Επειδή όμως η ενούρηση συχνά δημιουργεί στα παιδιά διάφορα άλλα δευτερογενή προβλήματα, όπως αίσθηση κατωτερότητας και χαμηλή αυτοεκτίμηση, που προκύπτουν συνήθως από τις κοροϊδίες των συνομηλίκων, τις τιμωρίες των γονέων ή το φόβο της έκθεσης μπροστά στους ξένους, θα πρέπει η θεραπεία να ξεκινάει εγκαίρως.
Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις εστιάζονται κυρίως στη συμβουλευτική των γονέων, την ψυχολογική στήριξη του παιδιού προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το άγχος και η ενοχή του, καθώς και την εκπαίδευση σε τεχνικές που βοηθούν στον έλεγχο της ενούρησης όπως είναι η εξάσκηση της κύστης και η χρήση συσκευών αφύπνισης. Η αναζήτηση ενός ειδικού από τη στιγμή που το πρόβλημα της ενούρησης αρχίσει να απασχολεί τους γονείς ή το παιδί, είναι το πρώτο βήμα προς την αντιμετώπισή του.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Το θέμα της κακοποίησης διαπραγματεύτηκε και περιέγραψε πρώτος ο παιδίατρος H. Kempe, το 1962. Ωστόσο, το φαινόμενο υπάρχει στην ανθρώπινη ιστορία από τα πολύ παλιά ακόμη χρόνια. Κακοποίηση συμβαίνει όταν κάποιο άτομο ή άτομα προκαλούν ή αφήνουν ηθελημένα με την απραξία τους να πάθει βλάβη η ψυχική ή/και η σωματική κατάσταση ενός παιδιού (ως «παιδί» ορίζεται κάθε άτομο που δεν έχει υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας). Έτσι, κακοποίηση δεν είναι μόνο η σεξουαλική, και μάλιστα με την έννοια της επαφής, αλλά και η χρησιμοποίηση χυδαίας γλώσσας προς το παιδί, η έκθεση του παιδιού σε μηνύματα ακατάλληλου περιεχομένου, η συνεχής υποτίμηση, η ψυχολογική τρομοκράτηση (λ.χ. απειλές ή εγκλεισμός), το ξύλο, η παραμέληση ιατρικής φροντίδας και ακόμη η μη παροχή των δυνατοτήτων σε ένα παιδί για νοητική, συναισθηματική, κοινωνική ανάπτυξη και ακαδημαϊκή εξέλιξη (λ.χ. πρόωρη διακοπή του σχολείου για οποιοδήποτε λόγο)
Τα άτομα τα οποία μπορεί να κακοποιήσουν ένα παιδί ενδέχεται να ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, στην ευρύτερη οικογένεια, και τέλος να εργάζονται ή να βρίσκονται στους χώρους που και το παιδί βρίσκεται καθημερινά ή συχνάζει (παιδική χαρά, σχολείο, γειτονιά, κλαμπ). Όσο πιο κοντά στο παιδί βρίσκεται το άτομο που το κακοποιεί, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αποκάλυψη του γεγονότος για τους εξής λόγους:
Πρώτα από όλα το ίδιο το παιδί αισθάνεται μπερδεμένο, γιατί εκτίθεται στη συμπεριφορά ενός ατόμου που υποτίθεται ότι ο ρόλος του είναι προστατευτικός. Δεύτερο, η ετοιμότητα των άλλων να δεχτούν τις αναφορές του και η δεκτικότητά τους είναι μειωμένη λόγω της δικής τους σχέσης με το θύτη. Τρίτο, γιατί το υπόλοιπο περιβάλλον των ενηλίκων (π.χ. γονείς) δεν θέλει να πληγεί από το κοινωνικό στίγμα.
Συνήθως ο θύτης απειλεί το παιδί ότι θα το δείρει εάν αποκαλύψει το γεγονός ή ότι απλώς δεν πρόκειται να γίνει πιστευτό και θα γελοιοποιηθεί. Επίσης, πολλοί θύτες χρησιμοποιούν αποπλανητικές τεχνικές που προκαλούν σύγχυση στο παιδί, ειδικά αν αυτό δεν είναι σίγουρο για το πού βρίσκονται τα κατάλληλα όρια.
Στις περιπτώσεις που το παιδί δέχεται πιέσεις από άλλα παιδιά, όπως για να αποδείξει τη γενναιότητά του με κάποια επικίνδυνη πράξη, θα πρέπει να έχει εκπαιδευτεί στο πώς θα αντισταθεί σε τέτοιου είδους πιέσεις.
Τα παιδιά πρέπει να μάθουν τα όρια του προσωπικού τους χώρου (και δεν εννοούμε βέβαια το δωμάτιό τους). Πρέπει να μάθουν επίσης ότι αυτά διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία (και αυτό σημαίνει ότι το ίδιο θέμα θα συζητηθεί σε διάφορες ηλικίες). Πρέπει να γνωρίσουν τα ιδιωτικά σημεία του σώματός τους (και αυτό προϋποθέτει ανοιχτή σεξουαλική αγωγή), καθώς και ποιες συμπεριφορές και αγγίγματα είναι αποδεκτά και ποια όχι. Μπορείτε για παράδειγμα να παίξετε το παιχνίδι με τις αναμενόμενες συμπεριφορές: Σε ένα πινακάκι θα απεικονίζονται με σκίτσα διάφορα πρόσωπα/ρόλοι (θείος, οδηγός ταξί, μαμά, δάσκαλος, γείτονας, άντρας σε αυτοκίνητο, παιδίατρος, κτλ). Σε ένα άλλο πινακάκι θα αναγράφονται διάφορες συμπεριφορές χαιρετισμού, σε κάθε μια από τις οποίες θα αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο χρώμα (πχ. άγγιγμα ιδιαιτέρων σημείων-κόκκινο, χάδια και χαριεντίσματα-πορτοκαλί, αγκαλιά-κίτρινο, χειραψία-πράσινο, γνέψιμο χαιρετισμού-μπλε, ματιά-σκούρο μπλε, αδιαφορία-μοβ). Το παιδί καλείται να χρωματίσει τα κουτάκια των προσώπων με τη συμπεριφορά χαιρετισμού που αποφασίζει πως αντιστοιχεί σε κάθε πρόσωπο/ρόλο.
Τα παιδιά σε πολλές περιπτώσεις (όπως σε οικογένειες που υπάρχει βία) αδυνατούν να μιλήσουν σε άτομα εκτός οικογένειας γιατί ντρέπονται, ή φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες, ή νιώθουν ότι πρέπει να υποστηρίζουν τις ενέργειες των γονιών, ακόμη κι αν αυτές παραβιάζουν τα όρια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα παιδιά πρέπει να έχουν μάθει (ίσως σε κάποια ειδικά μαθήματα στο σχολείο) ότι το να κρατούν πάντα μυστικά μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και να έχουν ενθαρρυνθεί να μοιράζονται στις κατάλληλες περιπτώσεις μυστικές πληροφορίες.
Τα παιδιά τελικά πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τις περιπτώσει στις οποίες πρέπει: να λένε «όχι», να κάνουν φασαρία, να τα «ψάλλουν» σε κάποιον ενήλικα που τα προσβάλλει, να απομακρύνονται, να τρέχουν στο πιο κοντινό ασφαλές σπίτι, κτλ. Στόχος μας είναι η όλη προσπάθεια να εστιαστεί στην πρόληψη. Όταν η κακοποίηση συμβεί, τότε τα πρόσωπα που φροντίζουν το παιδί πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό για θεραπευτική προσέγγιση.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Το σπίτι μιας σύγχρονης οικογένειας με μικρά παιδιά και εργαζόμενους γονείς μοιάζει συχνά με έκθεση παιχνιδιών, η οποία υπερβαίνει συνήθως τα όρια του παιδικού δωματίου και εκτείνεται στο σαλόνι, την κουζίνα και τους λοιπούς προσβάσιμους στο παιδί χώρους. Εάν ανήκετε στους υπερβολικά τακτικούς γονείς πιθανότατα ακολουθείτε καταπόδας τα παιδιά επανατοποθετώντας καθετί στην θέση του. Εάν πάλι είστε κι εσείς αδιόρθωτα ακατάστατοι, ενδεχομένως ελάχιστα αντιλαμβάνεστε την παιδική ακαταστασία μέσα στο ευρύτερο χάος που επικρατεί στο σπίτι. Σε κάθε περίπτωση, εάν τα παιδιά σας έχουν περάσει τα 2 έτη ζωής, καλό θα είναι με την πρώτη ευκαιρία να ξεκινήσετε την «περί τάξης» εκπαίδευση. Οι μέρες των διακοπών προσφέρονται για τέτοια εγχειρήματα, καθώς υπάρχει χρόνος αλλά και διάθεση για να ξεκινήσετε και να καταφέρετε να ολοκληρώσετε τόσο φιλόδοξα σχέδια. Εάν λοιπόν το αποφασίσετε, λάβετε υπόψη σας τα εξής:
Αν, βέβαια, το παιδί σας δεν διαθέτει το δικό του δωμάτιο μέσα στο σπίτι, καλό θα ήταν να του εξασφαλίσετε έναν αποκλειστικά δικό του χώρο σε κάποια γωνιά, όπου όχι μόνο θα βολεύει τα παιχνίδια του, αλλά και θα δικαιούται να δημιουργεί ανενόχλητο την…… απόλυτη ακαταστασία, με τον ίδιο τρόπο που και εσείς το καταφέρνετε στο δικό σας χώρο!
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Πολλοί είναι οι γονείς που εκδηλώνουν έντονο προβληματισμό για το χρόνο που τα παιδιά αφιερώνουν στην τηλεόραση, δίχως να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον που οι ίδιοι θα ανέμεναν για άλλες πιο ‘δημιουργικές’ δραστηριότητες. Στην καλύτερη περίπτωση, τα παιδιά απομακρύνονται συνήθως από την τηλεόραση με διαπραγματεύσεις, στη χειρότερη με καβγάδες και απειλές. Εντούτοις, η τηλεόραση δεν είναι από μόνη της απειλητική και στείρα σε παιδαγωγική γνώση. Η χρήση της είναι αυτή που την κάνει να λειτουργεί ενάντια στις παιδαγωγικές αρχές. Τροποποιώντας λοιπόν την έως τώρα λάθος χρήση της τηλεόρασης έχουμε σοβαρές πιθανότητες να μετατρέψουμε «το κουτί των…δαιμόνων», την ξελογιάστρα των παιδιών μας σε μια πολύτιμη πηγή μαθησιακής εμπειρίας, μια ανεξάντλητη πηγή γνώσης.
Για τα πολύ μικρά παιδιά η τηλεόραση μπορεί να τραπεί σε ένα σημαντικό βοηθητικό παράγοντα στην δύσκολη πορεία ανάπτυξης του λόγου. Αυτό όμως δεν είναι φυσικά δυνατό αν η τηλεόραση χρησιμοποιείται ως μια βολική και αδιαμαρτύρητη ‘νταντά’ χαμηλού κόστους. Δεν είναι αυτό δυνατό αν το παιδί παθητικά παρακολουθεί ότι του σερβίρεται ώρες ατελείωτες, όντας σε υποτονική σχεδόν κατάσταση, σε μια κατάσταση απάθειας και αποχαύνωσης (κατάσταση…‘νιρβάνα’).
Υπάρχουν, μη σας φαίνεται παράξενο, άριστα προγράμματα για τα παιδιά μας. Ίσως να μην είναι πολλά αλλά είναι σίγουρα αρκετά. Βοηθήστε τα παιδιά να γίνουν τα ίδια συμμέτοχοι των παιδικών εκπομπών από το σπίτι τους, να μπουν στο πετσί των εκπομπών αυτών και να διασκεδάσουν με τις διάφορες δραστηριότητες. Για παράδειγμα όταν τραγουδιούνται τραγούδια ενθαρρύνετε το παιδί που παρακολουθεί από το σπίτι να τραγουδήσει κι αυτό μαζί με τα πρόσωπα της εκπομπής. Όταν ερωτηθεί κάποια ερώτηση, μαντέψτε την απάντηση και συζητήστε γύρω απ’ αυτήν. Όταν παρουσιάζονται κάποια γράμματα της αλφαβήτου στο γυαλί, βοηθήστε το παιδί να τα ονομάσει και να ψάξει λέξεις που ξεκινούν με αυτά. .
