Εάν το παιδί σας εκδηλώνει κάποιο από τα παρακάτω συμπτώματα, καλό θα είναι:
α) να παρατηρήσετε τη συχνότητα και ένταση εμφάνισής του
β) να συζητήσετε με τους εκπαιδευτικούς, εάν συντρέχει λόγος ανησυχίας
γ) να ζητήσετε αξιολόγηση των δυσκολιών από τα αρμόδια διαγνωστικά κέντρα (δημόσια ή/και ιδιωτικά)
δ) να συζητήσετε το ενδεχόμενο αποκατάστασης των δυσκολιών
Συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν μαθησιακές δυσκολίες:
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Τα παιδιά με σύνδρομο Asperger είναι παιδιά με αυτισμό;
Το σύνδρομο Asperger(Σ.Α.)ανήκει στο φάσμα των αυτιστικών διαταραχών, αφορά όμως υψηλής λειτουργικότητας άτομα. Το 1944 ο HansAsperger(αυστριακός γιατρός) δημοσίευσε ένα κείμενο που περιέγραφε ένα σύνολο συμπεριφορών που παρατήρησε σε νεαρά αγόρια με φυσιολογική νοημοσύνη και γλωσσική ανάπτυξη, τα οποία παρουσίαζαν ωστόσο συμπεριφορές αυτιστικού τύπου και έντονη διαταραχή των κοινωνικών και γλωσσικών τους ικανοτήτων. Το 1994 το Σ.Α. αναγνωρίστηκε επισήμως ως διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου με Σ.Α.;
Τα άτομα με Σ.Α. εμφανίζουν ποικίλα χαρακτηριστικά με διαφορετικό βαθμό έντασης, ανάλογα με το αν η διαταραχή είναι ελαφράς ή βαριάς μορφής. Πιο συγκεκριμένα, σημαντικές ελλείψεις εντοπίζονται στους εξής τομείς:
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Με τον όρο ‘διγλωσσία’ εννοούμε την ταυτόχρονη, παράλληλη κατάκτηση δύο γλωσσών κατά την περίοδο της πρωτογενούς ανάπτυξης λόγου, δηλαδή κατά την κρίσιμη ‘γλωσσικά’ χρονική περίοδο 0-5 ετών. Μετά από την κρίσιμη αυτή περίοδο, οποιαδήποτε προσπάθεια μύησης σε μια δεύτερη γλώσσα δεν νοείται ως ‘διγλωσσία’, αλλά ως απλή εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Οι δύο συνθήκες διαφέρουν ουσιαστικά. Η εκμάθηση δηλαδή ενός δεύτερου γλωσσικού συστήματος ως ξένη γλώσσα διαφέρει ουσιαστικά από την διγλωσσία, την ταυτόχρονη μύηση σε δύο μητρικές γλώσσες. Το ίδιο βέβαια διαφέρει και η μετέπειτα ικανότητα του ατόμου να χειρίζεται επαρκώς τη γλώσσα/ες αυτή/ες.
Η διγλωσσία λοιπόν δεν προκαλεί σύγχυση στο παιδί. Αυτό έχει πλέον επιβεβαιωθεί από έρευνες οι οποίες έχουν συγκρίνει μονόγλωσσα και δίγλωσσα παιδιά σε διάφορες ηλικίες. Οι έρευνες αυτές καταλήγουν ότι σε τίποτε δεν υστερούν τα δίγλωσσα παιδιά από αυτά που έχουν μόνο μία μητρική γλώσσα. Τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά ο λόγος και στις δύο κατηγορίες παιδιών εξελίσσεται με ρυθμό παρόμοιο. το παιδί που έρχεται στον κόσμο από δύο αλλόγλωσσους γονείς οφείλει να μυηθεί και στις δύο γλώσσες, καθώς η γλώσσα φέρει και την πολιτιστική κληρονομιά του λαού που την μιλά.
(Μήπως, στην προσπάθειά μας να κάνουμε το παιδί δίγλωσσο, προκαλούμε σύγχυση στο ανώριμο παιδικό μυαλουδάκι και υπονομεύουμε την ανάπτυξη του λόγου γενικά;) Η διγλωσσία δεν προκαλεί προβλήματα, ούτε σύγχυση στο παιδικό μυαλό. Οι διαταραχές και τα προβλήματα λόγου εμφανίζονται ή όχι στα παιδιά ανεξάρτητα από το αν αυτά μεγαλώνουν ως μονόγλωσσα ή δίγλωσσα άτομα. Ωστόσο, στην περίπτωση που διαπιστώνεται στο παιδί διαταραχή λόγου ή γλωσσική ανωριμότητα, η διγλωσσία θα πρέπει να αποθαρρύνεται. Στην περίπτωση αυτή, στόχος θα πρέπει να γίνεται η επαρκής κατάκτηση μίας γλώσσας αρχικά, γεγονός που προϋποθέτει τη διοχέτευση όλου του γλωσσικού δυναμικού ενός παιδιού προς την κατεύθυνση αυτή.
Καταρχήν, ο γονέας που μιλά στο παιδί τη συγκεκριμένη γλώσσα θα πρέπει να την κατέχει και να την χειρίζεται καλά, με την ίδια ακριβώς ευχέρεια που χειριζόμαστε την μητρική μας γλώσσα. Τα ‘σπαστά’ αγγλικά, για παράδειγμα, ποτέ δεν θα κάνουν δίγλωσσο ένα παιδί. Επιπλέον, τέτοιου είδους πειράματα συνεπάγονται προβλήματα σύγχυσης και γλωσσικής ανεπάρκειας για το παιδί αργότερα.
Οι γονείς μπορούν να επιλέξουν να επικοινωνούν μεταξύ τους σε όποια γλώσσα επιθυμούν, αλλά σε μία μόνο! Θα πρέπει να αποφεύγεται το πρόχειρο πάντρεμα των δύο γλωσσών κατά την καθημερινή επικοινωνία, η χρήση δηλαδή λέξεων (ή άλλων γλωσσικών στοιχείων) και από τις δύο γλώσσες στο σχηματισμό μια φράσης. Το παιδί που ακούει τους γονείς του να επικοινωνούν με ένα κράμα ελληνικών και ρώσικων θα έχει αμφιβολίες για το ποια γλωσσικά στοιχεία ανήκουν στην κάθε γλώσσα και μεγαλώνοντας δεν θα μπορεί να τις ξεχωρίσει εύκολα.
Απευθυνόμενοι οι γονείς προς το παιδί, θα πρέπει να μην παρεκκλίνουν από την απόφασή τους να χρησιμοποιούν ο κάθε ένας τη δική του γλώσσα. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνεται με τρόπο συστηματικό και όχι μόνο σε στιγμές που το επιθυμούν.
Μία εναλλακτική η οποία θεωρείται εξίσου ωφέλιμη και γλωσσικά ‘ακίνδυνη’ είναι η συσχέτιση της ομιλούμενης γλώσσας με συγκεκριμένο χρόνο της ημέρα. Για παράδειγμα, το πρωί όλοι στο σπίτι μιλούν γαλλικά ενώ το βράδυ ελληνικά. Αλλά και εδώ, η συστηματικότητα είναι απαραίτητη.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Αριστερό ή δεξί χεράκι; Σε ποιο θα δείξει προτίμηση το παιδί, σε ποια ηλικία; Κι αν διαλέξει το αριστερό; Είναι πρόβλημα;
Το μωρό φέρνει στο στοματάκι και τα δυο του χεράκια, πότε το δεξί, πότε το αριστερό, χωρίς να τα διακρίνει. Γύρω στους 4 και μέχρι τους 8 μήνες χρησιμοποιεί πλέον εξίσου επιδέξια και τα δυο χεράκια για να αρπάξει και να φέρει στο στόμα του αντικείμενα. Στους 11 μήνες πιάνει το αντικείμενό σφίγγοντάς το ανάμεσα στο λυγισμένο δείκτη και στον αντίχειρα. Στο τέλος πλέον του πρώτου χρόνου ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες στα παιχνίδια του (τα ματάκια της κούκλας, τις πρίζες) και τις αγγίζει με τεντωμένο δείκτη
Στα 2 χρόνια το παιδί έχει αποκτήσει έλεγχο των χεριών του: επιλέγει π.χ. το δεξί για να φάει ή να δείχνει και το αριστερό για να κάνει κάτι άλλο. Ωστόσο, είναι ακόμη νωρίς για να διαπιστώσετε εάν είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας. Κάτι τέτοιο μπορεί να φανεί –το νωρίτερο- γύρω στα 3 χρόνια, αν και πολλά παιδιά αμφιταλαντεύονται έως τα 5. Τα δεδομένα των ερευνών πάντως, αναφέρουν ως αριστερόχειρο ένα 10% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στο παρελθόν, η προκατάληψη που ήθελε την αριστεροχειρία ως μη-φυσιολογική επιλογή και ένδειξη ευρύτερων γνωστικών ή άλλων προβλημάτων ανησυχούσε τους γονείς και ταλαιπωρούσε τα παιδιά. Ευτυχώς στις μέρες μας, ο μύθος καταρρίφθηκε, καθώς έχουν δοθεί απαντήσεις σε ποικίλα σχετικά ερωτήματα, όπως:
Όχι απαραίτητα. Η προτίμηση του χεριού προσδιορίζεται με τρόπους πολυσύνθετους τόσο από γενετικούς όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ωστόσο, εάν ένας από τους γονείς είναι αριστερόχειρας, ενδέχεται αυτό εμμέσως να επηρεάσει και την επιλογή του παιδιού.
