Ηλικία (έτη.μήνες)
|
Χρόνος ομιλίας (Λεπτά) |
Αριθμός Εκφωνημάτων |
Αριθμός Εκφωνημάτων ανά 12ωρο (συνολικά) * |
1.5 1.8 2.1 3.6 5.4 8.7 9.2 9.6 9.7 |
202 241 213 189 152 193 311 869 804 |
3.881 3.907 5.978 9.891 6.464 6.630 10.524 25.401 28.142 |
13.800 11.700 20.200 37.700 30.600 24.700 24.400 21.000 25.200 |
* Επειδή οι χρόνοι ηχογράφησης δεν υπήρξαν ίδιοι, στη δεξιά στήλη δίνεται το σταθμισμένο σύνολο εκφωνημάτων, το οποίο βασίζεται σε μετρήσεις ενός υποτιθέμενου συνεχούς (δίχως ύπνο) 12ωρου.
Τα αποτελέσματα διέψευσαν τις προσδοκίες των ερευνητών. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι παιδιά στην ηλικία των 2 ετών θα παρήγαγαν γύρω στις 20.000 λέξεις την ημέρα, ενώ στην ηλικία των 3.6 θα είχαν σχεδόν διπλασιάσει ποσοτικά τον λόγο τους!
Αντίστοιχη έρευνα δεν έχει γίνει στα ελληνικά. Καθώς όμως, τα παιδιά της συγκεκριμένης γερμανικής έρευνας προέρχονταν από ποικίλα κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα και εμπλέκονταν σε πολλών ειδών δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της ημέρας τους, είναι πολύ πιθανό τα νούμερα να είναι λίγο πολύ όμοια και για τα ελληνόπουλα, μιας και όλου του κόσμου τα παιδιά έχουν τις ίδιες ακριβώς ανάγκες για επικοινωνία.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Όταν καθυστερεί ο λόγος
Όταν το παιδί αργεί να μιλήσει
Κλείνοντας τον πρώτο χρόνο της ζωής του, το παιδί που ακολουθεί ομαλή πορεία γλωσσικής ανάπτυξης ήδη κατανοεί αρκετές λεξούλες. Στην αυγή του δεύτερου έτους, μεταξύ του 12ου και του 15ου μήνα ζωής (κάποιες φορές φτάνει και στον 18ο), το παιδί ξεκινά να μιλά!
Οι γονείς, συνήθως προσδοκούν ανυπόμονα το στάδιο-σταθμό στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους, κατά το οποίο ενεργοποιείται ο φωνούμενος ή εκφραστικός λόγος. Κι όμως το παιδί στο στάδιο αυτό δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ‘ντύνει’ με συγκεκριμένες ακολουθίες ήχων έννοιες τις οποίες ήδη γνωρίζει!
Το κίνητρό του; Πιο αποτελεσματική επικοινωνία!
Το αποτέλεσμα; Οι πρώτες, αναγνωρίσιμες στο αυτί των μεγάλων, λέξεις!
Το διάστημα αυτό οι λέξεις μπορεί να μην προφέρονται καθαρά, γεγονός που δεν πρέπει να ανησυχεί τους γονείς. Το παιδί αλλοιώνει την φωνολογική ταυτότητα των λέξεων, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του για απλούστευση της ομιλίας. Οι διαδικασίες απλούστευσης που χρησιμοποιεί το παιδί, μολονότι ολοένα θα φθίνουν, θα συνεχιστούν για αρκετούς μήνες ακόμη.
Ενώ όμως τα παραπάνω σκιαγραφούν το προφίλ της υγιούς γλωσσικής ανάπτυξης, συχνά διαπιστώνεται, ότι παιδιά που έχουν κλείσει το δεύτερο έτος της ζωής τους δεν μιλούν! Οι γονείς παιδιών προβληματίζονται και αγχώνονται όταν συγκρίνουν το παιδί τους με συνομήλικα παιδιά που ήδη μιλούν. Καλοπροαίρετα (αλλά αποπροσανατολιστικά) σχόλια του τύπου ‘κι εγώ γνωρίζω τον τάδε που μίλησε στα 5’ σπάνια επαρκούν για να καθησυχάσουν το γονιό του παιδιού που δεν μιλά, ο οποίος οφείλει να αναζητήσει μια πιο ειδική και υπεύθυνη γνώμη, για το αν τα πράγματα πάνε καλά με την επικοινωνία και το λόγο του παιδιού του.
Όπως αναφέρθηκε, το κίνητρο της επικοινωνίας είναι που οδηγεί το παιδί στο φωνούμενο λόγο. Όταν αυτό απουσιάζει, απουσιάζει και ο λόγος για ομιλία. Όταν, για παράδειγμα, οι ανάγκες των παιδιών προλαμβάνονται από τους γονείς, το κίνητρο επικοινωνίας ενός παιδιού αποδυναμώνεται (π.χ. δίνοντας νερό σε ένα παιδί 2½ ετών πριν διψάσει, δίνοντάς του φαγητό πριν πεινάσει κ.τ.λ.). Γιατί ένα παιδί να επικοινωνήσει, όταν του παρέχονται όλα πριν καν τα διεκδικήσει; Αυτό που ο γονέας οφείλει να κάνει, είναι να δημιουργεί συνεχώς ευκαιρίες-αφορμές για φυσική, αβίαστη επικοινωνία. Κι αυτό φυσικά απαιτεί χρόνο για το παιδί, που ουσιαστικά είναι χρόνος ΜΕ το παιδί.
Ωστόσο, πέραν του κινήτρου, για την καθυστέρηση στην έναρξη εκφραστικού λόγου ενδέχεται να ευθύνονται ή να συνευθύνονται και παράγοντες οργανικοί, όπως:
Α) Η Βαρηκοΐα. Ακόμη και όταν περιορίζεται σε μέρος μόνο του φάσματος συχνοτήτων της ομιλίας, δεν βοηθά στην ακρόαση και κατ’ επέκταση στην ακουστική επεξεργασία των ήχων της ομιλίας. Ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ηλικία αυτή είναι οι επαναλαμβανόμενες ωτίτιδες που παραμένουν, δεν εντοπίζονται και, επομένως, δεν αποκαθίστανται. Η μειωμένη ακουστική ικανότητα την οποία προκαλούν, πλήττει την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας στο παιδί.
Β) Η Νοητική Υστέρηση, η οποία ενδέχεται να παρουσιάζεται και ως επιμέρους σύμπτωμα μιας ευρύτερης διαταραχής ή συνδρόμου (π.χ. Σύνδρομο Down). Η νοητική υστέρηση επιφέρει γενικευμένες μαθησιακές δυσκολίες, προκαλώντας, μεταξύ άλλων, καθυστέρηση στην έναρξη του εκφραστικού λόγου.
Γ) Ορισμένες ‘ειδικές’ διαταραχές που εκδηλώνονται σε παιδιά με επάρκεια γνωστικής αντίληψης παρά την οποία καθυστερούν να μιλήσουν. Τέτοιες είναι η Δυσπραξία, (δυσκολία στην εκτέλεση των κινήσεων της άρθρωσης), η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (δυσκολία στην επεξεργασία των φωνολογικών και μορφο-συντακτικών δομών του λόγου), η Γλωσσική Ανωριμότητα (μορφή καθυστέρησης στο λόγο) ή η Διάσπαση Προσοχής (το σύνδρομο της ελλειμματικής προσοχής και συγκέντρωσης).
Ορισμένα παιδιά που ξεπερνούν τα δύο χρόνια ζωής και ακόμη δεν μιλούν αντιμετωπίζουν κάποια από τις παραπάνω δυσκολίες. Ο γονιός, όντας ενημερωμένος υπεύθυνα για το αν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για το δικό του παιδί, είναι σε θέση να του παράσχει ουσιαστική και αποτελεσματική βοήθεια. Πιέζοντας να μιλήσει το παιδί που δεν μιλά, ενισχύουμε την άρνηση για ομιλία. Η προσέγγιση της ‘διδακτικής’ δεν είναι αυτή που ενδείκνυται και ταιριάζει στον ρόλο του γονιού. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το άγχος, την ένταση και ανυπομονησία στο βλέμμα και την γενικότερη στάση και έκφραση του γονιού. Καταλύεται έτσι κάθε ευχαρίστηση, καθώς η επικοινωνία παύει να είναι χαλαρή και αβίαστη… Χάνεται το κίνητρο!
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Αργεί να μιλήσει
Αργεί να μιλήσει. Τι πρέπει να κάνω;
Το παιδί ‘συνομιλεί’ με τα άτομα του περιβάλλοντός του πολύ πριν φτάσει να αρθρώσει το λόγο! Ήδη πριν τη συμπλήρωση του 1ου έτους της ζωής, επικοινωνεί με τους οικείους του, με ‘ομιλία’ βουβή, χωρίς λόγια. Πρόκειται για μη-λεκτική επικοινωνία, σημαντικά ωστόσο αποτελεσματική σε αυτό το πρώιμο στάδιο, η οποία συμπεριλαμβάνει το κλάμα, τις άναρθρες κραυγές, τα γελάκια και τις ακολουθίες συλλαβών χωρίς σημασιολογική υπόσταση (το γνωστό βάβισμα: μπα-μπα-μπα-μπα-μπα’). Κάποιες φορές μάλιστα δεν υπάρχει καν ήχος στην επικοινωνία, η οποία επιτυγχάνεται με ανταλλαγές βλεμμάτων, εκφράσεων του προσώπου και χειρονομίες, που μεταφέρουν μηνύματα από τον πομπό στον δέκτη, και ως εκ τούτου προκαλούν αντιδράσεις, καθιστώντας τα λόγια, όντως, περιττά.