Πέρα από τις παιδικές όμως εκπομπές υπάρχουν κι άλλες που ίσως γοητεύουν τους μικρούς μας φίλους. Απολαύστε τες αλλά ποτέ σιωπηλά. Αγκαλιάστε το μικρό παιδί και περιγράψτε μαζί του χρώματα (κόκκινο, κίτρινο), σχήματα (τρίγωνο, κύκλος), εικονιζόμενα συμβάντα και αντικείμενα.
Με τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά τολμήστε περιγραφές και περιλήψεις: Για παράδειγμα, ζητήστε του να σας πει τι έγινε σήμερα στην αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά. Εκεί βοηθήστε το παιδί να χρησιμοποιήσει λέξεις που δηλώνουν χρόνο (π.χ. την προηγούμενη μέρα, την επόμενη μέρα) χώρο (π.χ. μέσα, έξω, πάνω), τρόπο (γρήγορα, αργά, δυνατά, ήσυχα), αφηρημένες λέξεις και καλή, σύνθετη σύνταξη.
Με τον έφηβο είστε έτοιμοι πλέον να συζητήσετε τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, τις ενέργειές τους, τα αίτια και τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς τους. Αναφερθείτε στην υπόθεση κάποιας ταινίας καθώς και σε περιθώρια βελτίωσης αυτής (όλοι μπορούμε να γίνουμε για λίγο σεναριογράφοι).
Η τηλεόραση όταν χρησιμοποιείται κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργεί άριστες ευκαιρίες για σχολιασμό αντί να καθηλώνει το παιδί. Παρ’ όλα αυτά ο χρόνος μπροστά στην τηλεόραση δεν θα πρέπει να είναι αλόγιστος και θα πρέπει να ελέγχεται όπως άλλωστε και η ποιότητα των προγραμμάτων που το παιδί παρακολουθεί. Το ‘κονσερβοκούτι’ γίνεται τότε ένα ‘παράθυρο’ προς τον έξω κόσμο ή μια είσοδος υποδοχής του έξω κόσμου στο μικρό μας σπίτι. Μέσα από αυτή το άπειρο ακόμα παιδί πλουτίζει την γνώση και την εμπειρία του. Συγχρόνως η τηλεόραση αποκτά ρόλο ενεργό στην ανάπτυξη του λόγου και των γνωστικών ικανοτήτων αντί να ζαλίζει και να νυστάζει παιδικά μυαλά.
Προσπαθήστε να μην εκνευρίζεστε λοιπόν και να εμπλέκεστε σε άσκοπες διενέξεις με το παιδί. Ξεκινώντας από σήμερα κιόλας, θέστε το θέμα σε νέα βάση: γίνετε εμπνευσμένος συν-τηλεθεατής, οριοθετώντας τη χρήση της τηλεόρασης.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Στην καθημερινή ζωή, οι γονείς συχνά εκφράζουν παράπονα που σχετίζονται με τον ύπνο των παιδιών τους. Τα παράπονα που ακούγονται συνήθως αναφέρονται στη δυσκολία του παιδιού να πάει το βράδυ στο κρεβάτι του, στις λίγες ώρες ύπνου, στους νυχτερινούς εφιάλτες, τη νυχτερινή ενούρηση και την υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας. Από την άλλη μεριά όμως, παρατηρούμε ότι τα προβλήματα αυτά τείνουν να ελαχιστοποιούνται και να μην αντιμετωπίζονται, καθώς υπάρχει η αντίληψη ότι οι διαταραχές ύπνου είναι προσωρινές και ξεπερνιούνται μόνες τους. Η στάση αυτή των γονέων ενισχύεται συνήθως και από τα ίδια τα παιδιά, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε σχέση με τον ύπνο.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, η έλλειψη επαρκούς ύπνου για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου όσο και στην ψυχική του ηρεμία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στα παιδιά, οι διαταραχές αυτές φαίνεται ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να επηρεάσουν τόσο την κοινωνική και συναισθηματική τους εξέλιξη όσο και τη σχολική τους επίδοση. Προκειμένου λοιπόν να προληφθούν δευτερογενή προβλήματα, είναι σκόπιμη μία προσεκτική διαγνωστική αξιολόγηση του παιδιού, κατά την οποία θα προσδιοριστεί ο βαθμός της σοβαρότητας της συγκεκριμένης διαταραχής.
Αν για παράδειγμα το πρόβλημα είναι η αϋπνία, θα πρέπει να διερευνηθεί ποιοι παράγοντες-ιατρικοί, κοινωνικοί ή ψυχολογικοί- προκαλούν τη συγκεκριμένη διαταραχή, αν πρόκειται για μια μεταβατική ή περιστασιακή αϋπνία, καθώς και αν είναι πρωτογενής ή απόρροια άλλων διαταραχών όπως είναι το άγχος ή η κατάθλιψη. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η διαγνωστική εκτίμηση, ο ειδικός θα πρέπει να αξιολογήσει μια σειρά από παράγοντες όπως είναι η παιδιατρική εξέταση (που θα αποκλείσει ή θα προσδιορίσει τυχόν οργανική αιτιολογία), οι ιεροτελεστίες που ακολουθούνται την ώρα του ύπνου, οι ανησυχίες, οι φόβοι και τα προβλήματα που απασχολούν το παιδί τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι, η στάση των γονέων απέναντι στο πρόβλημα καθώς και οι περιβαλλοντικές συνθήκες. Στη συνέχεια θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης το οποίο θα διαφοροποιηθεί ανάλογα με το είδος και το βαθμό της σοβαρότητας του προβλήματος.
Στα προγράμματα αυτά σημαντική είναι και η συμβολή των γονέων, οι οποίοι εκπαιδεύονται στην εφαρμογή απλών χειρισμών, μέσω των οποίων τις περισσότερες φορές καταφέρνουν να χειριστούν με επιτυχία το πρόβλημα. Αυτοί οι χειρισμοί ως επί τo πλείστον αφορούν στην υγιεινή και τις συνήθειες του ύπνου καθώς και στις αντιδράσεις των γονέων απέναντι στο πρόβλημα του παιδιού. Όταν αναφερόμαστε στην υγιεινή του ύπνου επικεντρωνόμαστε συνήθως σε παράγοντες όπως είναι ο θόρυβος, η θερμοκρασία, η σωματική άσκηση, οι ώρες και το είδος διατροφής, οι οποίοι μπορούν να διαταράξουν τον ήρεμο ύπνο.
Ένα πρόγραμμα αποκατάστασης θα πρέπει επίσης να εκτιμά τις ιδιαίτερες ανάγκες και τους ρυθμούς του συγκεκριμένου παιδιού, παράγοντες για τους οποίους οι γονείς πολλές φορές αδιαφορούν, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ένα άκαμπτο πρόγραμμα ύπνου που συχνά επιφέρει διάφορα προβλήματα, όπως υπερκινητικότητα και εκνευρισμό. Για παράδειγμα, το παιδί που μόλις έχει επιστρέψει από ένα παιδικό πάρτι, πιθανά να βρίσκεται ακόμη σε υπερδιέγερση και να χρειάζεται κάποιο χρόνο για να χαλαρώσει πριν πέσει στο κρεβάτι.
Η στάση των μελών της οικογένειας μπορεί επίσης να ενισχύσει ή να βοηθήσει στην επίλυση των διαφόρων διαταραχών. Για παράδειγμα, ο φόβος για το σκοτάδι που μπορεί να νιώθει ένα παιδί, είτε γιατί έχει προϋπάρξει μια σύνδεση του σκοτεινού δωματίου με μια δυσάρεστη κατάσταση, είτε γιατί άκουσε από τους συνομήλικούς του διάφορες τρομακτικές ιστορίες που σχετίζονται με αυτό, μπορεί να ξεπεραστεί όταν, αντί να επιβάλουμε τιμωρίες, διδάξουμε στο παιδί τεχνικές που θα το βοηθήσουν να νιώσει ότι μπορεί να ελέγξει μόνο του τη φοβική κατάσταση.
Καθώς λοιπόν η ποιότητα του ύπνου έχει σημαντική επίπτωση στην ενεργητικότητα, την απόδοση, την καθημερινή λειτουργία και τη γενικότερη ευημερία του ατόμου, θα πρέπει να μην υποτιμάται αλλά αντίθετα να επιδιώκεται και να αντιμετωπίζεται άμεσα όταν διαπιστώνονται διαταραχές.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Γιατί μαλώνουν τα αδέλφια;
Όλα τα αδέλφια καβγαδίζουν κάποιες φορές, για τους ίδιους λόγους που καβγαδίζουν και οι μεγάλοι: θέλουν να γίνει το δικό τους εκείνη ακριβώς τη στιγμή και θυμώνουν εάν δεν αποκτήσουν ό,τι ζητούν, βλέπουν μόνο το δικό τους δίκιο δίχως να συμμερίζονται τη θέση του ‘αντιπάλου’, επιδιώκουν να προσελκύσουν την προσοχή, είναι κουρασμένα, νυσταγμένα, εκνευρισμένα ή θυμωμένα για άλλο λόγο και ξεσπούν. Συνηθέστερα τσακώνονται τα αδέλφια που έχουν μικρή διαφορά ηλικίας, ή είναι του ίδιου φύλου, οπότε έχουν παρόμοιες ανάγκες, δικαιώματα, υποχρεώσεις, άρα περισσότερα για να μοιραστούν, να συγκρίνουν, να διεκδικήσουν και να ανταγωνιστούν.
Πρέπει ο γονιός να παρεμβαίνει την ώρα του καβγά;
Αρχικά, καλό είναι τα παιδιά να έχουν την ευκαιρία να διαχειριστούν μόνα τους την κρίση και να επιλύσουν τις διαφορές τους. Ωστόσο, όταν η ένταση του καβγά δυναμώνει και η κατάσταση εξελίσσεται έκρυθμα, απαιτείται συχνά η παρέμβαση του γονέα για να ‘πέσουν οι τόνοι’ και να εξασφαλιστεί η διαχείριση του εν λόγω προβλήματος με πιο ήρεμο τρόπο. Να θυμάστε ότι η ώρα του καβγά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για συμβουλές, μην επιχειρήσετε λοιπόν τότε να τους διδάξετε τρόπους καλής συμπεριφοράς – αυτό μπορεί να γίνει σε μια ήρεμη συζήτηση, αργότερα, όταν θα έχει εκλείψει η αφορμή της διαμάχης. Εάν είναι απαραίτητο, χωρίστε τα παιδιά για λίγο απομακρύνοντάς τα σε διαφορετικούς χώρους και ζητήστε τους να επιστρέψουν στο ‘πεδίο της μάχης’ έχοντας σκεφτεί κάποιον καλύτερο τρόπο γα να διεκδικήσουν ό,τι θέλει το καθένα. Ενθαρρύνετε τις αμοιβαίες μικροπαραχωρήσεις που κατευνάζουν τα πνεύματα και φροντίστε να είστε αντικειμενικοί: αποφύγετε την παγίδα του να υποστηρίζετε σε κάθε καβγά τον πιο αδύναμο, ασχέτως του αν έχει δίκιο.