Η χρήση του αριστερού ή δεξιού χεριού οφείλεται στις εντολές που στέλνει ένα τμήμα του εγκεφάλου στις νευρικές απολήξεις των άκρων. Τα τμήματα του εγκεφάλου που βρίσκονται αριστερά στέλνουν εντολές στο δεξί μέρος του σώματος, ενώ το δεξί ημισφαίριο δίνει εντολές στο αριστερό τμήμα του σώματος. Η επικράτηση του ενός ή του άλλου ημισφαιρίου στον έλεγχο της κίνησης του παιδιού ονομάζεται πλευρίωση.
Υπάρχει όμως και ένα μικρό ποσοστό παιδιών που χρησιμοποιούν εξίσου με την ίδια ευκολία και άνεση και τα δύο χέρια. Αυτά ονομάζονται «αμφιδέξιοι». Συμβαίνει σπάνια, και δεν αποτελεί ούτε ταλέντο ούτε δυσλειτουργία. Ωστόσο, για να χαρακτηριστεί ένα παιδί αμφιδέξιο, θα πρέπει με συστηματικότητα να χρησιμοποιεί εναλλακτικά και εξίσου αποτελεσματικά και τα δυο του χέρια σε διάφορες δραστηριότητες, ήδη για 6-7 χρόνια.
Όχι. Η αριστεροχειρία δεν έχει καμιά επίδραση στις γνωστικές ικανότητες του παιδιού. Η εκδήλωση μαθησιακών προβλημάτων σε έναν αριστερόχειρα είναι ωστόσο εξίσου πιθανή, όσο και σε έναν δεξιόχειρα και καθόλου δεν επηρεάζεται από την επιλογή του «καλού» χεριού.
ΟΧΙ. Αν προσπαθήσετε να επιβάλλεται τη χρήση του δεξιού χεριού σ’ ένα μικρό αριστερόχειρα πηγαίνετε ενάντια στη φυσική οργάνωση του ελέγχου και της χρήσης του σώματος του και αυτό είναι που ενδέχεται να επηρεάσει την εκμάθηση της γραφής και την ποιότητα του γραφικού χαρακτήρα. Ωστόσο, εκείνο που οφείλετε να κάνετε, είναι να του συστήσετε το σωστό τρόπο για να κρατά το μολύβι, έτσι ώστε να μην κρύβει ό,τι έχει ήδη γράψει.
Ναι, και είναι αναμενόμενο, εφόσον ζει σε έναν κόσμο φτιαγμένο για δεξιόχειρες. Έτσι, το παιδί που γράφει με το αριστερό και κάθεται δεξιά στο θρανίο, θα ενοχλείται από τον αγκώνα του διπλανού του, θα δυσκολεύεται όταν κουμπώνει τα κουμπιά σε πουκάμισα και παντελόνια, όταν προσπαθεί να ανοίξει μία κονσέρβα ή ένα μπουκάλι, όταν επιχειρεί να κόψει με το ψαλίδι ή να σχεδιάσει με το χάρακα. Ωστόσο, όλοι οι αριστερόχειρες, αργά ή γρήγορα, προσαρμόζονται στο δεξιόχειρο περιβάλλον τους. Αυτή τους την προσαρμογή μπορούμε, γονείς και δάσκαλοι, να επιταχύνουμε, εφόσον αντιμετωπίσουμε με σεβασμό την ιδιαιτερότητα της χρήσης του αριστερού χεριού. Εάν, για παράδειγμα, την ώρα του φαγητού του τοποθετήσουμε το μαχαιροπίρουνο στη σωστή θέση, ή εάν τον βάλουμε να καθίσει στην αριστερή πλευρά του θρανίου, μέσα στην τάξη.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Οι δυσκολίες στην εκμάθηση των θεωρητικών μαθημάτων δεν οφείλονται σε μία μόνο αιτία. Το παιδί που δεν μπορεί να μάθει ιστορία ή θρησκευτικά, ενδέχεται να:
Στις πρώτες σχολικές τάξεις πολλά παιδιά δεν έχουν ακόμη αυτοματοποιήσει τον μηχανισμό της ανάγνωσης. Έτσι, όταν στην Γ’Δημοτικού καλούνται να μάθουν ιστορία, καταβάλλουν πολύ μεγάλη προσπάθεια για να διαβάσουν το κείμενο, ώστε τους είναι αδύνατο ταυτόχρονα να κατανοούν ό,τι διαβάζουν προκειμένου να το αναδιηγηθούν. Εύκολα κατανοεί κανείς, ότι το παιδί που συλλαβίζει, που κάνει λάθη όταν διαβάζει ή που μαντεύει λέξεις από τα συμφραζόμενά τους συλλαμβάνει αποσπασματικές πληροφορίες και όχι το πλήρες νόημα του κειμένου που διαβάζει. Επιπλέον επιβαρύνονται τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία ή άλλου τύπου διαταραχές), τα οποία εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται με την ανάγνωση και σε μεγαλύτερες τάξεις, όπου τα κείμενα των μαθημάτων έχουν περισσότερες αναγνωστικές απαιτήσεις (πχ. πολυσύλλαβες λέξεις, λέξεις με πολλαπλά συμφωνικά συμπλέγματα). Τα παιδιά που δυσκολεύονται στην ανάγνωση, για να διευκολυνθούν, διαβάζουν συνήθως από μέσα τους τα θεωρητικά μαθήματα, ή (συνηθέστερα) ζητούν από τους γονείς να τους τα διαβάσουν για να τα μάθουν.
Το παιδί που έχει φτωχό λεξιλόγιο ή δυσκολεύεται να κατανοήσει μεγάλες προτάσεις με δύσκολη σύνταξη δεν μπορεί να επεξεργαστεί με ταχύτητα το σημασιολογικό και συντακτικό περιεχόμενο του κειμένου που διαβάζει ώστε να το κατανοήσει. Αυτό το παιδί, ζητά συνήθως απλούστευση των νοημάτων, οργανώνει την αφήγησή του σε μικρές προτάσεις και επαναλαμβάνει λέξεις και φράσεις.
Πολλά παιδιά που διαθέτουν αναγνωστική ευχέρεια και πλούσιο λεξιλόγιο δυσκολεύονται να θυμηθούν τι έλεγε το κείμενο που διάβασαν ή άκουσαν. Η δυσκολία τους αφορά την εργαζόμενη μνήμη, δηλαδή τη συγκράτηση, επεξεργασία και ανάκληση πληροφοριών από τη βραχύχρονη μνήμη (κάτι που μπορεί να συμβαίνει ακόμη και αν το παιδί έχει καταπληκτική μνήμη όσον αφορά γεγονότα που του συνέβησαν). Ένα παιδί με δυσκολίες στη μνήμη μαθαίνει ευκολότερα όταν η διδασκαλία ή μελέτη γίνεται με σχεδιάγραμμα, αφού η οργάνωση των πληροφοριών ελαφραίνει το φορτίο της μνήμης και διευκολύνει την εκμάθηση.
Το παιδί που δυσκολεύεται να αφηγηθεί εκδηλώνει τη δυσκολία του κάθε φορά που μιλά σε μονόλογο (όταν μας λέει τι έγινε στο σχολείο, όταν εξηγεί στους φίλους του ένα καινούριο παιχνίδι κλπ.). Οι δυσκολίες του αφορούν το λεξιλόγιο (λάθη στο να βρει τις κατάλληλες λέξεις κυρίως) τη μορφοσύνταξη (συνήθως λάθη στους χρόνους, στις καταλήξεις των λέξεων και στη χρήση γραμματικών λέξεων) και την οργάνωση κειμένου (λάθη στη σειροθέτηση των πληροφοριών). Το παιδί αυτό, όσο και να διαβάσει και όσο καλά και αν θυμάται ότι διάβασε (κάτι που μπορεί να διαπιστωθεί με ερωτήσεις κατανόησης) πάλι δεν θα μπορέσει να αποδώσει την επόμενη μέρα στην τάξη.