Στον 9ο περίπου μήνα, εμφανίζεται η δείξη, η πρώτη εμπρόθετη προσπάθεια επικοινωνίας. Το βρέφος δείχνει κάποιο αντικείμενο ή παιχνίδι και κοιτά την μητέρα (συνήθως) στα μάτια. Το μήνυμα είναι σαφές: το παιδί ζητά από τη μητέρα να του το δώσει το αντικείμενο. Το βρέφος δείχνει το φως ή την πόρτα που μόλις άνοιξε και πάλι κοιτά τη μητέρα στα μάτια. Δηλώνει έτσι στη μητέρα του ό,τι πρόσεξε, ζητώντας της να στρέψει και τη δική της προσοχή εκεί. Ξεκινώντας να δείχνει στον 9ο μήνα της ζωής του το βρέφος, έχει ήδη αναγνωρίσει την λειτουργική αξία της επικοινωνίας! Έχει μάθει δηλαδή, από την έως τότε κοινωνική του εμπειρία, ότι μέσω ενός κώδικα επικοινωνιακών συμβόλων (μη-λεκτικών ακόμη) έχει τη δύναμη να ελέγχει τη συμπεριφορά των γύρω προσώπων και να προκαλεί συγκεκριμένες αντιδράσεις σε αυτούς. Έχει νιώσει την αξία της επικοινωνίας και επικοινωνεί πλέον με πρόθεση! Το βρέφος που δεν δείχνει στην ηλικία αυτή μας προβληματίζει και οφείλει να μας ανησυχήσει.
Μετά τη δείξη, εάν όλα βαίνουν καλώς, συντελείται το επόμενο άλμα στο λόγο: η ανάδυση των πρώτων λέξεων! Η δείξη εξυπηρετεί μεν κάποιες λειτουργικές επικοινωνιακές ανάγκες του παιδιού αλλά, σύντομα το παιδί αντιλαμβάνεται ότι δεν επαρκεί για όλες. Διαπιστώνει ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος, πιο αποτελεσματικός, να επικοινωνήσεις με τους άλλους. Και έτσι το παιδί ανακαλύπτει την ομιλία.
Όταν η επικοινωνία έχει καλλιεργηθεί και ενισχυθεί σε κάποιο παιδί με μη-λεκτικά σύμβολα πολύ πριν έρθει ο λόγος, όταν το παιδί μάθει να αγαπά και να επιζητά συνεχώς την επικοινωνία, το να μιλήσει είναι απλά θέμα χρόνου. Τα παιδιά μιλούν γιατί υπάρχει το κίνητρο να το κάνουν. Εάν δεν υπάρχει το ‘κίνητρο της επικοινωνίας’ δεν υπάρχει και λόγος για ομιλία.
Όταν, για παράδειγμα, οι ανάγκες των παιδιών προλαμβάνονται από τους γονείς, το κίνητρο της επικοινωνίας αποδυναμώνεται (π.χ. δίνοντας νερό πριν διψάσει, φαγητό πριν πεινάσει κ.τ.λ.). Γιατί ένα παιδί να επικοινωνήσει όταν του όλες του οι επιθυμίες ικανοποιούνται πριν καν τις διεκδικήσει;
Αυτό που ως γονείς οφείλουμε να κάνουμε είναι να δημιουργούμε συνεχώς ευκαιρίες – αφορμές για φυσική, αβίαστη επικοινωνία!
Για παράδειγμα: εάν κρατάμε ένα μπισκότο και το δείχνουμε στο παιδί, η ομιλία περιττεύει, καθώς το ‘αντικείμενο του πόθου’ είναι εμφανές και στους δύο (γονιός-παιδί). Όσο και να ζητάμε να πει τότε την λέξη, το παιδί δεν αισθάνεται την ανάγκη να το κάνει. Ακόμη και αν το θέσουμε ως προϋπόθεση για να του δώσουμε το μπισκότο, το πιθανότερο είναι να μην ανταποκριθεί το παιδί σε μια τέτοια ‘τεχνητή’, περίεργη μορφή επικοινωνίας. Εάν, ωστόσο, ‘ξεχάσουμε’ να δώσουμε το μπισκότο την ώρα που συνήθως το δίνουμε … έχουμε δημιουργήσει μια άριστη ευκαιρία για επικοινωνία. Εάν πάλι προσφέρουμε δύο επιλογές (π.χ. ‘μπισκότο’ ή ‘καραμέλα’) ζητώντας από το παιδί να αποφασίσει τι θα ήθελε να έχει, αφενός μεν, εμπλουτίζουμε το λεξιλόγιο του παιδιού, ενώ αφετέρου, του παρέχουμε κίνητρο να εκφραστεί με λόγο, καθώς συμμετέχει σε μια επικοινωνία που εξελίσσεται φυσικά και αβίαστα. Έτσι δημιουργούμε πολύτιμες ευκαιρίες επικοινωνίας.
Σε ένα πρώτο στάδιο αναμένουμε ότι το παιδί θα ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που του δίνουμε, χρησιμοποιώντας το βλέμμα ή τη δείξη ως απάντηση. Οφείλουμε όμως να το ωθήσουμε να ανακαλύψει τον ευκολότερο τρόπο να επιλέγει αυτό που επιθυμεί: την ομιλία. Εάν το παιδί λέει μόνο μία με δύο λέξεις (πχ. νερό, γάλα), χρησιμοποιούμε έστω αυτές και μόνο τις λέξεις προκειμένου να του δημιουργήσουμε επιλογές (‘θέλεις νερό ή γάλα;’). Επιλέγοντας να εκφράσει με λόγο την επιθυμία του το παιδί διαπιστώνει ότι μπορεί να την ικανοποιήσει, και έτσι, αντί να χαλά τον κόσμο από τις φωνές για να αποκτήσει κάτι, αρχίζει να αναζητά τη λέξη για να διεκδικήσει αυτό που θέλει.
Πιέζοντας να μιλήσει ένα παιδί που δεν μιλά, τού προκαλούμε μεγαλύτερη άρνηση για την ομιλία. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το άγχος, την ένταση και την ανυπομονησία στο βλέμμα και τη γενικότερη στάση και έκφραση του γονιού. Καταλύεται έτσι κάθε ευχαρίστηση, καθώς η επικοινωνία παύει να είναι χαλαρή και αβίαστη… Χάνεται το κίνητρο! Αντί να εστιάζουμε αποκλειστικά στην έκφραση, οφείλουμε να προάγουμε την κατανόηση και την επικοινωνία στο παιδί. Χρησιμοποιούμε ευχάριστες δραστηριότητες και παιχνίδι που να απολαμβάνουμε και εμείς και το παιδί. Το παιδί θα μιλήσει, όταν αυτό είναι έτοιμο και μόνο τότε. Εμείς οφείλουμε απλά να του δημιουργήσουμε τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις ώστε αυτό να συμβεί χωρίς να χαθεί πολύτιμος για τη γλωσσική του ανάπτυξη χρόνος.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Προσκόλληση & Ανεξαρτοποίηση
Από την Προσκόλληση προς την Ανεξαρτητοποίηση
Αρκετά παιδιά εκδηλώνουν μία έντονη προσκόλληση και εξάρτηση προς τους ενήλικες, γεγονός που συχνά προβληματίζει τους γονείς και ειδικά τις μητέρες, καθώς αυτές είναι, τις περισσότερες φορές, τα πρόσωπα προς τα οποία εκδηλώνεται η προσκόλληση. Όταν παρατηρηθεί αυτή η συμπεριφορά, η μητέρα αρχίζει να διερωτάται σχετικά με το ποια θα πρέπει να είναι η στάση της απέναντι στο παιδί και συχνά βρίσκεται αντιμέτωπη με το εξής δίλημμα: θα πρέπει να αποθαρρύνει την εξάρτηση αποφεύγοντας την ικανοποίηση κάποιων αναγκών του παιδιού και περιορίζοντας τις εκδηλώσεις ενδιαφέροντος και στοργής ή θα πρέπει να υποταχθεί στις επιθυμίες του, κρατώντας μια επιεική στάση για να μην το πληγώσει;
Για να μπορέσει κανείς να επιλέξει σωστά τη στάση που θα κρατήσει απέναντι στο παιδί που προσκολλάται, θα πρέπει να γνωρίζει τόσο τις ανάγκες του παιδιού σε κάθε περίοδο της ανάπτυξής του, όσο και τα εξελικτικά στάδια που ακολουθεί η διαδικασία της προσκόλλησης.
Κατά τους πρώτους μήνες ζωής, το βρέφος είναι απόλυτα εξαρτημένο από τους άλλους για την κάλυψη των αναγκών του και, ενώ αντιλαμβάνεται την παρουσία των προσώπων που το περιβάλλουν, δεν μπορεί ακόμη να τα αναγνωρίσει. Πολύ σύντομα αρχίζει να συνδέει την ανθρώπινη παρουσία με την κάλυψη των αναγκών του, η οποία δημιουργεί, όπως είναι φυσικό, ευχάριστα συναισθήματα. Τότε εκδηλώνεται για πρώτη φορά η προσκόλληση, η οποία δεν αφορά ακόμη συγκεκριμένα πρόσωπα.