Υπάρχει τρόπος να περιοριστούν οι καβγάδες;
Πολύ σημαντικό είναι οι γονείς να ενισχύουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών, σεβόμενοι την προσωπικότητα και τη διαφορέτικότητά τους και αποφεύγοντας τις συγκρίσεις συμπεριφορών και επιδόσεων που υποδαυλίζουν την αντιζηλία και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Προκειμένου να βοηθήσετε να εξομαλυνθούν οι τεταμένες σχέσεις των παιδιών σας και να περιοριστούν οι καβγάδες τους, λάβετε υπόψη σας και τα εξής:
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Είναι αναμενόμενη η ζήλια του μεγαλύτερου προς το μικρότερο αδελφάκι;
Για ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό παιδιών, η ζήλια για το μικρότερο αδελφάκι είναι κάτι το φυσιολογικό, καθώς δηλώνει μια κατάκτηση στην ανάπτυξη του παιδιού, που καταδεικνύει την ικανότητά του να αγαπήσει. Επιπλέον, το παιδί που δείχνει τη ζήλια του και την ονοματίζει, δίνει την ευκαιρία στο γονιό να θέσει ως θέμα τη ζήλια και να τη συζητήσει με το παιδί, γεγονός που βοηθά στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Ωστόσο, κάποιες φορές η ζήλια συνιστά πρόβλημα για το οποίο πρέπει οι γονείς να αναζητήσουν τη βοήθεια ενός ψυχολόγου. Και αυτό εξαρτάται τόσο από την ένταση του συναισθήματος όσο και από την ηλικία του παιδιού που εκδηλώνει το συναίσθημα.
Από ποια ηλικία ζηλεύουν τα παιδιά;
Ενδείξεις ζήλιας ή φθόνου για το νεογέννητο αδελφάκι αρχίζουν να ανιχνεύονται από την ηλικία των 15 περίπου μηνών. Πριν από αυτή την ηλικία η ζήλια εκδηλώνεται περιστασιακά, καθώς το παιδί δεν είναι ακόμη αρκετά ώριμο για να εκφράσει το συναίσθημα αυτό.
Τι ακριβώς ζηλεύει το παιδί;
Αρχικά η ζήλια αφορά τη σχέση με τη μητέρα, την οποία το παιδί νιώθει να διαταράσσεται ή να απειλείται. Στη συνέχεια, το συναίσθημα διευρύνεται και εμπλέκει και τη σχέση με τον πατέρα. Οι πρωιμότερες εκδηλώσεις ζήλιας επικεντρώνονται γύρω από τη διαδικασία της λήψης τροφής: το μεγαλύτερο παιδί επιζητά την αγκαλιά της μητέρας την ώρα που εκείνη πρέπει να ταΐσει το μωρό ή παλινδρομεί και απαιτεί τη λήψη τροφής από το μπιμπερό, συνήθεια την οποία είχε ήδη ξεπεράσει.
Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, το παιδί συνειδητοποιεί ότι η μητέρα είναι ξεχωριστό πρόσωπο από το ίδιο και ότι υπάρχουν και άλλες μητέρες εκτός από τη δική του. Αρχίζει τότε να τη θεωρεί ιδιοκτησία του. Εάν το παιδί βρίσκεται σε αυτό το στάδιο της συναισθηματικής ανάπτυξης όταν γεννηθεί το μικρότερο αδελφάκι, επιχειρεί να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία του: «Η μαμά είναι δική μου και δεν σου τη δίνω». Με τον καιρό αρχίζει να συνειδητοποιεί, ότι η μητέρα του μπορεί να ανήκει και σε κάποιον άλλον. Και, καθώς το μικρότερο παιδί έχει περισσότερο την ανάγκη της μητέρας, το μεγάλο παιδί που είχε και εξακολουθεί να θέλει την αποκλειστικότητά της, αισθάνεται να τη μοιράζεται άνισα ή να τη στερείται εντελώς. Στο σημείο αυτό αρχίζει να νιώθει ζήλια και απειλεί οτιδήποτε νέο εμφανίζεται για να διεκδικήσει την προσοχή της μητέρας, πόσο μάλλον ένα νέο απαιτητικότατο μωρό.
Πώς μπορούμε να προλάβουμε τις εκδηλώσεις ζήλιας προς το νεογέννητο;
Παρόλο που η ζήλια για το νεογέννητο αδελφάκι είναι μία υγιής, φυσιολογική κατάσταση για αρκετά παιδιά, καλό θα ήταν να χειριστείτε το θέμα του νεοφερμένου στην οικογένειά σας με τρόπο που να ενισχύει και τη συναισθηματική ισορροπία του μεγάλου παιδιού. Ήδη από τη φάση της εγκυμοσύνης, προετοιμαστείτε μαζί για την αλλαγή που θα συμβεί στο σπίτι σας και τη ζωή σας. Είτε με λογικές εξηγήσεις, εάν το παιδί είναι σε θέση να κατανοήσει το λόγο, είτε με ιστορίες και εικονογραφημένα παραμύθια, αν το παιδί είναι πολύ μικρό, οφείλετε να ενημερώσετε το παιδί σας και όχι, αντ’αυτού, να πλέξετε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από το θέμα, προκειμένου να μην το πληγώσετε. Το παιδί, αν δεν γνωρίζει ήδη, σύντομα θα μάθει και εσείς τότε θα έχετε εκτεθεί.
Το μεγαλύτερο παιδί που έχει δεχθεί απεριόριστα το μητρικό ενδιαφέρον και έχει συσσωρεύσει ευχάριστες εμπειρίες, είναι βέβαια πιθανό να μην εκδηλώσει κανένα συναίσθημα ζήλιας με τον ερχομό του νεογέννητου. Ενδέχεται όχι μόνο να ‘επιτρέψει’ αλλά και να βοηθήσει τη μητέρα να περιποιηθεί το μωρό. Άλλωστε, πολλά είναι τα παιδιά που ταυτίζονται με τη μητέρα σε τέτοιες περιπτώσεις: μπαίνοντας στη θέση της, από τη μια μεριά φαντάζονται τον εαυτό τους σε αυτό το ρόλο και από την άλλη, της δίνουν την ελευθερία να εκφράσει φανερά τη φροντίδα της προς το νέο μέλος. Μια τέτοια στάση διαφυλάσσει τις ισορροπίες, ισχυροποιώντας και το ρόλο των μεγαλύτερων παιδιών, που αισθάνονται, ότι όλα τούτα συμβαίνουν επειδή τα ίδια το επέτρεψαν !
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Τι είδους ψέματα λένε συνήθως τα παιδιά;
Ένα παιδί, στην προσπάθειά του να καλύψει τη ζημιά που δεν έπρεπε να κάνει, επιμένει ότι η αδελφή του ευθύνεται για το ποτήρι που έσπασε.
Ένα άλλο, θέλοντας να εντυπωσιάσει τους φίλους του, περιγράφει με απίστευτες λεπτομέρειες το καινούριο αυτοκίνητο που υποτίθεται ότι αγόρασαν.
Και ένα άλλο σηκώνει το τηλέφωνο και κάνει φανταστικές συνομιλίες με τη γιαγιά, τις οποίες στη συνέχεια αφηγείται σε όλη την οικογένεια.
Και στις τρεις περιπτώσεις τα παιδιά εν γνώσει τους ψεύδονται. Οι λόγοι όμως που τα οδηγούν στην εκδήλωση αυτής της συμπεριφοράς είναι, προφανώς, διαφορετικοί.
Και βέβαια δεν πρέπει να συγχέουμε τα πραγματικά, επίμονα ψέματα με τις περιστασιακές υπερβολές που κάποια παιδιά χρησιμοποιούν σε διάφορες φάσεις ανάπτυξής τους και οι οποίες είναι απολύτως φυσιολογικές σε ορισμένα εξελικτικά στάδια.
Για ποιο λόγο ενδέχεται να πει ψέματα ένα παιδί;
Άλλοτε, τα παιδιά, γνωρίζοντας ότι θα υποστούν αυστηρές συνέπειες για τις «ανεπιθύμητες» πράξεις τους, καταφεύγουν στο ψέμα για να αποφύγουν την «τιμωρία».
Άλλοτε, νιώθοντας μειονεκτικά σε σχέση με τους συνομηλίκους του και έχοντας χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, χρησιμοποιούν το ψέμα προκειμένου να κερδίσουν την αποδοχή τους.
Άλλοτε, εκτιμώντας ότι οι γονείς τους έχουν υψηλές προσδοκίες στις οποίες τα ίδια δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν, λένε ψέματα για να τους ευχαριστήσουν.
Άλλοτε, στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, υποδύονται ρόλους χρησιμοποιώντας την έτσι κι αλλιώς ζωηρή φαντασία τους, προκειμένου να εξερευνήσουν σχέσεις και καταστάσεις.
Υπάρχουν παιδιά που δεν λένε ψέματα;
Στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας όπου κυριαρχεί το συμβολικό παιχνίδι και η δημιουργική φαντασία, όλα τα παιδιά λένε ψέματα. Δοκιμάζουν με τον τρόπο αυτό τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, γεγονός καθ’όλα φυσιολογικό και αναμενόμενο για τη δεδομένη φάση ανάπτυξης του παιδιού.
Μεγαλώνοντας ωστόσο, τα παιδιά που διαβιούν σε ασφαλή περιβάλλοντα, δέχονται τη γονεϊκή στοργή, ενθαρρύνονται να δράσουν αυτόβουλα και βιώνουν επιτυχίες για μικρούς και μεγαλύτερους στόχους που επιτυγχάνουν συνήθως δεν αισθάνονται την ανάγκητην ανάγκη να πούνε ψέματα.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς, εφόσον διαπιστώσουν ότι το παιδί λέει επίμονα ψέματα;
Καταρχήν θα πρέπει να βεβαιωθούν και όχι απλώς να υποψιάζονται ότι το παιδί λέει ψέματα. Και εάν κάτι τέτοιο όντως ισχύει, οφείλουν
Εάν διαπιστώσουν ότι παρά τις προσπάθειές τους, η σχέση τους με το παιδί παραμένει δυσλειτουργική και το παιδί εξακολουθεί να ψεύδεται με την ίδια εμμονή, η ανάγκη της εμπλοκής του ειδικού είναι υπαρκτή, καθώς κάποιοι βαθύτεροι λόγοι οδηγούν το παιδί στην ανάπτυξη αυτής της στρατηγικής, προκειμένου να αντιμετωπίσει καταστάσεις που βιώνει στην καθημερινή του πραγματικότητα.
Ο ειδικός θα κάνει μία διεξοδική εκτίμηση της συναισθηματικής κατάστασης του παιδιού, προκειμένου να ανιχνεύσει τα αίτια που γεννούν στο παιδί την ανάγκη του ψέματος. Έχοντας έτσι το συναισθηματικό προφίλ του παιδιού θα είναι σε θέση να προσανατολίσει τους γονείς σε λειτουργικούς τρόπους χειρισμού των προβληματικών καταστάσεων, όποτε αυτές δημιουργούνται, αλλά και πρόληψης αυτών.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ποιοι γονείς χαρακτηρίζονται υπερπροστατευτικοί;
Υπερπροστατευτικοί είναι οι γονείς που έχουν την τάση να προσφέρουν υπερβολική προστασία στο παιδί: αυτοί που ανησυχούν υπέρμετρα για την υγεία του, θέτουν συνεχώς υπό παρατήρηση τη συμπεριφορά του, σκέφτονται και αποφασίζουν για λογαριασμό του, αποθαρρύνουν, με δυο λόγια, την ανάληψη πρωτοβουλιών από το ίδιο.
Βοηθά ή όχι η υπερπροστατευτική συμπεριφορά του γονέα;
Η συμπεριφορά του υπερπροστατευτικού γονέα έχει άλλοτε κυριαρχικό και άλλοτε υποτακτικό χαρακτήρα : Από τη μια, εμποδίζει το παιδί να αποφασίσει και να ενεργήσει αυτόνομα, υποτάσσοντας το παιδί στις δικές του προσδοκίες και, από την άλλη, ως αντάλλαγμα, επιδεικνύει υπερβολική ανεκτικότητα σε κάθε ιδιοτροπία του παιδιού, εκπληρώνοντάς του κάθε επιθυμία.
Ένας τέτοιος συνδυασμός καταπίεσης και υποχωρητικότητας οδηγεί το παιδί στην έκφραση ενός συναισθήματος φόβου και αβεβαιότητας προς κάθε καινούρια εμπειρία, γεγονός που αναστέλλει τη φυσική του τάση για εξερεύνηση του κόσμου που το περιβάλλει και, επομένως, την ομαλή πορεία του προς την ωρίμανση.