Το παιδί με δυσκολίες στη συγκέντρωση δύσκολα ακροάται, δύσκολα θυμάται, δύσκολα αφηγείται γιατί η ικανότητα προσοχής και συγκέντρωσης σχετίζεται άμεσα δυσχεραίνοντας κάθε μαθησιακή διαδικασία και όχι μόνο την εκμάθηση δευτερευόντων μαθημάτων.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Είναι όλα τα ορθογραφικά λάθη εξίσου… «σοβαρά»;
Τα ορθογραφικά λάθη που κάνουν τα παιδιά είναι διαφορετικά κατά σχολική ηλικία. Στις πρώτες σχολικές τάξεις εστιάζουμε και προσπαθούμε να διορθώσουμε λάθη αντιστοίχισης ήχων και γραμμάτων. Έτσι, «σοβαρό» λάθος θεωρείται αν το παιδί ξεχνά γράμματα, συνήθως φωνήεντα, και γράφει πχ. νρό αντί νερό, προσθέτει γράμματα και γράφει δόρομος αντί δρόμος, συγχέει ήχους που μοιάζουν συνήθως μεταξύ τους και γράφει βέντρο αντί δέντρο, αλλάζει τη σειρά των γραμμάτων και γράφει πότρα αντί πόρτα. Στις μεγαλύτερες τάξεις αυτά τα λάθη περιορίζονται συνήθως και εκλείπουν. Παραμένουν ωστόσο λάθη ιστορικής ορθογραφίας, δηλαδή σύγχυση μεταξύ των [ο], των [ι] και των [ε] της ελληνικής γλώσσας.
Kάνουν λάθη και οι καλοί μαθητές;
Η δυσορθογραφία συνιστά πρόβλημα που ταλαιπωρεί μεγάλες ομάδες του μαθητικού πληθυσμού, πλήττοντας αδιακρίτως κακούς και καλούς μαθητές. Οι λόγοι που τα παιδιά κάνουν λάθη είναι διαφορετικοί κατά περίσταση και αφορούν κυρίως την ικανότητα φωνολογικής επεξεργασίας και το επίπεδο φωνολογικής επίγνωσης που διαθέτει κάθε παιδί (για τα λάθη της πρώτης σχολικής ηλικίας) και την ικανότητα επεξεργασίας και ανάκλησης πληροφοριών στην οπτική και ακουστική μνήμη εργασίας (για τα λάθη ιστορικής ορθογραφίας). Μικρές αδυναμίες στη φωνολογική ενημερότητα και τη μνήμη εργασίας ενδέχεται να δημιουργήσουν δυσκολίες στην ορθογραφία ακόμη και σε έξυπνα παιδιά ή σε παιδιά με καλή κατά τα λοιπά επίδοση.
Πώς μπορεί να βελτιωθεί η ορθογραφία;
Εάν οι δυσκολίες στην ορθογραφία είναι περιορισμένες (εάν δηλαδή το παιδί κάνει ελάχιστα λάθη στην καθημερινή του ορθογραφία και λίγο περισσότερα σε άγνωστα κείμενα, το πρόβλημα λύνεται με ενισχυτική μελέτη, που μπορεί να αναλάβει ο ίδιος ο γονιός, με την καθοδήγηση του δασκάλου της σχολικής τάξης. Για το δυσορθόγραφο παιδί όμως, αυτό που κάνει συστηματικά λάθη ενώ έχει γράψει πολλές φορές την ορθογραφία του στο σπίτι, η ενισχυτική μελέτη δεν επαρκεί για να εξαλείψει τα λάθη. Απαιτείται ειδική διδασκαλία στο πλαίσιο ενός δομημένου εξατομικευμένου προγράμματος αποκατάστασης, που συστήνεται στη βάση των δικών του ιδιαίτερων δυσκολιών και στοχεύει στην εξάλειψη των συμπτωμάτων (ορθογραφικών λαθών) αλλά και στην ενίσχυση των δεξιοτήτων που επιτρέπουν την εμφάνισή τους.
Πόσο διαρκεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης της ορθογραφίας;
Στις πρώτες σχολικές τάξεις (Α’ και Β’ Δημοτικού) που ο στόχος είναι η γραφή όλων των γραμμάτων στη σωστή σειρά μέσα στη λέξη, οι δυσκολίες στη γραφή συνοδεύονται συνήθως και από μικρές ή μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάγνωση. Ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των δυσκολιών αυτών διαρκεί συνήθως από 3 έως 6 μήνες.
Στις μεγαλύτερες τάξεις, οι δυσκολίες στην ορθογραφία αποκαθίστανται συνήθως σε ένα εξάμηνο, διάστημα που μπορεί ωστόσο να παραταθεί έως και ένα χρόνο, εάν το κίνητρο του ίδιου του παιδιού να βελτιώσει τη γραφή του δεν είναι ισχυρό.
Στους ενήλικες, σημαντικές δυσκολίες στην ορθογραφία μπορούν να αποκατασταθούν συνήθως σε 5 μήνες.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Γιατί δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει καμία γραπτή εργασία στο σχολείο;
Οι λόγοι που ένα παιδί δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει τις γραπτές εργασίες του στο σχολείο είναι πολλοί και διαφέρουν συνήθως ανάλογα με τη σχολική ηλικία του παιδιού.
Στην Α’ Δημοτικού, για παράδειγμα, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες όπου ασκείται και εγκαθίσταται ο μηχανισμός εκμάθησης της γραφής, πολλά παιδιά καθυστερούν να γράψουν. Κάποια παιδιά θέλουν απλώς περισσότερο χρόνο για να εξοικειωθούν με τη διαδικασία σχεδιασμού γραμμών και συμβόλων (ειδικά αν έχουν περιορισμένη εμπειρία και εξοικείωση με τα μολύβια, το χαρτί και τα υπόλοιπα σύνεργα του γραπτού λόγου). Άλλα παιδιά δυσκολεύονται να οργανώσουν το χρόνο τους για να αντεπεξέλθουν σε μια γραπτή εργασία, άλλα αγωνίζονται να παρουσιάσουν ένα τέλειο γραπτό χάνοντας πολύ χρόνο σε διορθώσεις, άλλα δυσκολεύονται να συντονίσουν το χέρι και το μάτι τους ώστε να παράγουν τα γραπτά σύμβολα, άλλα έχουν αδυναμίες στη λεπτή κίνηση και που απαιτείται για την ανάπτυξη της γραφοκινητικής δεξιότητας.
Στη διάρκεια της Α’ όμως, η μηχανική και αντιληπτική διαδικασία των γραφημάτων κατακτάται και το παιδί μπορεί να σχεδιάζει πλέον σωστά τα γραφήματα. Στο εξής και σε όλη τη διάρκεια της Β’ (όπου οι περισσότερες γραπτές εργασίες είναι ασκήσεις αντιγραφής και υπαγόρευσης), για να μπορέσει να γράψει γρήγορα το παιδί πρέπει να έχει επαρκώς ανεπτυγμένη την ικανότητα της φωνολογικής ενημερότητας, ώστε να μπορεί να κάνει επιτυχείς γραφοφωνημικές αντιστοιχίσεις (να αντιστοιχεί δηλαδή σωστά τα γράμματα στις ‘φωνούλες’) και την ικανότητα της εργαζόμενης μνήμης, ώστε να ανακαλεί και να παράγει γρήγορα το σχήμα των γραμμάτων που χρειάζεται.
Δεν θα έπρεπε να γράφει πιο γρήγορα από την Γ’Δημοτικού και μετά;
Η κατάκτηση του μηχανισμού της γραφής έχει κατακτηθεί και αυτοματοποιηθεί στα περισσότερα παιδιά στη διάρκεια των δύο πρώτων σχολικών τάξεων. Γι’ αυτό και από τη Γ’ Δημοτικού και μετά ενθαρρύνεται περισσότερο η ελεύθερη / δημιουργική γραφή (τύπου παραγράφου ή έκθεσης). Ωστόσο ορισμένα παιδιά εξακολουθούν να εκδηλώνουν αδυναμίες και καθυστερούν να γράψουν γιατί συνήθως δυσκολεύονται:
Τέτοιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν συνήθως παιδιά με νευρολογικές διαταραχές, μαθησιακές δυσκολίες, αναπτυξιακές διαταραχές, διαταραχές ελλειμματικής προσοχής και παιδιά με ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και κινητικού συντονισμού.