Γύρω στον 5ο μήνα, το βρέφος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη μητέρα του ως ένα ξεχωριστό πρόσωπο και αντιδρά σε αυτή με έναν ιδιαίτερο τρόπο: επιθυμεί τη διαρκή παρουσία της δίπλα του, θυμώνει όταν αυτή απομακρύνεται και εκφράζει μια αγωνία που είναι γνωστή ως άγχος αποχωρισμού. Η προσκόλληση, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε μονοπροσωπική, ενώ συγχρόνως παρατηρείται και μια άρνηση του βρέφους για αλληλεπίδραση με ξένα πρόσωπα. Το άγχος του αποχωρισμού από τη μητέρα παρουσιάζει μεγάλη ένταση μεταξύ 12ου και 18ου μήνα και σταδιακά υποχωρεί, καθώς το βρέφος αρχίζει να αναπτύσσει πρόσθετες προσκολλήσεις. Μέχρι το τέλος του 3ου έτους μπορεί να διατηρηθεί ο φόβος του παιδιού για ξένα πρόσωπα ή μέρη. Από την ηλικία αυτή και μετά, εφόσον η διαδικασία της προσκόλλησης υπήρξε ομαλή, το παιδί αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται.
Ορισμένες φορές όμως, αυτή η ομαλή διαδικασία προσκόλλησης και ανεξαρτητοποίησης στη συνέχεια, εμποδίζεται, είτε από κάποια περιστατικά που προκύπτουν στη ζωή της οικογένειας, είτε από τη στάση των γονέων απέναντι στο παιδί. Για παράδειγμα, ο αποχωρισμός ενός παιδιού από τη μητέρα του για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το στάδιο της προσκόλλησης, μπορεί να δημιουργήσει ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας. Το αίσθημα αυτό μπορεί να διατηρηθεί και μετά την επιστροφή της μητέρας, με αποτέλεσμα την εκδήλωση άγχους αποχωρισμού κάθε φορά που το παιδί διαπιστώνει ότι η μητέρα δεν βρίσκεται κοντά του. Ακόμη, η στάση του ίδιου του γονέα μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες, είτε εκφράζοντας μια υπερβολική προστασία με το να εξυπηρετεί άμεσα κάθε ανάγκη του παιδιού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις δυνατότητές του για αυτοεξυπηρέτηση, είτε εκφράζοντας μια κυριαρχική διάθεση, η οποία περιορίζει τα περιθώρια αυτενέργειας του παιδιού.
Η ανάπτυξη μιας υγιούς προσωπικότητας προϋποθέτει τη στήριξη, την αποδοχή και την επιδοκιμασία του παιδιού σε δραστηριότητες που διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε ηλικίας. Σε ένα πρώτο στάδιο ανάπτυξης, οι εκδηλώσεις φροντίδας και στοργής είναι απαραίτητες για ένα βρέφος, αφού η επιβίωσή του εξαρτάται απόλυτα από τους άλλους. Στη συνέχεια, καθώς η ανάγκη του παιδιού για εξερεύνηση του μικρόκοσμού του αρχίζει να αναδύεται, η παροχή ερεθισμάτων για δράση και η επιδοκιμασία των επιτευγμάτων του, είναι συμπεριφορές που ενθαρρύνουν το παιδί και το προετοιμάζουν για το επόμενο εξελικτικό στάδιο. Μετά την ολοκλήρωση και αυτής της φάσης, προκύπτει η ανάγκη για αναγνώριση του παιδιού από τους γύρω του ως καλού και ηθικού ατόμου. Σε αυτή την προσπάθεια τήρησης και συμμόρφωσης προς τους κανόνες, η υποστήριξη των γονέων καθώς και η επιδοκιμασία των προσπαθειών, προσφέρουν στο παιδί την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται για να προχωρήσει με επιτυχία στην εξελικτική διαδικασία.
Θα λέγαμε λοιπόν, ότι στην πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι η επιλογή μιας αδιαφοροποίητης στάσης απέναντι στο παιδί, αλλά η συμπαράστασή μας στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον κόσμο και να ελέγξει αποτελεσματικά το περιβάλλον του.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Έκτη, έβδομη και όγδοη αίσθηση
Έκτη, Έβδομη και Όγδοη Αίσθηση
Όραση, ακοή, όσφρηση, αφή και γεύση είναι οι γνωστές σε όλους 5 αισθήσεις, με τις οποίες η πλειονότητα των ανθρώπων έρχεται εφοδιασμένη στη ζωή και αισθάνεται τον περιβάλλοντα κόσμο. Στην πορεία των χρόνων και με τη συσσώρευση εμπειριών από την αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο αυτό, οι αισθήσεις οξύνονται και έτσι καλλιεργείται η αντίληψη και διευρύνεται η γνώση μας για τα πράγματα και τον εαυτό.
Ωστόσο, οι 5 αισθήσεις φαίνεται να μην είναι η μοναδική «προίκα» του ανθρώπου. Το μωρό που μεγαλώνει μαθαίνει να βλέπει, να ακούει, να μυρίζει, να αγγίζει και να γεύεται, μαθαίνει όμως και να κινείται. Και για την επιτυχία της κίνησης απαιτείται να ενεργοποιηθούν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά 3 ακόμη αισθήσεις: η ισορροπία, η ιδιοδεκτικότητα και η κιναισθησία.
Το μωρό κουνάει το κεφαλάκι του δεξιά και αριστερά, κι αρχίζει να μαζεύει και να τεντώνει με δύναμη τα ποδαράκια του. Κι αυτό ήδη από τον πρώτο μήνα της ζωής του. Οι κινήσεις αυτές, συχνές και έντονες, μοιάζουν αλλά δεν είναι άσκοπες. Το μωρό δυναμώνει με τον τρόπο αυτό τους μύες του και, παράλληλα, συλλέγει ερεθίσματα για να προσανατολιστεί στο χώρο, να καταλάβει τον τρόπο και τη θέση/στάση όπου μπορεί να στηριχθεί, και να μπορέσει τελικά, σε πρώτη φάση να στηρίξει το κεφαλάκι και στη συνέχεια ολόκληρο το κορμάκι του. Με άλλα λόγια, το μωρό προσπαθεί να ενεργοποιήσει την αίσθηση της ισορροπίας. Είναι η αίσθηση που θα επιτρέψει όλες εκείνες τις κινήσεις που θα καταλήξουν στη βάδιση και θα συνεχίσουν να τελειοποιούνται έως την ηλικία των 3 περίπου ετών.
Το μωρό προσπαθεί να πιάσει την πιπίλα του και να τη φέρει στο στόμα. ΟΙ προσπάθειες δεν είναι πάντα επιτυχημένες, αξίζουν όμως σίγουρα τον κόπο: το μικρούλι ανακαλύπτει έτσι και μαθαίνει σιγά σιγά πού βρίσκονται τα σημεία-μέλη που συμμετέχουν και βοηθούν στην επιτυχία των κινήσεών του, (χεράκια, ποδαράκια, γόνατα ώμοι). Βιώνει έτσι την 7η αίσθηση, την ιδιοδεκτικότητα, η οποία διοχετεύει στον εγκέφαλο τις απαραίτητες πληροφορίες που θα βοηθήσουν το μωρό να αντιληφθεί την ακριβή θέση των άκρων και του κορμού. Ο εγκέφαλος ερμηνεύει στη συνέχεια τα μηνύματα και το μωρό αρχίζει να εντάσσει την ύπαρξη του στο χώρο και να σχεδιάζει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τις κινήσεις του,
Οι κινήσεις των μωρών μπορεί να ξεκινούν πειραματικά, σύντομα όμως προσανατολίζονται στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων, όπως η σύλληψη κάποιου παιχνιδιού ή η αγκαλιά της μαμάς ή του μπαμπά. Προκειμένου το παιδί να κατανοήσει πόσο πρέπει να κουνήσει χεράκια ή ποδαράκια για να φτάσει αυτό που κάθε φορά θέλει, απαιτούνται όχι πια τυχαίες, αλλά συγκροτημένες κινήσεις. Το μωρό πρέπει πλέον να γνωρίζει τα όρια του σώματός του, να αντιλαμβάνεται τι μπορεί να κάνει και τι όχι και να μπορεί να επιλέξει τον καταλληλότερο τρόπο για να μετακινηθεί προς την εκάστοτε επιθυμητή πλευρά: Για όλα αυτά ενεργοποιεί την 8η αίσθηση, την κιναισθησία. Η λέξη είναι σύνθετη, παράγεται από τις λέξεις «κίνηση» και «αίσθηση» και σημαίνει την αίσθηση που επιτρέπει στο άτομο τη δυνατότητα κάθε κίνησης, όπως και όποτε αυτό την επιθυμεί. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν επιτυγχάνεται στον πρώτο χρόνο της ζωής. Απαιτείται τουλάχιστον μία εφταετία, ώστε να καταφέρει ο παιδικός εγκέφαλος να ασκήσει πλήρη έλεγχο των κινήσεων του σώματος, με τον ίδιο τρόπο που τον ασκεί και ο ενήλικος εγκέφαλος. Αυτό σημαίνει, ότι για να καταφέρει το μικρούλι σας να πιάσει την μπάλα που του πετάτε, πρέπει, πέραν της όρασης, ακοής και αφής, να συλλέξει και μηνύματα από τους μύες και τις αρθρώσεις. Η κιναισθησία επιτρέπει στο παιδί τη συλλογή των μηνυμάτων αυτών και τον έλεγχο των κινήσεών του, ο οποίος θα εξασφαλίσει και την επιτυχία του εγχειρήματος που το παιδί αναλαμβάνει.