Πώς μπορεί να επηρεάσει μια τέτοια συμπεριφορά το παιδί;
Ως επί το πλείστον, οι υπερπροστατευτικοί γονείς δημιουργούν υπερεξαρτημένα παιδιά, τα οποία εκδηλώνουν συνήθως τυπικές αντιδράσεις, όπως
Βέβαια, προκειμένου να χαρακτηρίσουμε τις παραπάνω συμπεριφορές ως φυσιολογικές ή προβληματικές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ηλικία στην οποία βρίσκεται το παιδί που τις εκδηλώνει. Η ανεξαρτητοποίηση του παιδιού προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί η δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού με τη μητέρα και έχει διέλθει η φάση προσκόλλησης του παιδιού σε αυτή.
Από ποια ηλικία είναι ανησυχητικές συμπεριφορές εξάρτησης του παιδιού;
Η εκδήλωση των παραπάνω συμπεριφορών θεωρείται -και είναι- απολύτως φυσιολογική από τον 7ο μήνα της ζωής του παιδιού. Τότε το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει μια ισχυρή συναισθηματική σχέση με τη μητέρα, η οποία κορυφώνεται γύρω στον 18ο μήνα, οπότε και σταδιακά υποχωρεί.
Στην ηλικία των 3 ετών, τα περισσότερα παιδιά μπορούν (και πρέπει να μπορούν) να αποχωριστούν τη μητέρα τους για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να εκδηλώσουν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Ενώ δηλαδή η εξάρτηση από τη μητέρα κρίνεται απαραίτητη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, θα πρέπει να μας προβληματίζει όταν εξακολουθεί να εκφράζεται με ακραία μορφή σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς είναι δυνατό να εμποδίσει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και να προκαλέσει ποικίλα δευτερογενή προβλήματα (όπως, για παράδειγμα, σχολική φοβία).
Πού πρέπει να αναζητήσει κανείς βοήθεια, γα να βοηθήσει το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί;
Εφόσον ο γονιός αρχίσει να προβληματίζεται για τις αντιδράσεις του παιδιού, καλό θα ήταν να ζητήσει τη συμβουλευτική υποστήριξη κάποιου ψυχολόγου, με του οποίου τη βοήθεια θα μπορέσει να τροποποιήσει αρχικά τη δική του συμπεριφορά, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να ενισχύσει και το ίδιο το παιδί να αυτονομηθεί.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ένα παιδί φαίνεται να είναι θλιμμένο, κάποιο άλλο δεν δείχνει ενδιαφέρον για καμία δραστηριότητα, ένα άλλο εκδηλώνει ανία και απάθεια. Η έκφραση τέτοιων συμπεριφορών προβληματίζει ορισμένες φορές τους γονείς, καθώς αναρωτιούνται αν πρόκειται για ένα απλό ξέσπασμα δυσφορίας ή για ένα κλινικό σύνδρομο, όπως είναι η κατάθλιψη.
Ο καθορισμός σαφών κριτηρίων για τη διάγνωση της κατάθλιψης στην παιδική ηλικία εμποδίζεται, καθώς το παιδί, συγκριτικά με τον ενήλικα, έχει μεγάλες δυσκολίες στο να αντιληφθεί τη δυσφορική του διάθεση και να την εκφράσει λεκτικά. Παρόλα αυτά, είναι κοινά αποδεκτό ότι η κατάθλιψη προκαλείται από μία πραγματική ή συμβολική απώλεια που, ανάλογα με τη μορφή της, διακρίνεται στην κατάθλιψη σαν σύμπτωμα, την κατάθλιψη σαν σύνδρομο και την κατάθλιψη σαν πάθηση:
Η κατάθλιψη στη νηπιακή και προσχολική ηλικία δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Παρότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας παρουσιάζουν συχνά μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από κλάματα, δυσφορία, ανορεξία, παράπονα για σωματικά ενοχλήματα και έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτά δεν επαρκούν για να δοθεί η διάγνωση της κατάθλιψης, διότι δεν διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κατάθλιψη στην ηλικία αυτή, όταν εμφανίζεται, αφορά κατά κύριο λόγο παιδιά τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή απώλεια ή τραύμα και μεγαλώνουν σε περιβάλλον στερημένο από ερεθίσματα ή μητρική φροντίδα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με σαφήνεια κατά πόσο η κατάθλιψη είναι γενετικά κληρονομούμενη ή αποτέλεσμα επίδρασης διαφόρων ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Όσον αφορά τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την επίδραση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων, αυτές υποστηρίζουν ότι, όταν η μητέρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού, αλλά, αντίθετα, προκαλεί με τη στάση της δυσάρεστες και στερητικές εμπειρίες, δημιουργείται στο παιδί μια αρνητική αίσθηση εαυτού. Εάν οι εμπειρίες αυτές είναι επαναλαμβανόμενες, συνιστούν τότε τον καταθλιπτικό πυρήνα της προσωπικότητας.
Η θεραπεία της κατάθλιψης στην παιδική ηλικία στοχεύει στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης του ατόμου. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, αναγκαία είναι η παρέμβαση τόσο στο ίδιο το παιδί όσο και στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Όπως σε όλα τα προβλήματα που αφορούν στα παιδιά, έτσι και εδώ, η κινητοποίηση των γονέων παίζει αποφασιστικό ρόλο. Για το λόγο αυτό, το πρώτο βήμα που θα πρέπει οι γονείς να κάνουν εφόσον παρατηρήσουν ανησυχητικά θλιμμένη ή απαθή συμπεριφορά στο παιδί τους είναι να αναζητήσουν τη γνώμη ενός ειδικού, ο οποίος θα μπορέσει να προσδιορίσει εάν όντως συντρέχουν λόγοι ανησυχίας. Στην περίπτωση αυτή, με την καθοδήγηση του ειδικού, θα πρέπει να συντονίσουν τη δράση τους ώστε να προσφέρουν αποτελεσματική βοήθεια στο παιδί που την έχει ανάγκη.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Τι ακριβώς σημαίνει επιλεκτική αλαλία;
Ο Γερμανός ερευνητής Kussmaul, στα τέλη του 19ου αι., έκανε για πρώτη φορά λόγο για παιδιά που, ενώ μιλούν εύκολα, αβίαστα, αυθόρμητα σε κάποιες περιστάσεις (π.χ. με τα μέλη της οικογένειας) σε κάποιες άλλες (παιδικό σταθμό, σχολείο, πάρτι, κά.) δείχνουν να αρνούνται τη λεκτική επικοινωνία, παραμένοντας πεισματικά βουβά. Τα παιδιά αυτά διαφέρουν από τα παιδιά που δεν μιλούν καθόλου, καθώς είναι παιδιά γλωσσικά ικανά να μιλήσουν, αλλά κατ’επιλογήν αποφεύγουν την λεκτική επικοινωνία, συστηματικά και σε βαθμό ανησυχητικό. Η συμπτωματολογία της επιλεκτικής αλαλίας διαφέρει από παιδί σε παιδί (π.χ. ένα παιδί ενδέχεται να μιλά μόνο στη μητέρα ή τον πατέρα ή άλλο μέλος της οικογένειας ή σε κανέναν), αλλά γενικά, η διαταραχή αυτή της συμπεριφοράς συνεπάγεται έμμονη άρνηση για ομιλία σε συγκεκριμένες (σημαντικές για το παιδί) κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. σχολείο) δεδομένης της ικανότητας λόγου στο παιδί.
Σε ποια ηλικία ενδέχεται να εμφανίσει ένα παιδί επιλεκτική αλαλία;
Συνήθως στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα μεταξύ 3-5 ετών, λίγο πριν την είσοδο δηλαδή του παιδιού στο δημοτικό σχολείο. Ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ τα περισσότερα προβλήματα λόγου θίγουν τα αγόρια περισσότερο από ότι τα κορίτσια (σε ποσοστό περίπου 3/1), στην περίπτωση της επιλεκτικής αλαλίας, η συχνότητα εμφάνισης του προβλήματος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών είναι ίση και μάλιστα, κάποιες φορές, είναι περισσότερα τα κορίτσια που εμφανίζουν το πρόβλημα παρά τα αγόρια.
Μήπως το παιδί απλώς ντρέπεται να μιλήσει εκτός της οικογένειας;
Πολλοί είναι οι γονείς που αναρωτιούνται μήπως τελικά η επιλεκτική αλαλία είναι ένας ‘σύγχρονος’ διαγνωστικός όρος των ειδικών, που περιγράφει το γνωστό σε όλους μας ‘ντροπαλό’ παιδί, ένα παιδί που απλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε νέα περιβάλλοντα και εκδηλώνει τη δυσκολία του αυτή με το να αποφεύγει να μιλά. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Για να δοθεί η διάγνωση της επιλεκτικής αλαλίας απαιτείται συστηματική, πεισματική σιωπή του παιδιού σε ένα ή περισσότερα σημαντικά (για το παιδί) περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου, για χρονικό διάστημα από 8 εβδομάδες (το λιγότερο) έως και δύο χρόνια (το περισσότερο)! Δικαιολογείται ένα τόσο μεγάλο διάστημα επιλεκτικής σιωπής από ένα απλά ‘ντροπαλό παιδί’ ή μήπως η σιωπή αυτή αποτελεί έκκληση του παιδιού για βοήθεια;
Ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί;
Τόσο για να διαγνωστεί το πρόβλημα όσο και για να αποκατασταθεί, απαιτείται η συνεργασία ειδικών από το χώρο της ψυχικής υγείας (ψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων) και της επικοινωνίας (λογοπεδικών / λογοθεραπευτών – οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά). Κι αυτό γιατί τα αίτια της επιλεκτικής αλαλίας αφορούν δυσκολίες στην κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού που σχετίζονται άμεσα με θέματα επικοινωνίας, τα οποία αφού διερευνηθούν αποκαθίστανται με τη συνεργασία των γονέων και ανθρώπων που εμπλέκονται στα πλαίσια όπου εντάσσεται το παιδί και επιλέγει να μη μιλά.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Έχει παρατηρηθεί, πως όταν ένα παιδί παρουσιάζει επιθετική και καταστροφική συμπεριφορά γίνεται αμέσως αντιληπτό από τους γονείς του, τους δασκάλους του και τους συνομηλίκους του, καθώς διαταράσσει το ήρεμο κλίμα τόσο στη σχολική όσο και στην οικογενειακή ζωή. Αντίθετα, το παιδί που είναι ντροπαλό και μοναχικό, επειδή συνήθως δεν δημιουργεί πρόβλημα στους γύρω του, περνά απαρατήρητο μέσα στην τάξη και δύσκολα προκαλεί ανησυχία στους γονείς του. Η συμπεριφορά ενός τέτοιου παιδιού χαρακτηρίζεται συνήθως από εσωστρέφεια, συστολή και απροθυμία για ανάπτυξη κοινωνικών επαφών.
Ενώ ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών παρουσιάζονται ως δειλά και αγχώδη όταν βρίσκονται με άγνωστα πρόσωπα – ιδιαίτερα κατά τη νηπιακή και την πρώτη εφηβική ηλικία – θα πρέπει, προκειμένου να χαρακτηρισθεί αυτή η συμπεριφορά ως φυσιολογική ή μη, να διερευνηθούν 3 παράγοντες:
Τα ερευνητικά δεδομένα που διαθέτουμε μας πληροφορούν ότι η ντροπαλότητα δεν είναι εγγενής, δηλαδή το παιδί δεν γεννιέται με αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά μαθαίνεται. Προκειμένου λοιπόν να εξετάσουμε την εκδήλωση της ντροπαλότητας, θα πρέπει να καταρχήν να αναφερθούμε στις γενεσιουργές της αιτίες. Σε πολλές περιπτώσεις, η εκδήλωση ντροπαλότητας και συστολής από το παιδί αποτελεί μια μορφή άμυνας σε καταστάσεις τις οποίες το ίδιο αντιλαμβάνεται ως απειλητικές. Για παράδειγμα, ένα παιδί δίχως εμπιστοσύνη στις κοινωνικές του δεξιότητες χαρακτηρίζεται από ένα χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης και βιώνει τις διάφορες διαπροσωπικές σχέσεις ως απειλή, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν άγνωστα πρόσωπα. Ως μορφή άμυνας σε μια τέτοια κατάσταση, το παιδί καταφεύγει στην κοινωνική απομόνωση και, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητο, δίνει την εντύπωση άβουλου ατόμου.