Πώς επηρεάζουν τη σχολική επίδοση οι δυσκολίες στη γραφή/γράψιμο;
Οι δυσκολίες στη γραφή/γράψιμο επηρεάζουν σημαντικά τη σχολική επίδοση, το κίνητρο του παιδιού για μάθηση, την αυτοεκτίμησή του και συχνά προκαλούν δευτερογενή συναισθηματικά προβλήματα.
Οι συνηθέστερες συνέπειες των δυσκολιών στη γραφή στη σχολική επίδοση είναι:
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Υπολογίζεται ότι γύρω στο 15% των παιδιών σχολικής ηλικίας παρουσιάζουν προβλήματα μάθησης, αν και διαθέτουν φυσιολογική νοημοσύνη και έχουν δεχθεί επαρκή εκπαίδευση. Τα παιδιά αυτά εμφανίζουν μειωμένη απόδοση σε μία ή περισσότερες σχολικές δραστηριότητες, όπως στην ανάγνωση, στη γραφή ή στην αριθμητική. Αναφέρεται ότι 1 στα 5 παιδιά δυσκολεύεται να μάθει να διαβάζει. Αν και τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά τελικά μαθαίνουν να διαβάζουν, πολλά συνεχίζουν να έχουν δυσκολίες και δεν αποκτούν ποτέ φυσιολογική ροή στην ανάγνωση.
Η αναγνωστική ικανότητα στη Γ τάξη είναι προγνωστικός παράγοντας για τη μακροπρόθεσμη σχολική επιτυχία ενός παιδιού. Το 75% των παιδιών με δυσαναγνωσία που δεν διαγιγνώσκονται πριν τη Γ δημοτικού συνεχίζουν να έχουν προβλήματα στη Γ Γυμνασίου και λιγότερο από 2% από αυτά συνεχίζουν σε ανώτερη εκπαίδευση μετά το λύκειο.
Η ανάγνωση είναι ένα σύνθετο νοητικό έργο, που για να ολοκληρωθεί με επιτυχία απαιτείται η συντονισμένη εκτέλεση πολλών διεργασιών (από την οπτική αναγνώριση των γραπτών συμβόλων στο χαρτί ως την κατανόηση νοήματος του κειμένου).
Δυσκολίες ενδέχεται να προκύψουν σε δύο επίπεδα: είτε κατά την αποκωδικοποίηση των λέξεων και την προφορά με βάση τη γραφή τους είτε κατά τη σημασιολογική επεξεργασία και κατανόηση του κειμένου. Οι πρώτες αφορούν την ικανότητα συνειδητού χειρισμού των φθόγγων (φωνολογική επίγνωση ή ενημερότητα) και εκδηλώνονται κυρίως στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (Α’ και Β’ Δημοτικού) . Οι δεύτερες είναι πιο σύνθετες, γιατί σχετίζονται με την αναγνωστική ικανότητα, τη λεξιλογική και πραγματολογική επάρκεια και την ικανότητα επεξεργασίας γλωσσικών πληροφοριών στην εργαζόμενη μνήμη, αφορούν μαθητές κάθε ηλικίας αλλά εντοπίζονται ευκολότερα στις μεγαλύτερες σχολικές τάξεις (Γ’ Δημοτικού και εξής), όπου οι απαιτήσεις σε κατανόηση από ανάγνωση είναι αυξημένες, καθώς η ανάγνωση παύει να είναι αυτοσκοπός και συνιστά πλέον εργαλείο σχολικής μάθησης.
Η κατάκτηση και αυτοματοποίηση του μηχανισμού της ανάγνωσης συνιστά βασική προτεραιότητα στην Α’ Δημοτικού. Η αναγνωστική δεξιότητα εξελίσσεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Αρχικά τα παιδιά μαθαίνουν τα γραφήματα (γραπτά σύμβολα) και τα αντιστοιχούν στους φθόγγους (φωνούλες) της ελληνικής γλώσσας. Στόχος στη φάση αυτή είναι οι επιτυχείς γραφοφωνημικές αντιστοιχίσεις (βλέπω κ – διαβάζω ΄κ’). Σχεδόν παράλληλα, αναπτύσσεται και ο βασικός μηχανισμός της ανάγνωσης, η σύνθεση δηλαδή των φθόγγων σε συλλαβή και αργότερα σε λέξη. Έως τα Χριστούγεννα περίπου της Α Δημοτικού, τα περισσότερα παιδιά μπορούν να συλλαβίζουν λέξεις με δομή συλλαβής ΣΦ (‘σύμφωνο-φωνήεν’, όπως ψάρι, νερό, καλάθι, σοκολάτα). Έως το Πάσχα, το αργότερο ως το καλοκαίρι, οι περισσότεροι έχουν αρχίσει να διαβάζουν (άλλος πιο γρήγορα, άλλος πιο αργά, ανάλογα με το ρυθμό κάθε παιδιού) ως σύνολο πλέον τις λέξεις ΣΦ και αρκετές λέξεις με συμφωνικά συμπλέγματα (ΣΣΦ) και ανατρέχουν στο συλλαβισμό μόνο για να αποκωδικοποιήσουν λέξεις ‘δύσκολες’ (πολυσύλλαβες και λέξεις με πολλαπλά συμφωνικά συμπλέγματα).
Ένα παιδί που συλλαβίζει τελειώνοντας την Α’ Δημοτικού, δυσκολεύεται να αυτοματοποιήσει το μηχανισμό της ανάγνωσης. Οι δυσκολίες αυτές σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τη φωνολογική επίγνωση. Hφωνολογική επίγνωση σε προσχολική ηλικία είναι ισχυρός προγνωστικός δείκτης της ευκολίας με την οποία ένα παιδί θα μάθει να διαβάζει καθώς και της μετέπειτα αναγνωστικής του επίδοσης, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια του δημοτικού. Ήδη στο νηπιαγωγείο, ένα παιδί θα πρέπει να είναι σε θέση να μαθαίνει εύκολα ποιηματάκια με ομοιοκαταληξία, να ‘σπάει’ μικρές και μεγάλες λέξεις σε συλλαβές (κα-λά-θι) και προς το τέλος των νηπίων να μπορεί να απομονώσει ‘φωνούλες’ (‘φωτιά’ αρχίζει από ‘φ’ και τελειώνει σε ‘α’) και να ‘σπάσει’ μικρές λέξεις σε φωνούλες (έ-λ-α, ν-ε-ρ-ό). Σε παιδιά που δυσκολεύονται στη φωνολογική επίγνωση, η έγκαιρη παρέμβαση με ειδικές ασκήσεις στον τομέα αυτό φαίνεται πως διευκολύνει τα αρχικά στάδια της κατάκτησης του γραπτού λόγου (ανάγνωση και γραφή), με σημαντικά αποτελέσματα για τις πρώτες τάξεις.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Τα συμπτώματα της Δυσλεξίας είναι πολλά και δεν εκδηλώνονται όλα στον ίδιο βαθμό και με την ίδια σοβαρότητα σε κάθε περιστατικό. Η Δυσλεξία δεν είναι ΜΙΑ κατάσταση. Τα δυσλεξικά παιδιά συνιστούν μία ανομοιογενή ωστόσο αναγνωρίσιμη ομάδα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Δυσλεξία αποτελεί αναπτυξιακή διαταραχή, τα συμπτώματα διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φάση χρονολογικής και σχολικής ανάπτυξης του παιδιού.
Υπάρχουν εμφανή συμπτώματα στη βρεφική και νηπιακή ηλικία του παιδιού;
Στη βάση της Δυσλεξίας υπάρχει μια δυσκολία οργάνωσης (πχ. φωνολογικού συστήματος). Λένε ότι οι δυσλεξικοί δυσκολεύονται να οργανώσουν τους ήχους και τα σύμβολα στις σωστές ακολουθίες που απαιτούνται για την ανάγνωση και τη γραφή. Πρόδρομα συμπτώματα αυτής της «ανοργανωσιάς» βέβαια, μπορούμε να ανιχνεύσουμε αρκετά νωρίς: λυμένα κορδόνια, ξεκούμπωτα κουμπιά, ακατάστατο δωμάτιο, αδυναμία επανάληψης πολυσύλλαβων λέξεων (όπως προκαταρκτικός, κ.λπ.).
Ωστόσο, όλα αυτά δεν αρκούν για να γίνει η διάγνωση, η οποία προαπαιτεί την ένταξη και στοιχειώδη προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο. Σε προσχολικές; ηλικίες μπορούμε απλώς να εντοπίσουμε ομάδες υψηλού κινδύνου για δυσλεξία. Και αυτό μπορεί να γίνει μέσα από γλωσσικούς αλλά και εξωγλωσσικούς ενδείκτες.