Οι 3 αυτές αισθήσεις, όπως και οι υπόλοιπες 5 είναι μηχανισμοί που εν δυνάμει υπάρχουν στον εγκέφαλο απ’ τη στιγμή της γέννησης. Κι ο τρόπος για να τους ενισχύσουμε, γονείς, παιδαγωγοί και ειδικοί, είναι η συνεχής παροχή ερεθισμάτων, η ενθάρρυνση της προσπάθειας και η επιβράβευση της επιτυχίας. Ό,τι δηλαδή αποτελεί τη μαγική συνταγή για κάθε εκπαιδευτικό έργο.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Η μνήμη στα πρώτα χρόνια ζωής
Θυμάσαι που…
Η μνήμη αναλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης του ανθρώπου, σε κάθε ηλικιακή φάση. Η μνήμη αφορά γνώσεις, εμπειρίες, αλλά και συναισθήματα συνδεδεμένα με αυτές. Κάθε άτομο ορίζει τον προσωπικό του κόσμο στη βάση προηγούμενων εμπειριών, αναμνήσεων δηλαδή, χρωματισμένων από προσωπικές κρίσεις και ερμηνείες. Τα επεισόδια της προσωπικής ιστορίας του καθενός χαράσσονται στη μνήμη, χτίζουν την προσωπικότητα και διαμορφώνουν την ιδιαίτερη ταυτότητα. Χάρη στη μνήμη μπορούμε να ανακαλούμε το παρελθόν, να προσαρμοζόμαστε στο παρόν και να προβλέπουμε το μέλλον.
Η μνήμη βέβαια δεν είναι μία ικανότητα που ξαφνικά εμφανίζεται και εν συνεχεία καλλιεργείται στην πορεία της ανάπτυξης. Η ικανότητα της μνήμης ενυπάρχει στο ανθρώπινο δυναμικό από τη στιγμή της γέννησης, ή μάλλον – για να είμαστε πιο ακριβολόγοι και συνεπείς στα πορίσματα ερευνών – από τον πρώτο καιρό της εμβρυακής ζωής: Λίγες μόνο ώρες μετά τη γέννηση, το νεογέννητο αντιδρά εντονότερα σε ήχους με τους οποίους ήταν ήδη εξοικειωμένο κατά την ενδομήτριο ζωή του, παρά σε νέους ήχους από το καινούριο, εξωμήτριο περιβάλλον του.
Όσο περνάει βέβαια ο καιρός, και εφόσον η ποικιλία και η καταλληλότητα των ερεθισμάτων (οπτικών, ακουστικών, αισθησιοκινητικών πληροφοριών) ενισχύεται, ενθαρρύνεται και επιταχύνεται και η διαδικασία εξέλιξης της παιδικής μνήμης. Έτσι, η ισχύς της μνήμης αυξάνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια του 1ου χρόνου ζωής, ενώ στην ηλικία των 2-3 χρονών το παιδί μπορεί πλέον να θυμηθεί παλιότερες στιγμές της ζωής του.
Το να μιλάμε για τη μνήμη βέβαια στον ενικό, ενδέχεται να είναι αρκετά αποπροσανατολιστικό. Στην πραγματικότητα, η μνήμη έχει πολλές, αλληλένδετες μεταξύ τους διαστάσεις, και λειτουργίες πολλαπλές που διαρθρώνονται σε ένα πολύπλοκο σύστημα. Ανάλογα με την οπτική γωνία του επιστημονικού ενδιαφέροντός τους, οι μελετητές διακρίνουν βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη μνήμη, μνήμη δράσης, διαδικαστική, ταξινομητική, εργαζόμενη κλπ. Δεν ωφελεί να εξαντλήσουμε εδώ όλη την πολυπλοκότητα του μνημονικού συστήματος. Αξίζει όμως τον κόπο να αναφερθούμε σε πέντε … «μνήμες», οι οποίες φαίνεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ζωής. Πρόκειται για:
- Την οπτική μνήμη: βοηθά το παιδί να θυμηθεί εικόνες που έχει ξαναδεί. Χαρακτηριστικό δείγμα εκδήλωσής της, η ευχαρίστηση του παιδιού στη θέα του αγαπημένου του παιχνιδιού.
- Την ακουστική μνήμη: το παιδί θυμάται ήχους που έχει ακούσει παλιότερα. Έτσι, κινείται χαρούμενα στο άκουσμα του ονόματός του, ακόμη κι αν δεν έχει οπτική επαφή με την πηγή της φωνής.
- Την οσφρητική μνήμη: τη μνήμη, δηλαδή, που συγκρατεί μυρωδιές και γεύσεις, και η οποία τίθεται σε λειτουργία από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του παιδιού. Και η πρώτη μυρωδιά που διακρίνει και αναγνωρίζει βέβαια κάθε παιδί, είναι αυτή της μητέρας του.
- Την αισθησιοκινητική μνήμη: το μωρό είναι ικανό να ανακαλέσει και, άρα, να επαναλάβει επιτυχώς συγκεκριμένες κινήσεις που έχει κάνει.
- Τη σημασιολογική μνήμη: βοηθά στην ανάκληση λέξεων και των σημασιών τους, και ενεργοποιείται όταν το παιδί αρχίζει να μιλά.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ότι και οι 5 μνήμες συνδέονται άμεσα με την ικανότητα των παιδιών να κατανοούν και να μαθαίνουν. Όσο περισσότερα είδη μνήμης εμπλέκονται σε μια γνωστική διαδικασία εκμάθησης αντικειμένων ή καταστάσεων, τόσο διευκολύνεται το παιδί στο να θυμάται, να επαναλαμβάνει, να αυτοματοποιεί, να κατακτά, με λίγα λόγια τη γνώση.
Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας ξεχνούν πολύ. Θυμούνται όμως όλα όσα τους εντυπωσίασαν, τους προκάλεσαν έντονα συναισθήματα ή στάθηκαν αφορμή σημαντικών γεγονότων. Μέχρι τα 4 χρόνια τους, η μνήμη που διαθέτουν είναι ακούσια: δεν επιδιώκουν με δική τους πρωτοβουλία να θυμηθούν κάτι. Απλώς, η εντυπωσιακή εμπειρία αποτυπώνεται και γίνεται ανάμνηση, δίχως το παιδί να συνειδητοποιεί το γεγονός. Μετά τον 4ο χρόνο αρχίζει να διαμορφώνεται η συνειδητή μνήμη, που τελειοποιείται σταδιακά έως την αρχή της σχολικής ηλικίας, χωρίς ωστόσο, να πάψει να εξελίσσεται και κατά τη διάρκεια αυτής.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Γλωσσική ανάπτυξη τα 3 πρώτα έτη
Η ανάπτυξη του λόγου τα πρώτα 3 χρόνια της ζωής
Α. Από το κλάμα στην πρώτη λέξη
– ‘Πότε το παιδί σας άρχισε να μιλά;’
– ‘Ήταν περίπου ενός έτους όταν είπε τις πρώτες λεξούλες με σημασία’
Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση της ομιλίας δεν συντελείται έτσι ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα, ως δια μαγείας. Το παιδί δεν ξυπνά κάποιο πρωί και ξεκινά να μιλά προς έκπληξη όλων. Όπως όταν φτιάχνουμε ένα κέικ πρέπει να προσθέσουμε τα κατάλληλα συστατικά στον κατάλληλο χρόνο πριν το ψήσουμε, έτσι και για να φτάσει το παιδί στο στάδιο των πρώτων λέξεων θα πρέπει να έχουν προηγηθεί κάποια άλλα σημαντικά γεγονότα. Ένα από αυτά θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε προσοχή και επεξεργασία ακουστικών ερεθισμάτων. Με άλλα λόγια, καλλιέργεια της ακουστικής ικανότητας ή, ακόμη πιο απλά, αξιοποίηση των αυτιών μας. Η κατάκτηση του λόγου λοιπόν ξεκινά με την γέννηση του βρέφους και ίσως και πιο πριν. Έρευνες έχουν δείξει ότι το παιδί που γεννιέται αναγνωρίζει τη φωνή της μητέρας, καθώς έχει μάθει να την ακούει ενώ ζούσε ακόμη μέσα στην κοιλιά της (ως ήχο που μεταδίδεται από σώμα σε σώμα με την δόνηση των οστών και όχι μέσω της αέρινης οδού). Γνωρίζουμε άλλωστε, ότι τα νεογέννητα βρέφη δείχνουν μια προτίμηση προς την ανθρώπινη ομιλία σε σχέση με κάθε άλλο ήχο, ακόμα και της μουσικής που τόσο τα ηρεμεί.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής, τη λεγόμενη προ-γλωσσική περίοδο, η ανάπτυξη της επικοινωνίας στο παιδί ακολουθεί αναγνωρίσιμα στάδια ή σταθμούς ανάπτυξης. Έτσι, το νεογέννητο πραγματοποιεί την πρώτη του επικοινωνία με βλεμματική επαφή μετά την 2η-3η εβδομάδα. Από την 6η εβδομάδα περίπου παράγει άναρθρες κραυγές, φωνήσεις. Καθώς η ανάπτυξη της επικοινωνίας έχει πάρει για τα καλά το δρόμο της, το κλάμα, από αντανακλαστική αντίδραση στη δυσφορία αρχίζει και γίνεται εργαλείο επικοινωνίας. Έτσι, το μωρό αρχίζει να “χρησιμοποιεί” το κλάμα όταν πεινάει ή όταν θέλει να ζητήσει την παρουσία της μητέρας. Από τον 3ο κιόλας μήνα της ζωής, το χαμόγελο επίσης χρησιμοποιείται επικοινωνιακά: το βρέφος θα χαμογελάσει για να δηλώσει χαρά/ικανοποίηση ή φιλική διάθεση.