Το γεγονός ότι πολλά παιδιά δεν έχουν αναπτύξει τις κοινωνικές τους δεξιότητες, φαίνεται ότι σχετίζεται με τον τρόπο εκπαίδευσής τους στις δεξιότητες αυτές. Συγκεκριμένα, γονείς που δυσκολεύονται οι ίδιοι να χειριστούν διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, προσφέρουν στα παιδιά τους ακατάλληλα πρότυπα συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα τα παιδιά, ταυτιζόμενα μαζί τους, να εκδηλώνουν ανάλογη συμπεριφορά. Άλλες φορές πάλι, το χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης που νιώθουν πολλά ντροπαλά παιδιά, έχει ως βάση είτε την υπερβολική πειθαρχία και την απαιτητική στάση των γονέων, είτε την υπερπροστατευτική τους συμπεριφορά. Πιο αναλυτικά, όταν οι απαιτήσεις των γονέων είναι υπερβολικές, το παιδί νιώθει ανίκανο ή απρόθυμο να ανταποκριθεί σε αυτές. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό, η αρνητική στάση να γενικευθεί και σε άλλες κοινωνικές καταστάσεις, όπου το παιδί θεωρεί ότι καλείται να αντιμετωπίσει ανάλογες απαιτήσεις. Επιπλέον, το χαμηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης, και κατ΄ επέκταση η δειλία, καλλιεργείται στο παιδί όταν οι υπερπροστατευτικοί γονείς δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης κάθε φορά που αυτό επιχειρεί να διευρύνει τις κοινωνικές του επαφές εκτός σπιτιού.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα λέγαμε καταρχήν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει ένας γονέας την ντροπαλότητα του παιδιού είναι να αποφύγει την έκφραση αποδοκιμασίας και θυμού κάθε φορά που αυτή εκδηλώνεται. Αντίθετα, ο γονέας θα πρέπει να κατανοήσει τη δυσκολία του παιδιού και να ενισχύσει κάθε προσπάθεια ‘ανοίγματός’ του, μέσα από τον έπαινο και την ενθάρρυνση. Επίσης, σημαντικό είναι να γνωρίζει ο γονέας ότι η επαφή με νέα πρόσωπα πρέπει να γίνει σταδιακά: προτιμότερο είναι η προσπάθεια να ξεκινήσει από το σπίτι – το οποίο είναι γνώριμος χώρος για το παιδί – και στη συνέχεια να επεκταθεί σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Τέλος, όταν η ντροπαλότητα εκφράζεται υπερβολικά και δεν υποχωρεί παρ΄ όλες τις προσπάθειες, θα πρέπει να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού, προκειμένου να διερευνηθεί αν τα αίτια της είναι περισσότερο περίπλοκα και δυσδιάκριτα.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Βιώνουν άγχος τα μικρά παιδιά;
Τα παιδιά ενδέχεται να νιώθουν άγχος με διάφορες αφορμές στην καθημερινότητά τους, γεγονός που τα κάνει να είναι πιο «τεντωμένα» και «σφιγμένα» από ό,τι συνήθως ή να παραπονιούνται για σωματικές ενοχλήσεις, χωρίς προφανή οργανική αιτία. Μια τέτοια κατάσταση δεν είναι βέβαια ανησυχητική, καθώς με την υποστήριξη των γονέων και με την προσωπική εμπειρία που συσσωρεύεται στο πέρασμα του χρόνου τα παιδιά μαθαίνουν να διαχειρίζονται καλύτερα τις αγχογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας. Όταν όμως τα συμπτώματα του άγχους εμφανίζονται με μεγάλη ένταση για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε ενδέχεται το παιδί να υποφέρει από αγχώδη νεύρωση, κατάσταση σημαντικά σοβαρότερη από την απλή κρίση άγχους.
Τι ακριβώς είναι η αγχώδης νεύρωση;
Η αγχώδης νεύρωση, παρότι παρατηρείται συχνότερα στους ενήλικες, μπορεί να εμφανιστεί και σε μικρότερες ηλικίες, ειδικά στην προ-εφηβική και εφηβική ηλικία, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνιση συμπτωμάτων ακόμη και στη νηπιακή ηλικία, και εκδηλώνεται συχνότερα στα πρωτότοκα παιδιά (το φύλο δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο).
Το παιδί με αγχώδη νεύρωση:
Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει μία τέτοια συμπεριφορά;
Η αγχώδης νεύρωση μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια, ανάλογα με τον τρόπο εκδήλωσης των συμπτωμάτων. Η οξεία μορφή χαρακτηρίζεται από άγχος μεγάλης έντασης ή κρίσεις πανικού, οι οποίες διαρκούν από λίγα λεπτά έως μισή ώρα, κάνουν την εμφάνισή τους απότομα και στη διάρκειά τους το παιδί παρουσιάζει ενδέχεται να παρουσιάσει δυσκολίες στην αναπνοή, εφίδρωση, αντιδράσεις τρόμου και να ζητήσει βοήθεια από τους γύρω του, καθώς φοβάται ότι θα του συμβεί κάποιο μεγάλο κακό (π.χ. θα πεθάνει). Οι κρίσεις μπορεί να επανεμφανιστούν, να σταματήσουν ή να εξελιχθούν σε νεύρωση χρόνιας μορφής. Η χρόνια μορφή, αντίθετα από την οξεία, εισβάλλει σταδιακά και χαρακτηρίζεται από περιόδους εξάρσεων ή υφέσεων, με διάρκεια από μερικούς μήνες μέχρι και χρόνια.
Πώς μπορεί να βοηθήσει ο γονιός;
Το παιδί με αγχώδη νεύρωση βιώνει μια δυσάρεστη εμπειρία, εξαιτίας αφενός, των σωματικών ενοχλημάτων που προκαλούνται και αφετέρου, της ψυχολογικής κατάστασης στην οποία περιέρχεται. Επιπρόσθετα, προκύπτουν δευτερογενή προβλήματα, όπως η αδυναμία συγκέντρωσης, η μείωση της απόδοσης στο σχολείο, ο περιορισμός της κοινωνικότητας κ.ά. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες του παιδιού θα πρέπει οι γονείς να απευθυνθούν σε ψυχολόγο, παιδοψυχίατρο ή στους δημόσιους φορείς ψυχικής υγείας, ώστε να ελεγχθεί η φύση και το εύρος των συμπτωμάτων που εκδηλώνει το παιδί και να παρασχεθεί η κατάλληλη βοήθεια, ώστε να διασφαλιστεί η ψυχική υγεία του παιδιού και να αποκατασταθούν οι οικογενειακές ισορροπίες. Πρέπει να σημειωθεί, ότι πολύ συχνά, το αγχώδες παιδί έχει και γονείς με αγχώδη συμπεριφορά, που ενδέχεται να αντιδρούν με υπερβολικό τρόπο στις δυσχέρειες που προκύπτουν και τείνουν να είναι υπερπροστατευτικοί, αγωνιώντας και φροντίζοντας να προφυλάξουν το παιδί από κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο, ακόμη και ακαθόριστο.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ο φόβος είναι μία αντίδραση του οργανισμού που θέτει το άτομο σε εγρήγορση, όταν βρεθεί σε κατάσταση κινδύνου. Η εγρήγορση εξασφαλίζει στο άτομο την ετοιμότητα να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο κίνδυνο, και γι΄ αυτό λέμε ότι ο φόβος έχει ένα λειτουργικό- προσαρμοστικό χαρακτήρα.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις κατά τις οποίες οι φοβικές αντιδράσεις εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες, δηλαδή χωρίς την παρουσία κάποιας κατάστασης κινδύνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος έχει ένα δυσπροσαρμοστικό χαρακτήρα, καθώς αρχίζει να ταλαιπωρεί το άτομο δίχως να υπάρχει αντικειμενικός λόγος ανησυχίας. Όταν λοιπόν ένα άτομο εκδηλώνει μια φοβική αντίδραση πολύ έντονα σε σχέση με τη φοβική κατάσταση και με μεγάλη συχνότητα, τότε λέμε ότι το άτομο υποφέρει από κάποια φοβία.
Οι φοβίες δεν είναι αποκλειστικό ‘προνόμιο’ των ενηλίκων, καθώς γνωρίζουμε ότι και πολλά παιδιά ταλαιπωρούνται από αυτές. Οι πιο κοινές παιδικές φοβίες είναι η σχολική φοβία (επίμονη άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο), η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα) και ο φόβος για το σκοτάδι.
Βέβαια, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ‘φοβία’ για τις φοβικές αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά. Ορισμένες από αυτές μπορεί να φαντάζουν υπερβολικές στα μάτια των ενηλίκων, για το παιδί όμως να είναι μία φυσιολογική αντίδραση φόβου σε μια κατάσταση που από το ίδιο βιώνεται ως πραγματικά επικίνδυνη.
Για να εκτιμήσουμε εάν ένα παιδί με κάποια φοβία χρειάζεται θεραπεία, θα πρέπει να εκτιμήσουμε κυρίως 3 παράγοντες: α) τη συχνότητα εμφάνισης του φόβου β) αν ο φόβος είναι κοινός και γ) αν επιτρέπει στο άτομο να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Για παράδειγμα, ένας συνηθισμένος φόβος, όπως είναι ο φόβος για τα φίδια, ο οποίος δεν εκδηλώνεται με μεγάλη συχνότητα, δεν εμποδίζει ένα άτομο που έρχεται σπάνια σε επαφή με ένα τέτοιο ερέθισμα να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Αντίθετα, για ένα παιδί, η σχολική φοβία που το αναγκάζει να απουσιάζει συστηματικά από το σχολείο, έχει αρνητική επίπτωση στη ζωή του.
Η ανάπτυξη των φόβων επηρεάζεται τόσο από την ιδιοσυγκρασία και τις προσωπικές εμπειρίες του ατόμου, όσο και από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντος κατά την εκδήλωση του φόβου. Για το λόγο αυτό, η στάση των γονέων παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση ή την αποδυνάμωση των φόβων του παιδιού. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι χειρισμοί που χρησιμοποιούν κάποιοι γονείς προκειμένου να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα. Ως τέτοιοι χειρισμοί αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες οι γονείς αγνοούν και δεν δίνουν σημασία στους φόβους των παιδιών τους, για να μην «το κάνουν θέμα» και εστιάσουν την προσοχή του παιδιού σ’αυτό, ή φέρνουν το παιδί, δια της βίας, σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, προκειμένου να εξοικειωθεί με αυτό και έτσι να το ξεπεράσει. Εξίσου αναποτελεσματική αποδεικνύεται και η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου από το παιδί, με τη σκέψη ότι αυτό θα το ηρεμήσει.
Η ουσιαστική βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε στο παιδί που ταλαιπωρείται από τους φόβους του, είναι να το βοηθήσουμε να αναπτύξει δεξιότητες μέσω των οποίων θα μπορέσει να αντιμετωπίσει μόνο του τη φοβική κατάσταση. Αν για παράδειγμα ένα παιδί φοβάται το σκοτάδι, ο γονέας θα πρέπει να του δείξει που βρίσκεται ο διακόπτης του φωτός ή να τοποθετήσει ένα φακό δίπλα στο κρεβάτι του, ώστε το παιδί να μπορέσει, με δική του πρωτοβουλία να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όποτε προκύψει.