Στη σχολική ηλικία, συνήθως, τα παιδιά με δυσλεξία εκδηλώνουν κάποια από τα παρακάτω συμπτώματα:
Α. Στην Ανάγνωση
Β. Στη Γραφή
Γ. Στα υπόλοιπα μαθήματα
Δ. Γενικά, στη συμπεριφορά του (συνήθως)
Διαφοροποιούνται τα συμπτώματα της Δυσλεξίας στο Γυμνάσιο;
Σε κάθε φάση ανάπτυξης και μαθησιακής εξέλιξης, η Δυσλεξία εκδηλώνεται με διαφορετικά (τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά) συμπτώματα Το δυσλεξικό παιδί στο Γυμνάσιο έχει πλέον επινοήσει ορισμένες τεχνικές που αντισταθμίζουν τις δυσκολίες του. Έχει έτσι αναπτύξει τεχνικές απομνημόνευσης και έχει βελτιώσει αρκετά την ανάγνωσή του, η οποία ωστόσο παραμένει συνήθως αργή, δίχως ευχερή ροή. Πολλά προβλήματα παραμένουν στην ορθογραφία του και στην οργάνωση και συγκρότηση του γραπτού λόγου του. Δυσκολεύεται ακόμη στην παρακολούθηση πολύπλοκων οδηγιών και στην αντιγραφή από τον πίνακα, ενώ χαρακτηρίζεται από μια ασυνέπεια ως προς τις επιδόσεις και τα λάθη του. Τέλος, σημαντικές δυσκολίες προκύπτουν κατά την εξεταστική περίοδο, προκειμένου το παιδί να αντεπεξέλθει στο συμβατικό τρόπο των γραπτών εξετάσεων.
Ποια λάθη θα πρέπει να ανησυχήσουν το γονιό;
Στους πρώτους μήνες της σχολικής εκπαίδευσης, τα παιδιά με δυσλεξία δυσκολεύονται σημαντικά, παρότι είναι παιδιά έξυπνα και μπαίνουν με τις καλύτερες προϋποθέσεις στο σχολείο. Ωστόσο, μικρή επιβράδυνση ή δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και γραφής δεν σημαίνει απαραίτητα δυσλεξία: πολλά παιδιά εκδηλώνουν δυσκολίες προσαρμογής ή μάθησης στο πρώτο τρίμηνο της Α δημοτικού, οι οποίες παρέρχονται στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους. Εάν όμως ο συλλαβισμός παρατείνεται στην ανάγνωση, εάν στη γραφή λείπουν, αντιμετατίθενται ή αντιστρέφονται γράμματα / συλλαβές / αριθμοί, τότε καλό θα είναι οι γονείς να απευθυνθούν σε ειδικούς που θα αξιολογήσουν τις δυσκολίες του παιδιού και θα παράσχουν συμβουλευτική καθοδήγηση για την αποκατάστασή τους.
Υπάρχει θεραπεία για τη δυσλεξία;
Η δυσλεξία, εάν εντοπιστεί έγκαιρα (στις 2 πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου), μπορεί να αποκατασταθεί αποτελεσματικά. Το χρονικό διάστημα αποκατάστασης ποικίλλει, ανάλογα με το εύρος και την ένταση των συμπτωμάτων, την ηλικία του παιδιού (όσο μεγαλύτερο το παιδί, τόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα η αποκατάσταση) και το βαθμό εμπλοκής των γονέων στο πρόγραμμα. Πάντως σε κάθε ηλικία, μετά το πρώτο δίμηνο αποκατάστασης παιδί γονείς και εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν τα πρώτα σημάδια βελτίωσης.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Τι είναι η δυσλεξία;
Η δυσλεξία είναι μία ειδική μαθησιακή δυσκολία που εντοπίζεται στο γραπτό λόγο και αφορά ιδιαίτερα την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Είναι δυσκολία εγγενής (έμφυτη), ενδέχεται να είναι κληρονομική (σε ποσοστό 70-80%) και αφορά περίπου το 5% του μαθητικού πληθυσμού, σε αναλογία 4 αγόρια / 1 κορίτσι. Προϋποθέτει την ένταξη του παιδιού στο δημοτικό σχολείο και τη συστηματική εκπαίδευσή του, δεν εντοπίζεται επομένως στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας. Δεν αφορά παιδιά με χαμηλή νοημοσύνη, παιδιά που απουσιάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα από το σχολείο ή παιδιά που μελετούν ανεπαρκώς. Με άλλα λόγια, κάθε δυσκολία στο σχολείο δεν είναι απαραίτητα δυσλεξία!
Ποια λάθη θα πρέπει να ανησυχήσουν το γονιό;
Στους πρώτους μήνες της σχολικής εκπαίδευσης, τα παιδιά με δυσλεξία δυσκολεύονται σημαντικά, παρότι είναι παιδιά έξυπνα και μπαίνουν με τις καλύτερες προϋποθέσεις στο σχολείο. Ωστόσο, μικρή επιβράδυνση ή δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και γραφής δεν σημαίνει απαραίτητα δυσλεξία: πολλά παιδιά εκδηλώνουν δυσκολίες προσαρμογής ή μάθησης στο πρώτο τρίμηνο της Α δημοτικού, οι οποίες παρέρχονται στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους. Εάν όμως ο συλλαβισμός παρατείνεται στην ανάγνωση, εάν στη γραφή λείπουν, αντιμετατίθενται ή αντιστρέφονται γράμματα / συλλαβές / αριθμοί, τότε καλό θα είναι οι γονείς να απευθυνθούν σε ειδικούς που θα αξιολογήσουν τις δυσκολίες του παιδιού και θα παράσχουν συμβουλευτική καθοδήγηση για την αποκατάστασή τους.
Υπάρχει θεραπεία για τη δυσλεξία;
Η δυσλεξία, εάν εντοπιστεί έγκαιρα (στις 2 πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου), μπορεί να αποκατασταθεί αποτελεσματικά. Το χρονικό διάστημα αποκατάστασης ποικίλλει, ανάλογα με το εύρος και την ένταση των συμπτωμάτων, την ηλικία του παιδιού (όσο μεγαλύτερο το παιδί, τόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα η αποκατάσταση) και το βαθμό εμπλοκής των γονέων στο πρόγραμμα. Πάντως σε κάθε ηλικία, μετά το πρώτο δίμηνο αποκατάστασης παιδί γονείς και εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν τα πρώτα σημάδια βελτίωσης.
Γιατί οι μαθητές με δυσλεξία δικαιούνται προφορική εξέταση;
Οι βασικές δυσκολίες των παιδιών με δυσλεξία εντοπίζονται στην ανάγνωση και τη γραφή: καταναλώνουν πολύ περισσότερο χρόνο από τους συμμαθητές τους στη μελέτη των θεωρητικών μαθημάτων (γιατί τους δυσκολεύει η ανάγνωση), και ενώ έχουν μάθει και αποδίδουν το μάθημά τους τέλεια προφορικά (είτε με ερωτήσεις κατανόησης είτε με αφήγηση) δεν μπορούν να αποδώσουν τις γνώσεις και τις σκέψεις τους γραπτά (γιατί τους δυσκολεύει η γραφή ή/και η ορθογραφία). Με βάση λοιπόν το Π.Δ.60/2006 (άρθρο 27), εξετάζονται μόνο προφορικά κατόπιν αιτήσεώς τους (και εφόσον έχουν προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό δυσλεξίας από αναγνωρισμένες υπηρεσίες) οι μαθητές με δυσλεξία, εφόσον η επίδοσή τους δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί μέσω γραπτών εξετάσεων, λόγω ειδικής διαταραχής του λόγου.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Γιατί ορισμένα παιδιά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένα παιδί δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και επομένως δεν προσέχει στη σχολική τάξη ή δεν αποδίδει κατά τη σχολική μελέτη:
Το παιδί ενδέχεται να μην κατανοεί τα γνωστικά αντικείμενα, να μην μπορεί να αντεπεξέλθει με επιτυχία στις ακαδημαϊκές δραστηριότητες και επομένως να μην μπορεί να παρακολουθήσει επαρκώς το επίπεδο της τάξης του.
(Για κάποια παιδιά βέβαια, ιδιαίτερα τα πρώτα σχολικά χρόνια, ενδέχεται να συμβαίνει και ακριβώς το αντίθετο: το γνωστικό και γλωσσικό τους επίπεδο και η ακαδημαϊκή τους γνώση να είναι υψηλότερα του μέσου όρου και επομένως το παιδί να δυσανασχετεί και να ‘βαριέται’ να γράψει πχ. την ίδια λέξη σε όλη τη σελίδα εφόσον γνωρίζει ήδη να τη γράφει γρήγορα και ολόσωστα με την πρώτη απόπειρα).