Πέντε μηνών και το μωρό είναι πλέον σε θέση να φωνάξει για να προσελκύσει την προσοχή. Εκεί κοντά, γύρω στον 6ο μήνα της ζωής, εμφανίζεται και το βάβισμα που χαρακτηρίζεται από διάφορους συνδυασμούς γλωσσικών ήχων: ναμαναναναμαμανα…………. Το βάβισμα, που γίνεται τόσο για εξάσκηση των οργάνων άρθρωσης όσο και για επικοινωνιακούς λόγους, προσαρμόζεται σταδιακά στους ήχους της μητρικής γλώσσας του παιδιού, όποια κι αν είναι αυτή. Δηλαδή το παιδί που βαβίζει, ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από την παραγωγή τυχαίων φωνήσεων / ήχων και μετακινείται προς τους ήχους ομιλίας της μητρικής του γλώσσας. Έτσι, το Ελληνόπουλο θα βαβίσει χρησιμοποιώντας ελληνικά φωνήματα, το Ισπανόπουλο ισπανικά και πάει λέγοντας. Αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που δείχνει να οφείλεται στην αξιοποίηση της ακουστικής εμπειρίας του κάθε βρέφους. Επτά με οκτώ μηνών πια, το παιδί έχει ήδη συλλάβει και τη μελωδία της γλώσσας. Δεν γνωρίζει ακόμη λέξεις, γνωρίζει όμως το μουσικό σχήμα της γλώσσας – τη λεγόμενη επιτόνιση – και το χρησιμοποιεί στο βάβισμά του. Με άλλα λόγια, το παιδί ‘χρωματίζει’ το βάβισμά του, προσδίδει σε αυτό προσωδιακά χαρακτηριστικά, μελωδία πρότασης. Όπως φαίνεται, έχει ήδη μάθει στο στάδιο αυτό τον γνωστό σε όλους μας κανόνα ‘δεν είναι τόσο το τι λες όσο το πώς το λες’ 🙂 .
Παράλληλα με την συγκέντρωση ακουστικής εμπειρίας και την εξέλιξη των προλεκτικών φωνήσεων όπως το βάβισμα, η προ-λεκτική φάση της επικοινωνίας περιλαμβάνει την ανάπτυξη και το συντονισμό μη λεκτικών χαρακτηριστικών επικοινωνίας όπως μορφασμοί, χειρονομίες και στάση σώματος. Το παιδί, στον 9ο μήνα της ζωής του, αρχίζει να δείχνει στον γονιό αντικείμενα γύρω του. Αυτό το κάνει είτε δηλώνοντας επιθυμία να πιάσει τα αντικείμενα αυτά στα χέρια του (αίτημα) είτε θέτοντας ένα κοινό αντικείμενο αναφοράς (αναφοράς) στον μη λεκτικό, επικοινωνιακό διάλογο που δημιουργεί με το γονιό.
Όλα αυτά προετοιμάζουν για την λεκτική επικοινωνία, η οποία είναι πια προ των πυλών ! Το παιδί που κλείνει τους 12 μήνες ζωής, σύντομα θα ανακαλύψει ένα πολύ αποτελεσματικότερο εργαλείο για την ικανοποίηση των επικοινωνιακών του αναγκών, την ομιλία !
Γνωρίζουμε καλά ότι κάθε παιδί ακολουθεί την δική του μοναδική πορεία ανάπτυξης, αναπτύσσει και αναπτύσσεται μέσα από μια ιδιαίτερη εξελικτική διαδρομή. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να περπατήσει σε ηλικία 10 μηνών και ένα άλλο στους 18 μήνες, χωρίς αυτό αναγκαστικά να σημαίνει ότι το πρώτο είναι πιο ώριμο ή πιο έξυπνο. Παρότι η διαφορετικότητα δεν συνιστά εξαίρεση αλλά κανόνα, συχνά έχουμε την ανάγκη ως γονείς να συγκρίνουμε την πορεία του δικού μας παιδιού με κάποιες σταθερές, τα γνωστά σε όλους μας “ορόσημα ανάπτυξης”, έτσι ώστε να να αξιολογηθεί η πορεία του δικού μας παιδιού.
Β. Οι πρώτες του λέξεις …
‘Κλείνοντας’ τον πρώτο χρόνο της ζωής του το παιδί ήδη κατανοεί 20 με 60 λέξεις κι ας μην τις χρησιμοποιεί το ίδιο στην έκφρασή του. Στην ανατολή του δεύτερου έτους -12 με 15 μηνών, μπορεί να φτάσει και τους 18 μήνες- το παιδί ξεκινά να μιλά! Στο στάδιο αυτό δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ‘επενδύει’ με συγκεκριμένες ακολουθίες ήχων την πλούσια (λόγω της εμπειρίας που έχει ήδη συλλέξει) σκέψη του.
Το κίνητρό του; Πιο αποτελεσματική επικοινωνία.
Το αποτέλεσμα; οι πρώτες αναγνωρίσιμες λέξεις.
Στο στάδιο αυτό καθαρές λεξούλες μπορεί να προφέρονται από το παιδί ανάμεσα σε μακριές ακατανόητες ακολουθίες ήχων.
Οι πρώτες-πρώτες λέξεις μπορεί να έχουν ιδιαίτερη, ιδιοσυγκρατική σημασία για το παιδί. Για παράδειγμα πριν ακόμη το παιδί αντιληφθεί ότι η λέξη ‘μαμά’ αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο μπορεί να την καταλαβαίνει και να την χρησιμοποιεί σαν κάτι που όταν το λέμε κάνει κάποιον γύρω μας να μας χαμογελάει και να μας παίζει…
Αυτό συμβαίνει γιατί οι πρώτες-πρώτες λέξεις (οι λεγόμενες “πρωτολέξεις”) λειτουργούν κυρίως ως ένας τρόπος επιζήτησης και διατήρησης της επικοινωνίας παρά σαν συμβολική αναπαράσταση προσώπων και αντικειμένων -αυτό που πραγματικά είναι οι λέξεις.
Τέλος οι πρώιμες αυτές λεξούλες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την άμεση εμπειρία του παιδιού μας. Έτσι για παράδειγμα το παιδί μπορεί να πει τη λέξη ‘γάλα’ όταν δει το μπιμπερό του γεμάτο γάλα. Δεν θα πει ίσως όμως το ίδιο όταν δει ένα διαφορετικό μπιμπερό ενός άλλου παιδιού γεμάτο γάλα!
Κατά το ολοφραστικό στάδιο που διανύει ένα παιδί της ηλικίας αυτής, ακούμε μια λέξη κάθε φορά. Η λέξη αυτή (συνήθως ουσιαστικό) συχνά φέρει τη σημασία μιας ολόκληρης φράσης, την οποία το παιδί αδυνατεί φυσικά να πει – γι αυτό και αναφερόμαστε στη αναπτυξιακή αυτή περίοδο του λόγου ως ‘ολοφραστικό στάδιο’. Έτσι το παιδί της ηλικίας αυτής λέει ‘μπαμπά’ εννοώντας ίσως ‘να ο μπαμπάς ήρθε’ ή ‘αυτές είναι οι παντόφλες του μπαμπά’ ή χίλιες άλλες σημασίες.
Στην πορεία παρατηρείται συνήθως ένα μοτίβο ανάπτυξης όπου το παιδί μετά από ένα σύντομο, φαινομενικά ‘στάσιμο’ διάστημα, διαπιστώνεται μία έκρηξη παραγωγής λέξεων, γύρω στην ηλικία των 18 μηνών με 2 ετών. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η κατανόηση προηγείται και θα πρέπει να προηγείται της έκφρασης. Έτσι, κλείνοντας τα δύο έτη, ο μικρός μας φίλος διαθέτει ένα λεξιλόγιο έκφρασης γύρω στις 200 λέξεις και κατανοεί αρκετές εκατοντάδες λέξεις – φυσικά, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί και συνήθως παρατηρείται μεγάλη απόκλιση από παιδί σε παιδί.
Το ολοφραστικό στάδιο διαδέχεται το τηλεγραφικό στάδιο όπου το παιδί συνδυάζει 2 ή 3 λέξεις μαζί σε φράση. Δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένη συντακτική δομή πρότασης, δηλαδή η ομιλία μοιάζει με τηλεγράφημα. Η μετάβαση από το ολοφραστικό στο τηλεγραφικό στάδιο συντελείται στο τέλος περίπου του δεύτερου έτους ζωής. Ο λόγος του παιδιού στο στάδιο αυτό είναι σαφώς πιο πλούσιος σε σημασία. Το πιο πλούσιο λεξιλόγιο και ο συνδυασμός των δύο λέξεων σε φράση δίνουν τεράστιες δυνατότητες λεκτικής έκφρασης. Η ικανότητα κατανόησης – σε προηγμένο πάντα επίπεδο έναντι της έκφρασης – επιτρέπει την αποκωδικοποίηση αναρίθμητων απλών προτάσεων και οδηγιών.
Από την ηλικία των 21/2 ετών και ως τα 5 περίπου χρόνια ο λόγος συνεχίζει τους δικούς του ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης. Μην προσπαθείτε πλέον να μετρήσετε πόσες λέξεις το παιδί σας γνωρίζει και χρησιμοποιεί γιατί απλά μέχρι να τις μετρήσετε θα έχουν διπλασιαστεί! Καινούριες λέξεις, νέες – ολοκληρωμένες πια – εκφράσεις ξεφυτρώνουν κάθε τόσο. Το παιδί της ηλικίας αυτής εφοδιάζει το λεξιλόγιό του με περίπου 5 επιπλέον λέξεις κάθε μέρα που περνάει.