Επίσης, σημαντικό είναι το παιδί να έρθει σταδιακά σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο, ώστε να νιώσει ασφαλές και να μη βρεθεί σε κατάσταση πανικού. Για παράδειγμα, αν το παιδί έχει ένα γενικευμένο φόβο για τα ζώα, έχει σημασία να αρχίσει να αλληλεπιδρά με το λιγότερο επιθετικό ζώο. Αυτή η αλληλεπίδραση θα πρέπει να περάσει από διάφορα στάδια: πρώτα το παιδί, μαζί με το γονέα, να αντικρίσει το ζώο από μεγάλη απόσταση, έπειτα να έρθει βαθμιαία σε κοντινότερη επαφή και τελικά να το αγγίξει. Ο γονέας θα πρέπει συγχρόνως να διαβεβαιώνει το παιδί, τόσο με λόγια αλλά κυρίως και με τις πράξεις του, ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν αποτελεί απειλή.
Τέλος, αν παρά τους διαφόρους χειρισμούς, το παιδί εξακολουθεί να φοβάται, θα πρέπει να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού, ώστε να προληφθούν οι συναισθηματικές διαταραχές που μπορεί να προκύψουν από μία τέτοια κατάσταση.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Όλα τα παιδιά εκπροσωπούν στην ενήλικη σκέψη την αγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Στα παραμύθια, στις μεταξύ μας συζητήσεις αλλά και στη διαπροσωπική επαφή μας με το παιδί, εμείς οι «μεγάλοι» συνηθίζουμε να βλέπουμε τον καλό και ηθικό του εαυτό. Ωστόσο, δεν είναι λίγες και οι φορές που γινόμαστε μάρτυρες εκδήλωσης παιδικής επιθετικότητας.
Οι θεωρητικές απόψεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα αίτια της ανθρώπινης επιθετικότητας φαίνεται πως διίστανται: η μία άποψη θεωρεί την επιθετικότητα ως έμφυτη τάση, αποδίδοντάς της χαρακτήρα ενστίκτου. Η δεύτερη την εκλαμβάνει ως προϊόν μάθησης, προσδίδοντάς της, κατ΄ επέκταση, διάσταση κοινωνικού φαινομένου.
Ως φυσική τάση, η επιθετικότητα είναι μία από τις δυο βασικές πηγές ενεργητικότητας του ατόμου. Ταυτόχρονα όμως, ως συμπεριφορά, συνιστά μια άμεση ή έμμεση αντίδραση στη ματαίωση. Και μ΄ αυτή την έννοια εμφανίζεται από τη στιγμή της γέννησης ή και ακόμα πιο πριν.
Η επιθετικότητα αναδύεται φυσιολογικά και αποτελεί μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις της είναι διαφορετικές σε κάθε στάδιο εξέλιξης του παιδιού, ακριβώς επειδή σε κάθε αναπτυξιακή φάση είναι διαφορετική η ικανότητα ανοχής στη ματαίωση που διαθέτει το παιδί. Ένα βρέφος, για παράδειγμα, έχει μικρότερη ικανότητα ανοχής σε σχέση μ’ ένα παιδί νηπιακής ηλικίας.
Επιπλέον, η έκφραση της επιθετικότητας διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Οι ατομικές διαφορές κλιμακώνονται σε ένα φάσμα που εκτείνεται από τη διεκδικητικότητα ως την παθητικότητα. Ορισμένα παιδιά εκδηλώνουν ανοιχτά επιθετικές συμπεριφορές, τις οποίες οι ενήλικοι οφείλουν να αντιμετωπίσουν ή να ελέγξουν, προκειμένου να προλάβουν ενδεχόμενα καταστρεπτικά αποτελέσματα. Άλλα παιδιά όμως συγκαλύπτουν την εξίσου έντονη –ενδεχομένως- επιθετικότητά τους, στο πλαίσιο μιας παθητικής συμπεριφοράς, η οποία δεν προκαλεί συνήθως την προσοχή και δεν αναστατώνει με τον ίδιο τρόπο το ενήλικο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν παιδιά που εκφράζουν και άλλα που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους. Οποιαδήποτε και αν είναι η έκφραση του κάθε παιδιού, η δυσκολία που βιώνει και υποκινεί τη συμπεριφορά του παραμένει ίδια.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συμπεριφοράς των τολμηρών και συνεσταλμένων παιδιών. Το τολμηρό παιδί έχει την τάση να εκδηλώνει, να εκφράζει την επιθετικότητα του. Εάν λοιπόν καταπιέζεται, εάν αισθάνεται ότι περιορίζεται από τα όρια που του τίθενται, βρίσκει, μέσα από την εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς, κάποια ανακούφιση. Το συνεσταλμένο παιδί από την άλλη, έχει την τάση να βλέπει την επιθετικότητα όχι στον εαυτό του, αλλά στους άλλους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν ανακουφίζεται, αλλά βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς προσμονής για τη δυσκολία που θα έρθει από έξω. Πολλά παιδιά που δεν εκφράζουν την επιθετικότητα τους βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αυτοελέγχου, η οποία τους δημιουργεί συνεχή ένταση. Για το λόγο αυτό, τέτοια παιδιά ενδέχεται να παρουσιάσουν παροδικά ξεσπάσματα οργής και επιθετικής συμπεριφοράς.
Η εμφάνιση του εποικοδομητικού παιχνιδιού και η διατήρηση του είναι ένδειξη υγείας στο παιδί. Το παιχνίδι εξασφαλίζει στο παιδί ποικίλες δυνατότητες ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, του επιτρέπει να βιώσει ό,τι ενυπάρχει στη δική του εσωτερική πραγματικότητα. Μέσα στο παιχνίδι των παιδιών εκδηλώνεται συχνά επιθετικότητα, προκειμένου να εκτονωθούν αισθήματα αγάπης και μίσους. Η επιθετική συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει και δεν δηλώνει ένα παιδί που μισεί. Μπορεί εξίσου συχνά να υποδεικνύει το παιδί που αγαπά. Τα παιδιά τείνουν να αγαπούν αυτό που πληγώνουν. Η τάση αυτή αποτελεί μέρος της ζωής τους. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι πώς θα κατασταλεί η επιθετικότητα σ΄ ένα παιδί, αλλά πώς το παιδί θα ανακαλύψει τον τρόπο να υποτάξει τις επιθετικές του δυνάμεις στα καθήκοντα της αγάπης, του παιχνιδιού, του σχολείου και, πολύ αργότερα, της εργασίας.
Προκειμένου να επιτευχθεί η ποιοτική αυτή μεταστροφή και διοχέτευση της επιθετικότητας στη δημιουργία, ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρουσία και η στήριξη της αρκετά καλής μητέρας και πατέρα. Επιπλέον όμως, απαιτείται χρόνος ώστε το παιδί να ελέγξει και εν συνεχεία να υποτάξει τις επιθετικές του ιδέες, δίχως όμως να χάσει την ικανότητα του να εκφράζει την επιθετικότητα του όταν χρειάζεται και όσο πρέπει. Η επιθετικότητα εξασφαλίζει την εκφόρτιση έντονων συναισθημάτων. Και μια τέτοια διαδικασία είναι πάντα υγιής, είτε πρόκειται για αισθήματα αγάπης είτε μίσους.
H γονεϊκή στάση απέναντι στην Eπιθετικότητα
Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η στάση των γονέων μπορεί να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει την εκδήλωση επιθετικότητας από τα παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η προσεκτική παρατήρηση του παιδιού. Συχνά, οι λόγοι που οδηγούν ένα παιδί στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς δεν γίνονται εύκολα κατανοητοί. Για παράδειγμα, η εκδήλωση επιθετικότητας μπορεί να είναι απόρροια της ζήλιας που νιώθει ένα παιδί για τον αδελφό του ή της επιθετικότητας που δέχεται το ίδιο από κάποιο άλλο παιδί στο σχολείο.
Οι λόγοι για τους οποίους το κάθε παιδί εκφράζει επιθετικότητα είναι διαφορετικοί και γι΄ αυτό απαιτούνται εξατομικευμένοι χειρισμοί. Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές η συμβουλευτική υποστήριξη ενός ειδικού. Ωστόσο, είναι πάντοτε χρήσιμο να εξηγούμε στο παιδί, αφού πρώτα ηρεμήσει, γιατί η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη και πώς τελικά αυτή η συμπεριφορά αποβαίνει εις βάρος του. Η βιωματική κοινωνική εμπειρία των παιδιών λίγες φορές επαρκεί για να τους εξασφαλίσει τη γνώση των νόμων –ρητών και άρρητων– της ανθρώπινης συνύπαρξης. Οφείλουμε λοιπόν πρώτα να οριοθετήσουμε ό,τι αρμόζει ως κοινωνική συμπεριφορά, προτού προβούμε σε ποινές για ό,τι κρίνεται ανάρμοστο.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Το θέμα των ορίων που πρέπει να τεθούν στη συμπεριφορά του παιδιού φαίνεται να απασχολεί σήμερα τους γονείς περισσότερο από παλιά. Αν προβληματίζεστε πώς πρέπει να το χειριστείτε, δοκιμάστε τα εξής:
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ένας μεγάλος αριθμός γονέων που απευθύνονται σε ψυχολόγους προκειμένου να αντιμετωπίσουν «δύσκολες» συμπεριφορές των παιδιών τους, παραπονιέται για ιδιαίτερα βίαιες αντιδράσεις πείσματος και θυμού σε περιπτώσεις που αποφασίζεται κάτι αντίθετο προς τη θέληση του παιδιού. Όλοι μας έχουμε υπάρξει μάρτυρες παιδιών που θυμώνουν όταν κάποιος τους διακόψει το παιχνίδι, μουτρώνουν όταν δεν αποκτήσουν το αντικείμενο που θέλουν, οργίζονται όταν κάποιος τους επιβάλλει να διαβάσουν, κλαίνε εκνευρισμένα όταν πρέπει να πάνε για ύπνο.
Ωστόσο, τις περισσότερες από τις καθημερινές αυτές καταστάσεις δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε. Δεν γίνεται να μην κόψουμε τα νύχια του μικρού μας, παρότι γνωρίζουμε πόσο δυσάρεστο είναι αυτό για ένα παιδί. Οφείλουμε επομένως να μάθουμε στο παιδί να αντιδρά σε τέτοιου είδους μη αναστρέψιμες καταστάσεις με τρόπους κατάλληλους και όχι με ανεπιθύμητες συμπεριφορές.
Για να επιτευχθεί η αλλαγή στη συμπεριφορά ενός παιδιού με συχνά ξεσπάσματα πείσματος και θυμού, θα πρέπει, καταρχήν, οι γονείς να δώσουν προσοχή στον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι αντιδρούν αμέσως μετά την εκδήλωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς παρατηρούμε ότι πολλοί από τους χειρισμούς που εφαρμόζουν οι γονείς, οδηγούν πολλές φορές στην ισχυροποίηση της αντίδρασης αντί στην αποδυνάμωσή της. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να προσέξουν ποιες είναι οι συνέπειες που ακολουθούν άμεσα τις αντιδράσεις πείσματος του παιδιού και να εξετάσουν ποιες από τις συνέπειες αυτές μπορούν να λειτουργούν ως ενισχύσεις.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση ενός παιδιού που θέλει να αποσπά την προσοχή των άλλων και έντονα εκδηλώνει ανεπιθύμητες συμπεριφορές θυμού. Η μητέρα του, προκειμένου να το καταπραΰνει, χρησιμοποιεί το παιχνίδι, τις παροτρύνσεις ή τις επιπλήξεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί καταφέρνει να αποσπά αυτό που θέλει, δηλαδή την προσοχή της, με συνέπεια στο μέλλον να εκδηλώνει με μεγαλύτερη συχνότητα την ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Ένας αποτελεσματικός χειρισμός αυτής της περίπτωσης θα ήταν να μη δίνεται – συστηματικά και με συνέπεια- καμία φροντίδα ή προσοχή στο παιδί όταν θυμώνει.