Το παιδί ενδέχεται να έχει συναισθηματικού τύπου δυσκολίες που παρεμποδίζουν την απρόσκοπτη παρακολούθηση και αναστέλλουν τα κίνητρα για μάθηση
Το παιδί ενδέχεται να έχει Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), μια νευρολογική δυσλειτουργία, στην οποία συμβάλλουν νευρολογικοί και γενετικοί παράγοντες. Η ΔΕΠΥ είναι πολύ συχνή διαταραχή στα παιδιά. Μελέτες αναφέρουν ότι στο γενικό πληθυσμό, το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20% και αφορά συχνότερα τα αγόρια (με αναλογία 3-4 αγόρια / 1 κορίτσι). Η πορεία της είναι χρόνια, ενδέχεται δε να συνεχίζει να εκδηλώνεται και στην ενήλικη ζωή (σε ποσοστό 30 – 70% των παιδιών με ΔΕΠΥ).
Ποια είναι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ;
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν συμπεριφορικές και γνωστικές δυσκολίες σε σημαντικούς τομείς της ζωής τους, όπως στις διαπροσωπικές σχέσεις, στο σχολείο και στην οικογένεια. Παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά τραυματισμών και εμπίπτουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ αφορούν την ελλειμματική προσοχή, την παρορμητικότητα και (συχνά) την υπερκινητικότητα.
Αγόρια και κορίτσια με ΔΕΠΥ εκδηλώνουν τις ίδιες δυσκολίες;
Συνήθως τα αγόρια εκδηλώνουν επιθετικές και ασύμβατες (έως αντικοινωνικές) συμπεριφορές, εκδηλώνουν μεγαλύτερη διάσπαση, κινητικότητα και δυσφορία για μελέτη και σχολική παρακολούθηση. Είναι συνήθως αυτά που «χαλούν» το μάθημα, κατά τα λεγόμενα των εκπαιδευτικών, εμπλέκονται σε «επικίνδυνες» δραστηριότητες και δυσκολεύουν τους γονείς σε θέματα οριοθέτησης και πειθαρχίας. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα αγόρια φτάνουν συνήθως στους ειδικούς, καθώς είναι αυτά που παραπέμπονται συχνότερα για αξιολόγηση (της συμπεριφοράς και της μάθησης) στους αρμόδιους φορείς (κέντρα διάγνωσης του δημόσιου και ιδιωτικού φορέα).
Τα κορίτσια προκαλούν λιγότερο με τη συμπεριφορά τους: παρουσιάζουν λιγότερα και πιο ήπια συμπτώματα υπερκινητικότητας ή παρορμητικότητας αλλά αποτυγχάνουν σε διαφορετικούς τομείς, εξαιτίας σοβαρών δυσκολιών στη συγκέντρωση και την έκταση της προσοχής. Οι δάσκαλοι ανησυχούν συνήθως λιγότερο ή / και αργότερα για τα κορίτσια.
Πώς συμπεριφέρεται το παιδί με δυσκολία συγκέντρωσης μέσα στη σχολική τάξη;
Τα παιδιά που δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν (όχι γιατί δεν κατανοούν ούτε γιατί κατά περιόδους εκδηλώνουν συναισθηματικές δυσκολίες που επιβαρύνουν τη συγκέντρωσή τους, αλλά) γιατί έχουν Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) (νευρολογική δυσλειτουργία, στην οποία συμβάλλουν νευρολογικοί και γενετικοί παράγοντες – τα χαρακτηριστικά της είχαν αναφερθεί λεπτομερώς στη στήλη του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής), παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα από τους υπόλοιπους συμμαθητές τους μέσα στη σχολική τάξη:
Πώς μπορεί να βοηθήσει κανείς ένα παιδί με ΔΕΠΥ;
Τα συμπτώματα που εκδηλώνει ένα παιδί με ΔΕΠΥ εμφανίζονται νωρίς στη ζωή του και διαφοροποιούνται ποιοτικά στην πάροδο του χρόνου, ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης του παιδιού. Στην προσχολική ηλικία επικρατεί η υπερκινητικότητα, στη σχολική οι δυσκολίες προσοχής (αφού έμφαση δίνεται στις επιδόσεις και στο σεβασμό στους κανόνες της τάξης), στην εφηβική και ενήλικη ζωή επικρατούν οι δυσκολίες προσοχής, η παρορμητικότητα και η εσωτερική ανησυχία. Μεγάλο ποσοστό (γύρω στο 50%) παιδιών με ΔΕΠΥ βελτιώνονται με τη φυσική ωρίμανση: η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα ελέγχονται καλύτερα, οι δυσκολίες στην προσοχή εντούτοις παραμένουν, επίσης ελεγχόμενες σε κάποιο βαθμό (ανάλογα με το εκάστοτε κίνητρο). Βέβαια, ενδέχεται να εμφανιστούν άλλες δυσκολίες, όπως ανυπομονησία, ισχυρογνωμοσύνη και έντονη απαιτητικότητα, ευμετάβλητη διάθεση, συχνές εκρήξεις θυμού, χαμηλή αυτοεκτίμηση, φτωχή επίδοση στο σχολείο, δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Το πρώτο βήμα για να βοηθηθεί ένα παιδί που δεν συγκεντρώνεται είναι να αξιολογηθεί εάν οι δυσκολίες συγκέντρωσης αφορούν τη συγκεκριμένη διαταραχή (ΔΕΠΥ) ή εάν προκύπτουν από άλλους παράγοντες, οι οποίοι χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Αρμόδιοι για την αξιολόγηση είναι τα κατά τόπους δημόσια ή ιδιωτικά Κέντρα Διάγνωσης-Αξιολόγησης, τα οποία διαθέτουν διεπιστημονική ομάδα ειδικών.
Στα παιδιά με ΔΕΠΥ, ακολουθείται συνήθως ειδικό πρόγραμμα ελέγχου / οριοθέτησης της συμπεριφοράς και ενίσχυσης δεξιοτήτων που υπολείπονται, καθώς και συμβουλευτική καθοδήγηση των γονέων προκειμένου να διευκολυνθούν θέματα που δυσκολεύουν την καθημερινότητα της οικογένειας.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Σας φαίνεται ότι είναι αδύνατο το παιδί σας να «καθίσει ήσυχο»; Υπάρχουν μερικά παιδιά που δεν μένουν ήσυχα γιατί απλώς δεν μπορούν! Όσο και να προσπαθήσουν, δεν μπορούν να μείνουν ακίνητα, να διατηρήσουν μία τάξη γύρω τους, να σταματήσουν να μιλούν ή να ακολουθήσουν κανόνες.
Αν αυτά τα προβλήματα σάς φαίνονται οικεία, το παιδί σας μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής με Υπερκινητικότητα (αλλιώς γνωστής ως υπερκινητικού συνδρόμου). Για συντομία θα χρησιμοποιήσουμε τα αρχικά «Δ.Ε.Π.Υ.», αποδίδοντας στα Ελληνικά τον ευρέως χρησιμοποιούμενο Αγγλικό όρο «ADHD» (Attention-Deficit Hyperactivity Disorder).
Το παιδί με διαταραχή ελαττωματικής προσοχής – υπερκινητικότητα (υπερκινητικό σύνδρομο), ή αλλιώς το υπερκινητικό παιδί όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, αρχίζει να “ταλαιπωρεί” το οικογενειακό του περιβάλλον και τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο πριν την ηλικία των 7 ετών. Οι γονείς ενός υπερκινητικού παιδιού συχνά παρατηρούν ότι, ενώ του μιλούν, αυτό δείχνει να μη τους ακούει και έτσι, στις περιπτώσεις που πρέπει -για παράδειγμα- να φέρει σε πέρας οδηγίες, διαπιστώνουν ότι δεν τα καταφέρνει. Επίσης, δυσκολεύεται να διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το ενδιαφέρον του σε δραστηριότητες παιχνιδιού ή σε μαθήματα, καθώς η προσοχή του διασπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα, με αποτέλεσμα να μεταπηδά συχνά από μία ανολοκλήρωτη δραστηριότητα σε μία άλλη.