Εμείς από τη πλευρά μας, ευτυχείς θεατές αυτής της συναρπαστικής ανάπτυξης του λόγου σπεύδουμε να υποστηρίξουμε τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού, ενθαρρύνοντάς το, ενισχύοντας την προσπάθειά του και διαμορφώνοντας με την επικοινωνία και το λόγο μας ένα πλούσιο, γλωσσικά, περιβάλλον.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ψυχοκινητική ανάπτυξη στο 1ο έτος
Το θαύμα της ανθρώπινης ζωής το αντιλαμβάνεται κανείς με τη γέννηση, που συνιστά το κορυφαίο συμβάν στην πορεία για την ωρίμανση του νέου ανθρώπου.
Το παιδί που γεννιέται βρίσκει σιγά-σιγά τη θέση του στον κόσμο. Η ανάπτυξή του ακολουθεί μικρά, αλλά και μεγάλα, καθορισμένα βήματα εξέλιξης, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες της ζωής του.
Οι αλλαγές στην κίνηση και την ψυχολογία του είναι καθημερινές.
Ιδιαίτερα σημαντικοί για την ανάπτυξη ενός παιδιού είναι οι πρώτοι 12 μήνες της ζωής του. Τα στάδια της ψυχοκινητικής του εξέλιξης την περίοδο αυτή αποτελούν τα πρώτα βήματα προς την ωριμότητα.
Ο γονιός θα πρέπει έτσι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός όσον αφορά 8 σημαντικά στάδια-σταθμούς σ’ αυτή την πρώτη φάση της ανάπτυξης του παιδιού:
Το μπουσούλημα:
Το μπουσούλημα ξεκινά με τα σταδιακά ανασηκώματα απ’ την ξαπλωτή θέση (μπρούμυτα) και ολοκληρώνεται με τη συγχρονισμένη κίνηση με τα τέσσερα.
Τους πρώτους μήνες το βρέφος ασκείται στο κράτημα του κεφαλιού ενώ συγχρόνως δυναμώνουν οι μυς του λαιμού, της ράχης και των μπράτσων. Στον 5ο μήνα μπορεί μόνο του να μετακινηθεί από μπρούμυτα ανάσκελα, ενώ στον 6ο μήνα ανασηκώνει πλέον κεφάλι και θώρακα και είναι έτοιμο να απλώσει το χέρι του για να πάρει το παιχνίδι που του δίνουμε. Γύρω στον 9ο μήνα το παιδί αρχίζει να κουνιέται μπρος-πίσω στα τέσσερα, και μετά από αρκετή προπόνηση, το βρίσκουμε να εξερευνεί όλο το σπίτι μπουσουλώντας.
Εξέλιξη της ικανότητας να κάθεται:
Στο τέλος του 1ου τριμήνου το μωρό καταφέρνει να κρατήσει για λίγο το κεφάλι του, όταν προσπαθούμε να το ανασηκώσουμε κρατώντας το γερά απ’ τα χέρια.
Μέχρι τον 6ο μήνα η στήριξη του κεφαλιού έχει τελειοποιηθεί, ενώ στο ίδιο διάστημα τα χέρια του έχουν ασκηθεί και γίνει περισσότερο δυνατά. Έτσι, όταν στον 7ο μήνα το βρέφος αποκτήσει κάποια ευχέρεια στην μετακίνηση από ανάσκελα μπρούμυτα, ολοκληρώνονται πλέον οι προϋποθέσεις για να καθίσει. Μέχρι τον 10ο μήνα, τα περισσότερα παιδιά κάθονται ήδη μόνα τους.
Εξέλιξη στο περπάτημα:
Το βρέφος τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του εκδηλώνει τις αυτόματες κινήσεις βαδίσματος. Έτσι, όταν αγγίζουμε το ένα του πέλμα, τεντώνει αμέσως το πόδι κάμπτοντας συγχρόνως το άλλο. Στον 3ο μήνα, όταν το σηκώνουμε το βρέφος λυγίζει τα πόδια του. Στον 5ο αρχίζει να στηρίζει για λίγο το βάρος του, ενώ από τον 7ο αρχίζει να “χορεύει” όταν το κρατάμε από τις μασχάλες.
Στο 10ο μήνα είναι πλέον σε θέση να πιάνεται από τα έπιπλα, να σηκώνεται και να στέκεται. Μέσα σ’ ένα μήνα μπορεί να προχωράει προς το πλάι γύρω από τα έπιπλα και με τη δική μας βοήθεια, κρατώντας το από τα χέρια, προχωρά μπροστά. Στο τέλος του 1ου χρόνου το παιδί περπατά στηριγμένο στο ένα χέρι, εξακολουθώντας βέβαια να χάνει πολύ εύκολα την ισορροπία του.
Εξέλιξη των χειρισμών:
Οι χειρισμοί συνιστούν πολύ σπουδαίο στοιχείο για την πνευματική ανάπτυξη, την αυτάρκεια και την ανεξαρτησία του ανθρώπου, καθώς και για τη δημιουργία σχέσεων με άλλους. Το νεογέννητο σφίγγει τα χέρια του σε κλειστές γροθιές. Δεν μπορεί ούτε να τ’ ανοίξει εκούσια ούτε να τ’ απλώσει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Στον 3ο μήνα, αν βάλουμε μια κουδουνίστρα στο χέρι του, τη σφίγγει στην χούφτα του και την κουνάει. Απ’ τον επόμενο μήνα παίζει πλέον με τα χέρια του, τα περιεργάζεται και στη συνέχεια και για πολλούς μήνες ό, τι πιάνει το βάζει στο στόμα του. Έχει τότε κατακτήσει το πρώτο στάδιο στην ικανότητά του να πιάνει και να συγχρονίζει τα δύο χέρια του.
Ο 6ος είναι ο σημαντικότερος μήνας στην εξέλιξη των χειρισμών. Στην ηλικία αυτή, όταν προσφέρουμε στο βρέφος ένα παιχνίδι, απλώνει το χέρι του με σιγουριά, το πιάνει με όλη την παλάμη και το φέρνει στο στόμα. (Αυτό βέβαια δεν χρειάζεται καθόλου να στεναχωρεί τους γονείς). Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η ικανότητά του να μεταφέρει το αντικείμενο απ’ το ένα χέρι στο άλλο. Αυτό σημαίνει την οριστική νίκη στις κλειστές γροθιές του νεογέννητου: εάν οι γροθιές παρέμεναν, το παιδί δεν θα μπορούσε τη στιγμή της αλλαγής να αφήσει το αντικείμενο.
Στους επόμενους μήνες το παιδί πιάνει πιο σταθερά, ενώ στον 9ο θεωρεί παιχνίδι το να αφήνει να του πέφτουν αντικείμενα κάτω. Στον 10ο μήνα πιάνει πλέον με τον αντίχειρα και το δείκτη μικρά αντικείμενα π. χ. ψίχουλα. Αυτό είναι η αρχή της αρμονικής συνεργασίας των δαχτύλων που είναι απαραίτητη για τους λεπτούς χειρισμούς.
H πρόσληψη εξωτερικών ερεθισμάτων:
Αρχικά το μωρό αντιλαμβάνεται με το δέρμα του, ενώ κατευθύνει το βλέμμα του προς κάτι συγκεκριμένο. Στον 2ο μήνα προσηλώνεται και σταματά το βλέμμα του στον ήχο. Στον επόμενο μήνα παρακολουθεί κάτι που κινείται από τη μία πλευρά στην άλλη (π.χ. κουδουνίστρα), ενώ στον 4ο, όταν του δίνουμε κάτι στο χέρι, το “αντιλαμβάνεται” κυρίως φέρνοντάς το στο στόμα του.
Στον 6ο διαθέτει πλέον περισσότερο οξυμένη ακοή και αξιόλογη παρατηρητικότητα, που του επιτρέπει να στρέφει το κεφάλι του προς την κατεύθυνση απ’ όπου έρχεται ο θόρυβος. Αρχίζει τότε να ανακαλύπτει ότι τα πράγματα βρίσκονται σε διάφορες αποστάσεις, ορισμένα κινούνται, άλλα κάνουν θόρυβο, άλλα έχουν ωραία γεύση.
Στον 7ο ανακαλύπτει ότι και η ανθρώπινη παρουσία διατηρείται, ακόμη και αν προσωρινά χάνεται από το οπτικό του πεδίο.
Στον 9ο μήνα ενδιαφέρεται για τους σιγανούς ήχους (χτύποι ρολογιού, κουδούνισμα τηλεφώνου) και μπορεί να τους ακούει επί ώρα με προσοχή και ευχαρίστηση. Ακόμη, ξεχωρίζει τις σχέσεις του χώρου (πάνω-κάτω, μέσα-έξω) και μπορεί να απλώσει το χέρι του μέσα σ’ ένα δοχείο για να πάρει ένα αντικείμενο.
Τον επόμενο μήνα τού αρέσει να πετάει με ορμή πράγματα, αρχίζει να ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες του (π.χ. τα μάτια μιας κούκλας, τις τρύπες της πρίζας) και χρησιμοποιεί μεμονωμένα τα δάχτυλα. Το ίδιο διάστημα, αρχίζει να μιμείται και κινήσεις μετά από πολλές επαναλήψεις π. χ. “γεια σου-γεια σου”, “κουπεπέ” κ.λ.π.