Όταν προσπαθούμε να επιτύχουμε την αποδυνάμωση μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι έχει μεγάλη σημασία η συνέπεια στη διακοπή των ενισχυτικών συνεπειών. Ακόμη και αν σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή των συγκεκριμένων χειρισμών είναι εξαιρετικά δύσκολη, θα πρέπει να επιμείνουμε, γιατί διαφορετικά μπορεί να οδηγηθούμε σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ας υποθέσουμε, ότι μια μητέρα έχει καταφέρει για αρκετό διάστημα να μην αντιδρά στις εκρήξεις θυμού του παιδιού της. Κάποια στιγμή, κάτω από την πίεση μιας επίμονης αντίδρασης με μεγάλη διάρκεια, ενδίδει και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Η αντίδραση αυτή ενδέχεται να δώσει στο παιδί το μήνυμα, ότι όταν αντιδρά βίαια και για μεγάλο διάστημα οι άλλοι το προσέχουν.
Έχει παρατηρηθεί, ότι όταν οι γονείς εφαρμόζουν με συνέπεια κατάλληλους χειρισμούς για να τροποποιήσουν μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, τις πρώτες μέρες διαπιστώνουν μια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς αυτής. Το γεγονός αυτό είναι αναμενόμενο και ερμηνεύεται ως αρχική αντίδραση στην έλλειψη ενισχύσεων. Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς μειώνεται στη συνέχεια δραστικά.
Αρκετά παιδιά στις κρίσεις θυμού ή πείσματος αντιδρούν πετώντας ή καταστρέφοντας αντικείμενα. Από την επίθεση αυτή αντλούν ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα η ίδια η ανεπιθύμητη συμπεριφορά να λειτουργεί ως ενίσχυση. Στις περιπτώσεις αυτές, αναγκαίο είναι να προβλεφθεί η καταστροφική συμπεριφορά του παιδιού. Ένας καλός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, είναι η μεταφορά του παιδιού σε κάποιον χώρο όπου δεν θα έχει τη δυνατότητα καταστροφής. Ο χώρος αυτός θα πρέπει αφενός, να μη προσφέρει δυνατότητα ενίσχυσης της συμπεριφοράς και αφετέρου, να μη προκαλεί φόβο στο παιδί. Σημαντικό είναι βέβαια να πληροφορήσουμε το παιδί, ότι αμέσως μόλις ηρεμήσει, θα μπορέσει να εγκαταλείψει το χώρο αυτό.
Όταν στη θέση του πείσματος και του θυμού αρχίσουν να εμφανίζονται θετικοί τρόποι συμπεριφοράς, θα πρέπει να ξεκινήσει η συστηματική ενίσχυσή τους. Με τον τρόπο αυτό, το παιδί θα μάθει να κάνει διαχωρισμό μεταξύ επιθυμητών και ανεπιθύμητων συμπεριφορών, στοιχείο απαραίτητο για την απόκτηση αυτοελέγχου.
Όλες οι παραπάνω προσπάθειες απαιτούν ιδιαίτερη υπομονή, σταθερότητα και συνέπεια εκ μέρους των γονέων. Αν παρά τη συστηματική εφαρμογή των διαφόρων χειρισμών, το πείσμα και ο θυμός εξακολουθούν να εκφράζονται με την ίδια ένταση, θα πρέπει να αναζητηθεί η βοήθεια ενός ειδικού. Θα διερευνηθεί έτσι πληρέστερα το ενδεχόμενο η συγκεκριμένη συμπεριφορά να εκφράζει κάποια βαθύτερη κρίση, η οποία με την κατάλληλη ψυχολογική παρέμβαση θα μπορέσει στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Είναι συνηθισμένο, ένα παιδί να μην θέλει να πάει σχολείο;
Μεγάλο ποσοστό παιδιών ενδέχεται να εκδηλώσει, σε κάποια φάση της σχολικής ζωής, δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο ή περιστασιακή απροθυμία παρακολούθησης και συμμετοχής στις δραστηριότητές του. Μια τέτοια κατάσταση είναι συχνά προϊόν φόβου και δικαιολογημένου άγχους (: το παιδί που αλλάζει σχολείο, το παιδί που πρόκειται να γράψει διαγώνισμα και δεν έχει προετοιμαστεί επαρκώς, το παιδί που δέχτηκε πειράγματα και κοροϊδίες από συμμαθητές του) και παρέρχεται συνήθως με απλούς χειρισμούς των γονέων.
Ωστόσο, κάποιες φορές οι αντιδράσεις του παιδιού ξεπερνούν την απλή απροθυμία και γίνονται επίμονη άρνηση παρακολούθησης, ο φόβος για τις σχολικές δραστηριότητες έχει ένταση δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πραγματική κατάσταση που τον προκάλεσε, ενώ εκδηλώνονται ταυτόχρονα σωματικά συμπτώματα (πόνος στην κοιλιά, ζαλάδες, κ.λπ.) την ώρα της προετοιμασίας για το σχολείο, τα οποία υποχωρούν συνήθως τα Σαββατοκύριακα ή μόλις οι γονείς διαβεβαιώσουν το παιδί ότι θα παραμείνει στο σπίτι. Στις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να πρόκειται για περίπτωση σχολικής φοβίας, λιγότερο συχνή μα περισσότερο δύσκολη περίπτωση, αφού οι γονείς, επιχειρώντας μέσω διαφόρων χειρισμών – απειλές, παρακλήσεις, υποσχέσεις κ.τ.λ.- να διευθετήσουν την κατάσταση, απογοητεύονται τελικά, διαπιστώνοντας ότι όλες οι προσπάθειές τους καταλήγουν αναποτελεσματικές.
Για ποιους λόγους μπορεί ένα παιδί να φτάσει να εκδηλώσει σχολική φοβία;
Η σχολική φοβία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε φάση της σχολικής ζωής του παιδιού (στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν μεγάλη συχνότητα εμφάνισης στη Β΄ δημοτικού) και αφορά μια ευρύτερη δυσκολία του παιδιού στο χειρισμό αγχογόνων καταστάσεων –παιδιά με σχολική φοβία χαρακτηρίζονται συνήθως ‘συνεσταλμένα’ και ‘δειλά’, όταν βρεθούν σε άγνωστο περιβάλλον. Οι λόγοι που οδηγούν στην εκδήλωση της σχολικής φοβίας είναι πολλοί και διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση και αφορούν είτε το σπίτι είτε το σχολείο: ο φόβος αποχωρισμού από τη μητέρα, η ανησυχία μήπως πάθει κάτι κακό όσο το παιδί λείπει από το σπίτι, τα συστηματικά και έντονα πειράγματα των συμμαθητών, η αυστηρότητα του δασκάλου, η αποτυχία στα μαθήματα, αποτελούν τις συνηθέστερες γενεσιουργές αιτίες.
Πώς θα πρέπει να χειριστεί ο γονιός την άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο;
Η στάση των γονέων επηρεάζει την εξέλιξη της αρχικής απροθυμίας του παιδιού να πάει σχολείο, παίζει επομένως πολύ σημαντικό ρόλο. Θα πρέπει λοιπόν, γονείς και εκπαιδευτικοί:
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Συζητώντας για τις Μαθησιακές Δυσκολίες, γονείς, εκπαιδευτικοί και ειδικοί εστιάζουν συνήθως σε θέματα που αφορούν την ακαδημαϊκή επίδοση και σχολική μελέτη των παιδιών. Ωστόσο, οι Μαθησιακές Δυσκολίες συνήθως επηρεάζουν πολλές πλευρές της καθημερινότητας του παιδιού, απειλώντας, δευτερογενώς, την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη, τη συναισθηματική/κοινωνική προσαρμογή και τη συμπεριφορά του.
Οι συνηθέστερες δυσκολίες στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά πολλών παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες είναι οι εξής:
Ως εκ τούτου, οι Μαθησιακές Δυσκολίες επηρεάζουν και την ικανότητα του παιδιού να δημιουργεί ισορροπημένες σχέσεις και να συνδιαλλάσσεται αποτελεσματικά με τους οικείους του. Ενδιαφέρον έχει μια εκτενέστερη αναφορά στη σχέση που τα παιδιά με Μαθησιακή Δυσκολία αναπτύσσουν με:
τον εαυτό τους
Η αδυναμία τους να αντεπεξέλθουν με επάρκεια στα ‘καθήκοντά’ τους ή/και να χειριστούν καθημερινές καταστάσεις, γεννά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις (τα περισσότερα από τα οποία αναφέρθηκαν στη στήλη της προηγούμενης Κυριακής), καταστρέφει την αυτοεικόνα, υποβιβάζει την αυτοεκτίμηση και συνιστά μεγάλο πλήγμα για την αυτοπεποίθησή τους.
τους γονείς τους
Η ύπαρξη ενός παιδιού με Μαθησιακή Δυσκολία μέσα στην οικογένεια αποτελεί μια ιδιαίτερα στρεσσογόνα εμπειρία για τους περισσότερους γονείς.
Ωσότου εντοπιστεί η δυσκολία, η ώρα της μελέτης είναι συνήθως εφιάλτης και πολλές εντάσεις ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς καταστρέφουν την οικογενειακή ηρεμία και απειλούν με σοβαρότερα πλήγματα τη σχέση μεταξύ τους.
Όταν η δυσκολία εντοπιστεί και εφόσον επιβεβαιωθεί (από κάποιον αρμόδιο ή ιδιωτικό φορέα) κάποιοι γονείς αποδέχονται το γεγονός, ανακουφίζονται και προσπαθούν να καταλάβουν για να μπορέσουν να βοηθήσουν και στην αποκατάσταση. Κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται στην αποδοχή. (Ορισμένοι, αρχίζουν να αναζητούν περαιτέρω ειδικούς, ώσπου να συναντήσουν εκείνον που θα τους καθησυχάσει, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα). Ζητώντας απαντήσεις στα γιατί που τους βασανίζουν συχνά θυμώνουν ή νιώθουν ενοχές. Ο θυμός στρέφεται πολλές φορές –αδίκως– εναντίον των εκπαιδευτικών («εάν έκαναν σωστά τη δουλειά τους..»). Η ενοχή μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη ή στην ανάγκη να υπερπροστατεύσουν το παιδί, ενισχύοντας όμως τελικά με τον τρόπο αυτό την εξάρτηση και παθητικοποίηση του παιδιού. Δημιουργείται, με άλλα λόγια, ένας κύκλος συμπεριφοράς: όσο πιο πολύ εξαρτάται το παιδί από τους γονείς, τόσο πιο πολύ οι γονείς αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν πράγματα για το ‘αδύναμο’ παιδί. Και όσο ο γονιός αναλαμβάνει να κάνει όσα θα έπρεπε το ίδιο το παιδί να κάνει, τόσο πιο εξαρτημένο γίνεται το παιδί.
Συχνά το ζευγάρι δεν έχει την ίδια γνώμη σχετικά με το αν το παιδί έχει ή δεν έχει δυσκολίες, εάν μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει κάποια πράγματα, εάν πρέπει ή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιείκεια/αυστηρότητα, γεγονός που συνήθως γίνεται αιτία προστριβών ανάμεσα στο ζευγάρι.
τα αδέλφια τους
Ώσπου να διαγνωστεί η δυσκολία να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις στα παιδιά για το τι ακριβώς συμβαίνει, τα αδέλφια του παιδιού με Μαθησιακή Δυσκολία ενδέχεται να λυπούνται ή να υποτιμούν το αδελφάκι τους, να ανησυχούν μήπως αυτό που έχει είναι ‘κολλητικό’, να νιώθουν ανακούφιση που δεν έχουν το ίδιο πρόβλημα και μετά νιώθουν ενοχές για τις σκέψεις τους, να θυμώνουν για την ιδιαίτερη μεταχείριση που απολαμβάνει το παιδί με τη δυσκολία, ή/και (εάν η δυσκολία γίνεται αντικείμενο σχολιασμού από τρίτους) να προσβάλλονται ή να ενοχλούνται από τη συμπεριφορά του αδελφού ή της αδελφής.