Το παιδί με υπερκινητικό σύνδρομο εκδηλώνει επίσης έντονο παρορμητισμό, ο οποίος εκφράζεται με διάφορους τρόπους τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Έτσι, όταν τίθενται ερωτήσεις, έχει την τάση να απαντά πριν ακόμη ολοκληρωθεί η εκφώνησή τους, ή να διακόπτει τους άλλους, προκειμένου να εκφράσει τη σκέψη του. Αυτή η ανυπομονησία γίνεται εμφανής και σε ομαδικές δραστηριότητες ή παιχνίδια, στα οποία παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία όταν πρέπει να περιμένει τη σειρά του.
Πολύ συχνά, πηγή εντάσεων στις σχέσεις του παιδιού με τους άλλους αποτελεί η αδυναμία του να παραμείνει καθισμένο σε μία συγκεκριμένη θέση -όταν το απαιτεί η περίσταση- ή να παίξει ήσυχα. Του αρέσει να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και να εμπλέκεται σε δραστηριότητες που είναι σωματικά επικίνδυνες, δίχως να λογαριάζει τις συνέπειες.
Έτσι λοιπόν, εάν το παιδί σας
ελέγξτε το ενδεχόμενο ύπαρξης του συνδρόμου, απευθυνόμενοι σε διεπιστημονική ομάδα στελεχωμένη οπωσδήποτε με ψυχολόγο ή/και παιδοψυχίατρο.
Η ύπαρξη Δ.Ε.Π.Υ. είναι περισσότερο συνηθισμένη στα αγόρια απ’ ό,τι στα κορίτσια. Αν και καμιά φορά παρουσιάζεται πριν από την ηλικία των τεσσάρων ετών, στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται αντιληπτή στην ηλικία που το παιδί πηγαίνει στο σχολείο.
Μερικές φορές τα συμπτώματα μπορεί εύκολα να μπερδευτούν με την «υπερδραστηριότητα» ή τη διασπαστική συμπεριφορά που πηγάζει από πιθανόν αποδιοργανωμένο-χαοτικό περιβάλλον του παιδιού. Αλλά εάν η συμπεριφορά του παιδιού σας περιλαμβάνει μερικά από ή και όλα αυτά τα συμπτώματα για περισσότερο από έξι μήνες, αναζητήστε τη βοήθεια των ειδικών.
Αυτά τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του υπερκινητικού συνδρόμου – μικρή διάρκεια προσοχής/συγκέντρωσης, παρορμητικότητα και υπερκινητικότητα – που αποδίδονται σε δυσλειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, έχουν συνήθως ως αποτέλεσμα
Οι μαθησιακές και κοινωνικο-συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το υπερκινητικό παιδί μπορούν συνήθως να αποκατασταθούν με προσεκτικά οργανωμένη αντιμετώπιση και υπό την υπεύθυνη καθοδήγηση ομάδας ειδικών. Ωστόσο, σημαντικό μέρος της αποκατάστασης αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι γονείς, θέτοντας σε εφαρμογή απλούς χειρισμούς, που θα βοηθήσουν το παιδί να νιώσει άνετα, να καταφέρει στόχους και να αντλήσει ικανοποίηση. Η συχνή επανάληψη των οδηγιών, τα τακτικά διαλείμματα κατά τη μελέτη, ο επιμερισμός ενός μεγάλου στόχου σε μικρότερους, η συχνή ανατροφοδότηση, η χρησιμοποίηση λίστας και προγραμμάτων, η επιβράβευση αντί για τη ματαίωση, είναι μερικές από τις τεχνικές που θα ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού και θα του δημιουργήσουν το αίσθημα της ασφάλειας, το οποίο τόσο πολύ έχει ανάγκη..
Η εξέλιξη ενός παιδιού με υπερκινητικό σύνδρομο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, τόσο από την ηλικία κατά την οποία θα γίνει η διάγνωση, όσο και από τη στάση των γονιών και των δασκάλων απέναντί του. Όπως συμβαίνει σε όλα τα προβλήματα, έτσι και στην περίπτωση του υπερκινητικού συνδρόμου, η πρόγνωση είναι καλύτερη όταν οι γονείς επισημάνουν νωρίς το πρόβλημα και ζητήσουν βοήθεια από τους ειδικούς. Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης, προϋποθέτει μία αλλαγή η οποία θα πρέπει να ξεκινήσει από τους ίδιους τους γονείς. Είναι ανάγκη κάθε μέλος της οικογένειας να ενημερωθεί σχετικά με το υπερκινητικό σύνδρομο και να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται να γίνει μέρος της λύσης του προβλήματος.
Η γνώση σχετικά με το σύνδρομο, βοηθά πρώτα απ΄ όλα να αποκατασταθεί η “φήμη” του παιδιού στην οικογένεια: το παιδί που μέχρι την ημέρα της διάγνωσης θεωρούταν απλώς ανεύθυνο και τεμπέλικο, επαναπροσδιορίζεται όσον αφορά το ρόλο του ως άτομο και τις σχέσεις του στην οικογένεια και η έμφαση μετατοπίζεται στα θετικά χαρακτηριστικά του. Το χαοτικό περιβάλλον, το οποίο ενισχύει την αποδιοργάνωση του παιδιού, διαμορφώνεται εκ νέου, προκειμένου να παράσχει στο παιδί τη συγκροτημένη δομή, τις σαφείς κατευθύνσεις και τα όρια που τόσο έχει ανάγκη. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθητικό ρόλο παίζει η συνέπεια και η σταθερή συμπεριφορά των γονιών, καθώς και η γνώση των κανόνων και των συνεπειών που ακολουθούν τη μη εφαρμογή τους.
Ειδικά μαθησιακά προγράμματα, ειδική διδασκαλία, τροποποίηση συμπεριφοράς, οικογενειακή συμβουλευτική και –εφόσον κριθεί αναγκαίο- φαρμακευτική αγωγή μπορούν να βοηθήσουν το παιδί με ΔΕΠΥ και κατά προέκταση τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Οι δυσκολίες του παιδιού μπορούν να αποκατασταθούν μόνο με προσεκτικά οργανωμένη αντιμετώπιση και υπό την υπεύθυνη καθοδήγηση ομάδας ειδικών. Έτσι τίθενται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για μια υγιή, συναισθηματικο – κοινωνική, ευρύτερα επικοινωνιακή ανάπτυξη και επιτυχή ακαδημαϊκή εξέλιξη του παιδιού.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Εδώ και πολλά χρόνια η αίσθηση της ακοής έχει αναλάβει πρωταρχικό, θεμελιώδη ρόλο για την ανάπτυξη του πολύπλοκου συστήματος επικοινωνίας του ανθρώπινου γένους. Εάν εκείνοι οι ‘πρώτοι άνθρωποι’ δεν διέθεταν αυτιά, ίσως να είχαν καταφύγει στην ανάπτυξη κάποιου συστήματος νοηματικής ή ακόμη στη χάραξη συμβόλων πάνω σε άμμο, για να ικανοποιήσουν έτσι την ανάγκη τους για επικοινωνία και να ανταλλάξουν σκέψεις και ιδέες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προέκυπτε βέβαια μάλλον μία αδέξια και δύσκαμπτη μέθοδος επικοινωνίας που ίσως καθυστερούσε την ανθρωπότητα στην αλματώδη εξέλιξή της για κάποιες –πολλές ή λίγες- χιλιετερίδες. Καλώς ή κακώς όμως το ανθρώπινο γένος επένδυσε –επικοινωνιακά- στο αυτί, κι αυτό δεν τον πρόδωσε: Ο άνθρωπος διαθέτει σήμερα μια αξιόλογη αίσθηση ακοής με εξαιρετική ευαισθησία, ακριβώς στις συχνότητες εκείνες που καλύπτει η ανθρώπινη ομιλία! Η αίσθηση αυτή σε συνδιασμό με έναν εξειδικευμένο μηχανισμό φώνησης και άρθρωσης –επίσης αποτέλεσμα της φυλογένεσης- προσφέρουν μοναδική ευελιξία και αποτελεσματικότητα ως μέσο επικοινωνίας.
Εάν εστιάσουμε στο αυτί ωστόσο οντογενετικά, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες φορές –ευτυχώς λίγες- η ανάπτυξη της ακουστικής ικανότητας στο παιδί δεν ακολουθεί την συνήθη ομαλή και ανεμπόδιστη πορεία που αναμένεται. Το πρόβλημα της παιδικής βαρηκοΐας είναι σημαντικό και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια. Σημαντικό είναι γιατί όλα τα παιδιά υπόκεινται σε κίνδυνο κώφωσης, έστω και παροδικής, από ωτίτιδες. Και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια, γιατί το παιδί θα πρέπει να αναπτύξει το λόγο του και για να το κάνει αυτό θα πρέπει τουλάχιστον να ακούει.