Στον 11ο μήνα ανακαλύπτει ότι μπορεί να φέρει κοντά του ό,τι θέλει, με τη βοήθεια ενός άλλου αντικειμένου. Έτσι τραβάει ένα παιχνίδι απ’ το κορδόνι του, ή το τραπεζομάντιλο για να πάρει αυτά που βρίσκονται στο τραπέζι.
Εξέλιξη της κοινωνικής συμπεριφοράς:
Με τον όρο ‘’κοινωνική συμπεριφορά’’ εννοούμε τους τρόπους με τους οποίους ένα βρέφος αντιδρά στους συνανθρώπους του, δημιουργεί μαζί τους σχέσεις, και κοινωνικοποιείται, προσαρμόζεται δηλαδή στο κοινωνικό περιβάλλον.
Η πρώτη επαφή του νεογέννητου με το περιβάλλον πραγματοποιείται μέσω του δέρματός του (αγκαλιά, θηλασμός).
Στον 2ο μήνα έχουμε το πρώτο δειλό χαμόγελο-ανταπόκριση στην ομιλία της μητέρας ενώ από τον 3ο το βρέφος εκδηλώνει ενδιαφέρον για κάθε κινούμενη μορφή (διαρκεί ως τον 6ο μήνα).
Στον 4ο αρχίζει να γελάει δυνατά, στον 5ο ξεχωρίζει τον αυστηρό απ’ τον ήπιο τόνο της μητέρας του.
Στον 6ο διακρίνει τα γνωστά απ’ τα άγνωστα πρόσωπα και στον 7ο αρχίζει ένα από τ’ αγαπημένα του παιχνίδια (” κούκου-τα”).
Από τον επόμενο το βρέφος γίνεται περισσότερο παρατηρητικό: αρχίζει να παρακολουθεί τους μεγάλους στις δραστηριότητές τους, ενδιαφέρεται για την εικόνα του στον καθρέφτη (χαμογελά στο ” άλλο ” μωρό).
Στον 10ο μήνα χαίρεται όταν το παινέματα και παιχνίδια όπως το κυνηγητό/μπουσουλητό με τη μαμά και το μπαμπά. Την ίδια περίοδο ξεκινά σιγά-σιγά να τρώει χωρίς βοήθεια (πχ. ένα μπισκότο), ενώ ήδη πίνει από το ποτηράκι του.
Εξέλιξη της ομιλίας:
Τους δύο πρώτους μήνες το μωρό κοιμάται αρκετά και ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του είναι το κλάμα, το οποίο σιγά-σιγά διαφοροποιείται ανάλογα με την απαίτηση της στιγμής, όπως π. χ. φαγητό, πόνος, άλλαγμα, μοναξιά.
Τον 3ο και 4ο μήνα εκφράζεται με ήχους ή φωνήεντα καθώς και αλυσίδες από “γγ”, ενώ η χαρούμενη διάθεσή του θα το κάνει να βγάζει χαρούμενες φωνούλες.
Στον 6ο αρχίζει να κάνει αλυσίδα από όμοιες συλλαβές π. χ. γκε-γκε-γκε, ντα-ντα-ντα, ενώ τον επόμενο μήνα δίνει ένταση και τονικότητα στην κουβέντα του.
Στον 9ο αρχίζει να κάνει διπλές συλλαβές όπως μα-μά., μπα-μπά, ενώ προς το τέλος του έτους μαθαίνει να συνδέει κάποιο νόημα με τις συλλαβές που λέει. Κι αυτό είναι το πρώτο σπουδαίο βήμα για την εξέλιξη της ομιλίας του.
Πότε ο γονιός πρέπει να ανησυχήσει;
Οι περισσότεροι σημερινοί γονείς είναι ιδιαίτερα αγχωμένοι κι ανησυχούν, ούτως ή άλλως. Ορισμένες φορές, υπάρχουν όντως λόγοι ανησυχίας. Κάποιες άλλες όμως, βιάζεται η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων –όταν το παιδί πιέζεται να κάνει πράγματα που το αδελφάκι ή το παιδί των φίλων μπορούσε να κάνει στη δική του ηλικία. Στην καλύτερη περίπτωση, ζητείται η γνώμη του ειδικού, που θα αποκαταστήσει την τάξη των πραγμάτων, προσδιορίζοντας τις ικανότητες του παιδιού σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξής του.
Ωστόσο, κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό ανάπτυξης γι’ αυτό και οι ίδιες δεξιότητες ενδέχεται να αναπτυχθούν σε διαφορετικές χρονολογικές ηλικίες (που σ’ αυτή την πρώτη φάση ανάπτυξης κυμαίνονται σε διάστημα μερικών μηνών, συνήθως, εάν δεν υφίστανται παθολογικές καταστάσεις που γεννούν ιδιαίτερους λόγους ανησυχίας).
Σημεία αναφοράς πάντα υπάρχουν, φροντίστε όμως να τα αντιλαμβάνεστε ως τέτοια και μόνο, παρέχοντας το χρόνο που το δικό σας παιδί απαιτεί για να εξελίξει τις δεξιότητες του. Κατά νου θα πρέπει να έχετε, πάνω κάτω, τα εξής:
Ι. Όσον αφορά τις ικανότητες των χειρισμών, αναμένουμε ότι το παιδί :
- Δεν θα κρατάει πλέον συνεχώς το χεράκι του γροθιά, μετά τον 3ο μήνα
- Θα απλώνει το χέρι για να πιάσει κάποιο παιχνίδι και θα μπορεί να αλλάξει το παιχνίδι που κρατά από το ένα χέρι στο άλλο, ως τον 7ο μήνα.
- Θα είναι σε θέση να πιάσει ένα μικρό αντικείμενο με το δείκτη και τον αντίχειρα (λαβή τανάλιας), ως τον 12ο μήνα.
II. Όσον αφορά την αντίληψή του:
- Θα αντιδρά σε διάφορους ήχους-θορύβους, στρέφοντας σωστά το κεφάλι του προς την πλευρά προέλευσης του ήχου, μέχρι τον 6ο μήνα.
- Θα κοιτάζει πίσω του, αναζητώντας ένα αντικείμενο που μόλις έπεσε, έως τον 8ο μήνα.
- Θα δείχνει ενδιαφέρον για μικρές λεπτομέρειες όπως κουμπιά, τρύπες κ.λπ., ως τα πρώτα του γενέθλια.
III.Σχετικά με την κινητική του ανάπτυξη:
- Ως τον 3ο μήνα, θα μπορεί να στηρίξει για λίγο όρθιο το κεφαλάκι του, όταν το κρατάτε στην καθιστή θέση.
- Ως τον 7ο μήνα, θα γυρίζει μπρούμυτα, θα παίζει με τα πόδια και τα χέρια του, θα έχει τον έλεγχο και των δύο του ποδιών.
- Ως τον 7ο μήνα, όταν το κρατάτε, θα αρέσκεται να … “χορεύει” στα γόνατά σας.
- Γύρω στον 11ο μήνα, θα μπορεί πλέον να καθίσει μόνο του.
- Και, γύρω στο τέλος του πρώτου χρόνου –στις πιο αισιόδοξες των περιπτώσεων– θα μπορεί να κάνει ορισμένα βήματα εμπρός.
IV.Όσο για την κοινωνική του συμπεριφορά:
- Έως τον 4ο μήνα αναμένεται να σας έχει, πλέον, χαμογελάσει!
- Ως τον 7ο μήνα θα ξεχωρίζει το δικό σας από ένα άγνωστο πρόσωπο, οπότε και θα διαφοροποιεί, ανάλογα, τη συμπεριφορά του.
V. Τέλος, αναφορικά με την ανάπτυξη και κατανόηση του λόγου του:
- Ως τον 6ο μήνα αναμένεται να βγάζει κραυγές (π. χ. εεε )
- Ως τον 8ο θα έχει αρχίσει να λέει «συλλαβές» (μπα-ντα)
- Γύρω στο τέλος του 1ου χρόνου θα έχει αρχίσει να αναζητά οικεία πρόσωπα ή αντικείμενα στο περιβάλλον του.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Ψυχοκινητική ανάπτυξη στον πρώτο χρόνο ζωής (0-1)
Η ανάπτυξη του λόγου τα 3 πρώτα χρόνια της ζωής
Από την προσκόλληση στην ανεξαρτοποίηση
Καθυστέρηση έναρξης εκφραστικού λόγου
Όταν ένα παιδί δεν μιλά καθαρά
Επιλεκτική αλαλία ή ντροπαλό παιδί
Η εξέλιξη της ζωγραφικής ικανότητας
Στο κατώφλι του δημοτικού σχολείου
Προϋποθέσεις για την ένταξη των νηπίων στο δημοτικό σχολείο
Προβλήματα λόγου και ομιλίας, οιωνοί μαθησιακών προβλημάτων
Το παιχνίδι στη βρεφική και προσχολική ηλικία
Παιχνίδια για να παίξετε με το παιδί
Δημιουργικές ασχολίες στο σπίτι
Συμμαχίες
Ομαδικό Πρόγραμμα «Συμμαχίες» για την Ενίσχυση της Αυτοπεποίθησης και την Ανάπτυξη Κοινωνικών Δεξιοτήτων σε παιδιά & εφήβους που θέλουν να γνωρίσουν, να αποδεχτούν και να εμπιστευτούν τον εαυτό τους, να τονώσουν την αυτοπεποίθησή τους, να αναπτύξουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες, να προσεγγίσουν άλλα παιδιά, να κάνουν φίλους, να μοιραστούν, να παίξουν, να συνεργαστούν, να συνομιλήσουν.