τους συνομηλίκους
Λόγω των προβλημάτων στη μάθηση ή/και άλλων που ενδέχεται να εκδηλώνει στη συμπεριφορά του, το παιδί με Μαθησιακή Δυσκολία είναι πιθανό να δεχτεί κοροϊδίες, αδιαφορία ή επιθετικότητα από τους συμμαθητές του. Εάν συνυπάρχουν αδυναμίες στις κοινωνικές δεξιότητες επικοινωνία και αλληλεπίδραση του παιδιού με συνομηλίκους του μπορεί να είναι δυσχερής και να προκύψουν προβλήματα στη δημιουργία και διατήρηση φιλικών σχέσεων.
Ας τονιστεί ιδιαίτερα, ότι όλα όσα αναφέρονται ΔΕΝ αφορούν ΟΛΑ τα παιδιά με Μαθησιακή Δυσκολία και αποτελούν συνάρτηση της φύσης και του εύρους των δυσκολιών, της ιδιοσυγκρασίας του παιδιού και των οικείων του, της μεταξύ τους σχέσης και πολλών άλλων παραμέτρων που καθιστούν διαφορετική κάθε μεμονωμένη περίπτωση.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ο αυτοσχεδιασμός υπήρξε στο ξεκίνημα, στη βάση κάθε τέχνης πριν αυτές πάρουν την σχηματοποιημένη μορφή που απέκτησαν με τον καιρό, μέσα από την ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού. Ο άνθρωπος έχοντας μέσα του την αυθόρμητη ανάγκη για δημιουργία άρχισε να εκδηλώνει τα συναισθήματά του, να επικοινωνεί με τους δικούς του και με το περιβάλλον του, να λέει τη σκέψη του άμεσα, απροετοίμαστα, αβίαστα, πηγαία, άλλοτε με λόγο άλλοτε με κίνηση ή ζωγραφική.
Αυτοσχεδιασμός θα πει άμεση εκδήλωση σκέψης. Λέγεται ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι θείο δώρο. Και όμως … Με κατάλληλη παιδεία ευαισθησίας, καλλιεργείται ή καλύτερα διδάσκεται. Κύριος σκοπός είναι να αναπτύξει το άτομο την ταχύτητα της απόφασης.
Σκεφτείτε ένα παιδάκι δυόμισι χρόνων, που μόλις ξεκινάει να αναπτύσσει το λόγο του και να αυτοσχεδιάζει πάνω σ’ αυτόν. Οι ιστορίες του περιλαμβάνουν αυθορμησία, φαντασία, ενέργεια και κύρια διάθεση για επικοινωνία λεκτική. Το παιδί θέλει να μοιραστεί μαζί μας όλα όσα δημιουργεί με το λόγο του. Πολλές φορές όμως όταν αδιαφορούμε συστηματικά σ’ αυτή του την προσπάθεια αισθάνεται τη μοναξιά του λόγου του και σωπαίνει.
Όταν ακούτε το παιδί σας να μιλάει, να αυτοσχεδιάζει, τότε -και εφόσον έχετε τον απαιτούμενο χρόνο:
Απ’ την άλλη σημαντικός είναι ο αυτοσχεδιασμός και στην κίνηση. Η κίνηση και η μουσική, η ρυθμική δημιουργική έκφραση καλλιεργεί πνεύμα, ψυχή και σώμα και δίνει σημαντική ώθηση στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού.
Το αυτί παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην αντίληψη του ρυθμού. Έτσι λοιπόν, η ενίσχυση της ακουστικής ικανότητας είναι αυτή που προηγείται, για να είναι ο αυτοσχεδιασμός σωστός. Όταν το αυτί καλλιεργηθεί επαρκώς, τότε το παιδί είναι έτοιμο για να μυηθεί σε τεχνικές σωματικές (όπως αυτές που διδάσκονται σε μαθήματα χορού και ρυθμικής), που θα ενισχύσουν τη φαντασία του και θα προάγουν τη δημιουργική του έκφραση.
Πολλά είναι αυτά που, ως γονείς, μπορούμε να κάνουμε για να γνωρίσουμε στο παιδί το σώμα του και τη μουσική:
Για να μάθει το παιδί μας να μιλά σωστά, πρέπει να το μυήσουμε σε έννοιες και λέξεις, αλλά, κυρίως, να διεισδύσουμε στο μονόλογό του, ανάγοντάς τον σε επικοινωνία. Για να μάθει να κινείται με τη μουσική θα πρέπει να του γνωρίσουμε το ρυθμό, να το εξοικειώσουμε με την κίνηση, να αυτοσχεδιάσουμε κι εμείς μαζί του. Έτσι θα διεγείρουμε τα συναισθήματά του, θα του κινήσουμε την ανάγκη να τα εκφράσει και τον ενθουσιασμό ώστε να τολμήσει και να τους δώσει μία πρώτη λεκτική ή μουσικοκινητική μορφή.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Η κίνηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα μωρό γεννιέται και ξεκινά να αναπτύσσεται μέσα από την κίνηση, ανταποκρινόμενο μ’αυτό τον τρόπο στα πρώτα ερεθίσματα που του παρέχει το περιβάλλον του. Το ενδιαφέρον του έλκουν αρχικά οι ήχοι, κυρίως ήχοι ρυθμικοί. Όλα τα παιδιά αρέσκονται στο ρυθμικό ακουστικό ερέθισμα. Ο ρυθμός, άλλωστε, ενυπάρχει στον καθένα μας. Απλώς στα παιδιά εκφράζεται ευκολότερα, εφόσον η κίνηση συνιστά το βασικότερο δίαυλο επικοινωνίας τους με το περιβάλλον. Το παιδί εκφράζεται με το σώμα του : στη χαρά, πετιέται ψηλά κουνώντας χεράκια, ποδαράκια. Όταν θυμώνει το σώμα του τεντώνεται. Όταν πονά, νομίζει κανείς ό,τι πονά ολόκληρο.
Η ελεύθερη έκφραση, που ξεκινά από το σώμα για να γίνει αργότερα λόγος, πρέπει πάντα να ενθαρρύνεται στα παιδιά. Έτσι θα μπορέσουν, και στη συνέχεια της ζωής τους, να διατηρήσουν μέρος από τον αυθορμητισμό της παιδικής τους ηλικίας, στοιχείο που βοηθά τόσο στην ομαλή κοινωνικοποίηση όσο και στην αληθινή επαφή με τους ανθρώπους.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι αφήνουμε το παιδί εντελώς ανεξέλεγκτο, προτρέποντας άναρχες συμπεριφορές ή επιθετικότητα. Ενθαρρύνουμε απλά τη σωστή κίνηση που ωφελεί, τέρπει, κάνει το παιδί μας κοινωνικότερο και πιο αγαπητό.
Η αντίληψη …..”μικρά παιδιά είναι, δεν πειράζει, ας κάνουν οτιδήποτε τώρα και μετά, όταν μεγαλώσουν, θα μάθουν σωστά…” είναι ολέθρια. Τα μικρά παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα και η κινησιολογική τους αντίδραση, αν δεν συντονιστεί από νωρίς, θα είναι εξωτερική και ψεύτικη, δεν θα τους χαρίζει χαρά και συγκίνηση.
Τα παιδιά πρέπει από μικρή ηλικία να αρχίσουν να συγκρατούν στη μυϊκή τους μνήμη κινήσεις. Πρέπει να μάθουν τη σωστή στάση του κορμιού, να έχουν την ακοή τους “παρούσα” στα τραγούδια ή τα ρυθμικά χτυπήματα, να μπορούν να συνταιριάξουν τον εσωτερικό τους ρυθμό με τις ανάγκες της στιγμής, να ενθαρρυνθούν ώστε να απαντούν και να αντιδρούν με το κορμί τους, γρήγορα και με σιγουριά, σε ερεθίσματα ή παραγγέλματα.
Θα πρέπει ακόμη να μπορούν να συγκρατούν και να ελέγχουν την κινητικότητά τους, να αντλούν από τη χαρά της κίνησης το κέρδος της νευρικής ηρεμίας και να αφήνονται να αυτοσχεδιάσουν ελεύθερα, χωρίς ο αυθορμητισμός τους να περιορίζεται από κινητικά καλούπια και σωματικές αντιγραφές.
Ένα παιδί που βιώνει εκφραστικά το λειτουργικό και κοινωνικό του σώμα, διαθέτει ιδιαίτερα καλές προϋποθέσεις για να δομήσει μια αρμονική προσωπικότητα, βασισμένη στην ικανότητα κυριαρχίας του νευρικού συστήματος, στην αντιληπτική ευαισθησία και στις δυνατότητες δημιουργικής και γνήσιας έκφρασης, τόσο με την κίνηση όσο και με το λόγο. Αν αυτά τα τρία βασικά στοιχεία είναι στη σωστή αναλογία μεταξύ τους, τότε η εκφραστική απόδοση του ατόμου είναι σφαιρική (κίνηση-λόγος-ρυθμός-έννοιες-ήχος κ.λ.π.).
Ήδη από τη βρεφική ηλικία και πολύ περισσότερο την άνοιξη και το καλοκαίρι που οι κειρικές συνθήκες ευνοούν, ενθαρρύνετε την ελεύθερη κίνηση των παιδιών. Πιο συγκεκριμένα:
Κανείς δεν αρέσκεται να βλέπει ράθυμα και πλαδαρά παιδιά. Ας τους επιτρέψουμε λοιπόν να μάθουν το σώμα τους, να αποκτήσουν τον έλεγχο των κινήσεων τους, να αισθανθούν σιγουριά για ό,τι κάνουν. Είναι βέβαιο, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπίσουμε πολύ λιγότερα χτυπήματα απ’ ό,τι αν συνεχώς περιορίζουμε σωματικά τα παιδιά. Κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα που τα παιδιά θα επιθυμήσουν και θα τολμήσουν, με δική τους πλέον πρωτοβουλία και ενδεχομένως δίχως τη δική μας επιτήρηση, να δράσουν με το σώμα τους. Είναι εξίσου λυπηρό όσο και επικίνδυνο, τότε να διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν.
Δώστε λοιπόν την ευκαιρία στο παιδί να έχει κάποιες ώρες δικές του, να πηδήξει, να περπατήσει, να κυλιστεί στη μοκέτα μόνο του ή μαζί σας, να παίξει, να τρέξει, να εκφραστεί και να κουράσει το σώμα του γλυκά. Το σώμα αναγνωρίζει τη γλυκιά κούραση και τη χαίρεται πολύ.
Με το παιδί που περπατά, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες που ας περιορίζουν σε κλειστούς χώρους, μπορούμε να παίξουμε «παιχνίδια βάδισης», σε κύκλο, γραμμή ή ελεύθερα στο χώρο. Βαδίστε με ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά:
Σε κάθε βηματισμό, ζητήστε από τα παιδιά να βάλουν τα χέρια τους μπροστά, ψηλά, ανοιχτά στη μέση τους, δεμένα πίσω από την πλάτη ή τον αυχένα. Στην περίπτωση που τα χέρια τοποθετηθούν στον αυχένα, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί: οι ώμοι δεν σηκώνονται καθόλου, οι αγκώνες είναι καθαρά ανοιχτοί και τα δάχτυλα δένουν μεταξύ τους, χωρίς να ακουμπούν στο σβέρκο αλλά στη βάση του κρανίου.
Από την τρυφερή ηλικία των έξι χρόνων, τα παιδιά υποχρεώνονται να περνούν μεγάλο κομμάτι της ημέρας καθηλωμένα στην καρέκλα του σχολείου ή του γραφείου τους, για να μελετήσουν. Θυμηθείτε τον εαυτό σας και αναρωτηθείτε τι είδους περιορισμός ήταν αυτός για το δικό σας σώμα! Εύκολα τότε θα κατανοήσετε την ανάγκη του παιδιού σας για κίνηση.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