Ενσωματώνοντας θεραπευτικές πρακτικές από το χώρο της κλινικής επικοινωνίας, το πρόγραμμα βοηθά ιδιαίτερα παιδιά προσκολλημένα στους γονείς τους, συναισθηματικά ανώριμα ή/και ντροπαλά, συνεσταλμένα ή/και ανασφαλή, με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή/και με άγχος ή/και με διαταραχές λόγου ή/και με μαθησιακές δυσκολίες ή/και ζωηρά, ανταγωνιστικά ή/και με δυσκολίες συμπεριφοράς ή/και στο φάσμα του αυτισμού.
Τι είναι το πρόγραμμα «Συμμαχίες»;
Το Πρόγραμμα «Συμμαχίες» συνιστά μια ψυχοπαιδαγωγική υποστηρικτική, προληπτική ή θεραπευτική παρέμβαση, με στόχο την επικοινωνιακή ενδυνάμωση του παιδιού μέσα από παιχνίδι (ενεργοποίησης, έκφρασης, εμπιστοσύνης, επικοινωνίας, ψυχοκινητικό, αναπαράστασης, συμβολικό, παραδοσιακό, συνεργασίας, στρατηγικής) και δραστηριότητες αλληλεπίδρασης (μουσικές, χορευτικές, θεατρικές, εικαστικές, αθλητικές, λόγου και … παραλόγου). Στο πλαίσιο μιας προσεκτικά οργανωμένης βιωματικής διαδικασίας, τα παιδιά ενθουσιάζονται, ελευθερώνουν τη φυσική τους ενέργεια, εκφράζονται, αλληλεπιδρούν, παίζουν, συνεργάζονται, συνομιλούν και καλλιεργούν δεξιότητες με 2 συμμάχους – συντονιστές της ομάδας (θεραπευτές), σε περιβάλλον «ασφαλές» (που χωράει λάθη, ιδιαιτερότητες και πειραματισμούς), εντός ή εκτός χώρων του Κέντρου, για 1 έως 1.30 ώρα – ανάλογα με τη στόχευση του εκάστοτε προγράμματος και τα «κουράγια» της κάθε Συμμαχίας.
Τα παιχνίδια και οι αλληλεπιδραστικές δραστηριότητες βασίζονται σε προγράμματα ενίσχυσης επικοινωνιακών δεξιοτήτων, συναισθηματικής ενδυνάμωσης και ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων και οργανώνονται με άξονα τα προσωπικά ενδιαφέροντα και τις ιδιαίτερες εξατομικευμένες ανάγκες των παιδιών κάθε ομάδας.
Ποιοι είναι οι στόχοι του προγράμματος «Συμμαχίες»;
Ο κύριος στόχος του προγράμματος είναι η επικοινωνία και η αντίληψη του ΕΓΩ σε σχέση με τους ΑΛΛΟΥΣ.
Μέσα από παιχνίδι και δραστηριότητες αλληλεπίδρασης, αναδεικνύονται και ενισχύονται στρατηγικές που ενθαρρύνουν και διευκολύνουν τα παιδιά να αναπτύξουν την αυτογνωσία, να καλλιεργήσουν την αυτοαποδοχή, να ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση, να αναπτύξουν ευελιξία στη σκέψη και τη φαντασία, να καλλιεργήσουν ενσυναίσθηση, να προάγουν την κοινωνικοσυναισθηματική τους εξέλιξη, να ενδυναμώσουν την επικοινωνία και τις κοινωνικές δεξιότητες, ώστε να λειτουργήσουν αυτόνομα, να αναλάβουν πρωτοβουλία, να εκφραστούν ελεύθερα, να διαχειριστούν τα συναισθήματα και τις συγκρούσεις τους, να συνυπάρξουν, να συσχετιστούν, να συντονιστούν, να συνεργαστούν, να συζητήσουν, να συγκρουστούν, να διαπραγματευτούν και να διεκδικήσουν.
Παιδιά και έφηβοι που δυσκολεύονται στην επικοινωνία καλούνται να «πατήσουν δυνατά στα πόδια τους», να ενταχθούν λειτουργικά στο περιβάλλον τους και να διαχειριστούν αυτόνομα και αποτελεσματικά τις εκάστοτε κοινωνικές καταστάσεις.
Τι θα κερδίσει τα παιδί μου μέσα από τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα «Συμμαχίες»;
Α. Ομάδες συνομηλίκων
Ολοκληρώνοντας τις επιμέρους ενότητες του προγράμματος, τα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας και οι έφηβοι θα έχουν επιτύχει πρόοδο στους ακόλουθους τομείς:
- Να σχηματίσουν τη αυτοεικόνα τους, ώστε να κατανοήσουν τον εαυτό τους.
- Να αποδεχτούν τον εαυτό τους, ώστε να μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτόν.
- Να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, ώστε να τολμούν να κάνουν όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν, να συνάπτουν σχέσεις και να αντιδρούν στην πίεση των συνομηλίκων.
- Να αναπτύξουν την ικανότητά τους να επιλύουν προβλήματα, ώστε να ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση και την αυτονομία τους.
- Να αναπτύξουν το λόγο τους ώστε να κατανοούν και να εκφράζονται περισσότερο λεκτικά.
- Να καλλιεργήσουν τις επικοινωνιακές δεξιότητες ώστε να μπορούν να μοιραστούν, να παίξουν, να συζητήσουν.
- Να αναγνωρίσουν, να εκφράσουν και να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, ώστε να προλαμβάνουν καταστάσεις άγχους, κρίσης και να επιλύουν συγκρούσεις.
- Να καλλιεργήσουν την ενσυναίσθηση, ώστε να μπορούν να μπαίνουν στη θέση του άλλου και να βλέπουν τα πράγματα από την πλευρά του.
- Να κατανοήσουν τους κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς, ώστε να διαχειριστούν «ιδιότροπες/ιδιαίτερες» συμπεριφορές και να περιορίσουν το χλευασμό των συνομηλίκων.
- Να αναπτύξουν ευελιξία στην αντίληψη των κοινωνικών περιστάσεων, ώστε να προσαρμόσουν ανάλογα την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Β. Ομάδες Οικογένειας
Ολοκληρώνοντας τις επιμέρους ενότητες του προγράμματος, οι γονείς και τα παιδιά που συμμετέχουν θα έχουν επιτύχει επιπλέον πρόοδο στους ακόλουθους τομείς:
- Να βελτιώσουν την ποιότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο της οικογένειας
- Να αυξήσουν την εμπιστοσύνη και την αποτελεσματικότητά τους στη διαχείριση των δύσκολων καταστάσεων
- Να προσεγγίσουν προσδοκίες και το επιθυμητό για την οικογένεια μέλλον…
Το πρόγραμμα «Συμμαχίες» είναι Θεραπευτικό ή Προληπτικό / Υποστηρικτικό;
Τα προγράμματα «στήνονται» από ομάδα θεραπευτών του Κέντρου μας. Λειτουργούν με διαφοροποιημένη στόχευση ανάλογα με την ηλικία, τις ικανότητες και τις ανάγκες των συμμετεχόντων μελών. Σχεδιάζονται δύο τύποι προγραμμάτων:
α) προγράμματα με ψυχοεκπαιδευτικό χαρακτήρα και στόχο την πρόληψη σε παιδιά που λόγω ιδιοσυγκρασίας αντιμετωπίζουν μικρές δυσκολίες στην επικοινωνία τους
β) προγράμματα με θεραπευτικό χαρακτήρα και στόχο την αποκατάσταση σε παιδιά με περισσότερες δυσκολίες στον τομέα των κοινωνικών δεξιοτήτων και της επικοινωνίας.
Ποια είναι η σύνθεση των ομάδων στο πρόγραμμα «Συμμαχίες»;
Το πρόγραμμα εφαρμόζεται
Α. σε Συμμαχίες Συνομηλίκων
Ομάδες 2-6 ατόμων. Οργανώνονται ηλικιακά, σε 5 επίπεδα, συνήθως ως εξής:
- Προσχολική ηλικία (4-6 ετών)
- Σχολική ηλικία 1 (6-9 ετών)
- Σχολική ηλικία 2 (9-12 ετών)
- Εφηβική ηλικία 1 (12-15 ετών)
- Εφηβική Ηλικία 2 (15-18 ετών)
Β. σε Συμμαχίες Οικογένειας
Ομάδες οικογενειακής συμμετοχής (2-3 οικογένειες). Οργανώνονται με άξονα τις προσδοκίες και το επιθυμητό μέλλον, έτσι όπως προσδιορίζεται στο πλαίσιο κάθε οικογένειας που επιθυμεί μικρές αλλαγές στην καθημερινότητά της που θα βελτιώσουν την ποιότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα μέλη της.
Στις Συμμαχίες οικογένειας συμμετέχουν συνήθως 2-3 μαμάδες/μπαμπάδες και τα παιδιά τους. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, συμμετέχουν (συστηματικά ή κατά περίσταση) στη Συμμαχία και τα αδέλφια των παιδιών.
Θα μπορούσε το παιδί μου να συμμετέχει στο πρόγραμμα «Συμμαχίες»;
«Συμμαχίες» κάθε ηλικίας και σύνθεσης συστήνονται σε τακτική βάση και λειτουργούν καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η ένταξη ενός παιδιού σε Συμμαχία προϋποθέτει την αξιολόγησή του.
Πώς μπορώ να πάρω περισσότερες πληροφορίες;
Επικοινωνήστε μαζί μας.