Το πρόβλημα της παιδικής βαρηκοΐας δεν είναι συνήθως άμεσα ορατό. Παραμένει συνήθως καλά κρυμμένο για καιρό, καθώς το παιδί, βρέφος ή νήπιο, δεν είναι σε θέση να εκδηλώσει ανησυχία για να υποψιάσει τον γονιό. Ο γονιός από την άλλη δεν είναι πάντα ενήμερος για να στηρίξει την ανησυχία του σε συγκεκριμένες ενδείξεις. Αυτή η ανάγκη για ενημέρωση και οι συχνές ερωτήσεις που δεχόμαστε στο Κέντρο Λόγου μάς οδήγησαν στη σύνταξη του άρθρου αυτού.
Θα πρέπει να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο μειωμένης ακουστικής ικανότητας όταν το παιδί:
Αναφέραμε κάποιες ενδείξεις ανησυχίας που θα πρέπει να παραπέμπουν σε πλήρη ακουολογικό έλεγχο για αντικειμενική και υπεύθυνη εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας. Βέβαια, όσα περιγράφηκαν δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη μειωμένης ακουστικής ικανότητας, καθώς ενδέχεται να εκδηλωθούν και σε παιδιά με φυσιολογική ακοή ως συνοδά συμπτώματα κάποιας άλλης διαταραχής ή αναπτυξιακής ανωριμότητας. Όμως, σε κάθε περίπτωση, επιβεβαίωση ή αποκλεισμός ενδεχόμενης περίπτωσης βαρηκοΐας προβάλλει πάντα επιτακτική.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Σε ποιες περιπτώσεις το Ταμείο δικαιολογεί συνεδρίες Λογοθεραπείας;
Συνεδρίες Λογοθεραπείας δικαιολογούνται εφόσον διαπιστωθούν προβλήματα Λόγου (φωνής, ομιλίας / προφορικού λόγου, επικοινωνίας) ή / και Μάθησης (μαθησιακές δυσκολίες) και επισήμως διαγνωστούν από τα κατά τόπους Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα και Κέντρα Ψυχικής Υγείας.
Στο Βόλο, αρμόδιοι φορείς είναι:
Στη Λάρισα, αρμόδιοι φορείς είναι:
Tι δικαιολογητικά απαιτούνται για να χορηγηθεί έγκριση για Λογοθεραπεία;
Α) βεβαίωση από τον αρμόδιο Δημόσιο Φορέα που κατονομάζει τις δυσκολίες (διάγνωση) και ορίζει το (αρχικό) χρονικό διάστημα ισχύος της έγκρισης (π.χ. 6 μήνες, 1 έτος).
Β) (κάθε μήνα) Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών από Κέντρο Λόγου / ιδιώτη λογοπεδικό που έχει αναλάβει την αποκατάσταση.
Τι γίνεται σε περίπτωση που η έγκριση λήξει, ενώ το πρόγραμμα δεν έχει ολοκληρωθεί;
Το παιδί επανεξετάζεται (από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας ή όποιον άλλο φορέα του έχει δώσει την αρχική έγκριση), και εφόσον το Πρόγραμμα Αποκατάστασης δεν έχει ολοκληρωθεί και η συνέχισή του κρίνεται απαραίτητη, επανεγκρίνεται νέος (6μηνιαίος συνήθως) κύκλος συνεδριών Λογοθεραπείας. Συχνά ζητάται αναλυτική Έκθεση Προόδου από τον ιδιώτη που έχει αναλάβει την αποκατάσταση.
Τι ποσό δικαιολογεί το κάθε Ασφαλιστικό Ταμείο;
Το κάθε Ασφαλιστικό Ταμείο ορίζει διαφορετικές παροχές (διαφορετικό αριθμό συνεδριών ανά μήνα και χρηματικό ποσό ανά συνεδρία), τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να πληροφορηθούν σε επικοινωνία με το Ταμείο τους. Σε περίπτωση που απαιτούνται περαιτέρω διευκρινήσεις, η Γραμματεία του Κέντρου Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ θα μπορούσε να σας εξυπηρετήσει.
Πηγή: Κέντρου Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Σε παιδιά με μαθησιακό πρόβλημα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οργανικής διαταραχής (νευρολογικής ή άλλης φύσης)
Ένα παιδί με αισθητηριακή μειονεξία (μειωμένη όραση ή ακοή) θα εμφανίσει –στην πλειοψηφία, αν όχι στο σύνολο των περιπτώσεων- και προβλήματα στη μάθηση και συμπεριφορά του. Το ίδιο ισχύει και για παιδιά με επιληψία, με εγκεφαλική παράλυση ή παιδιά που έχουν υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση μετά από κάποιο χτύπημα στο κεφάλι, καθώς και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και σε πολλές άλλες, ο λογοπεδικός ή η ομάδα ειδικών του λόγου που θα εκτιμήσει το γνωσιακό, γλωσσικό και μαθησιακό επίπεδο του παιδιού χρειάζεται την πολύτιμη γνώση και εμπειρία ιατρικών ειδικοτήτων, όπως αυτής του αναπτυξιολόγου, παιδονευρολόγου, παιδοψυχιάτρου, ωτορινολαρυγγολόγου, κ.λπ., οι οποίοι θα ορίσουν το μέγεθος της οργανικής βλάβης ή ανεπάρκειας, θα ερμηνεύσουν αιτιολογικά μέρος των συμπτωμάτων που το παιδί εκδηλώνει, και θα παρέμβουν ενδεχομένως και στο σχεδιασμό του προγράμματος αποκατάστασης της μαθησιακής δυσκολίας (σε περιπτώσεις όπου, για παράδειγμα, η ιατροφαρμακευτική αγωγή θέτει ορισμένους περιορισμούς που οφείλει να συνυπολογίσει ο ειδικός.
Σε παιδιά με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, όπως η Δυσλεξία
Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αποκλειστεί μια σειρά άλλων παραγόντων που ενδέχεται να δημιουργούν το μαθησιακό πρόβλημα, (πρέπει για παράδειγμα το παιδί να μην έχει σοβαρές αισθητηριακές μειονεξίες ούτε νευρολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα). Σημαντικές πληροφορίες δίνει εδώ το ιστορικό ανάπτυξης και μαθησιακής (και ακαδημαϊκής) εξέλιξης του παιδιού, το οποίο συμπληρώνει ο γονιός με τη βοήθεια κάποιου κοινωνικού λειτουργού –στην καλύτερη περίπτωση- ο οποίος είναι, λόγω ειδικότητας, ικανός να αντλήσει τις περισσότερες δυνατές πληροφορίες για την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού.
Εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κανείς από τους παραπάνω παράγοντες, η διαγνωστική ομάδα προχωρά στη γνωσιακή και μαθησιακή εξέταση του παιδιού. Εδώ γλωσσολόγος, λογοπεδικός και ψυχολόγος συνεργάζονται στενά, ενώ δεν είναι σπάνιες οι φορές που αναζητούν και τη βοήθεια άλλων ειδικοτήτων. Στόχος της διαγνωστικής εκτίμησης είναι να σχεδιαστεί το επίπεδο των γνωσιακών και μαθησιακών δεξιοτήτων του παιδιού και να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο το επίπεδο αυτό αποκλίνει από το αναμενόμενο για τη χρονολογική και σχολική του ηλικία.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, ότι το εύρος μιας τέτοιας συλλογικής αξιολόγησης υπερβαίνει την ευθύνη μίας και μόνο ειδικότητας. Συνιστά έργο μίας κατά το δυνατό διευρυμένης διαγνωστικής ομάδας, στα πλαίσια της οποίας η κάθε ειδικότητα έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης και συνεισφοράς. Όπως σε όλες τις επιστήμες του ανθρώπου, έτσι και στα προβλήματα του Λόγου και της Μάθησης η διεπιστημονική συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφόρησης μεταξύ των ειδικών είναι προς όφελος του ατόμου, καθώς εξασφαλίζει την εγκυρότητα της διαγνωστικής διαδικασίας και την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του προγράμματος αποκατάστασης.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ποιες ειδικότητες επιστημόνων ασχολούνται με το λόγο;
Η ανάπτυξη του λόγου προφορικού και γραπτού είναι συναρμοδιότητα πολλών ειδικοτήτων, αρχικά από το χώρο της εκπαίδευσης: των νηπιαγωγών, των δασκάλων, των φιλολόγων καθηγητών. Εάν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής πορείας ωστόσο προκύψουν δυσκολίες, τότε εμπλέκονται επιπλέον λογοπεδικοί, γλωσσολόγοι, ειδικοί παιδαγωγοί, εργοθεραπευτές και ψυχολόγοι ενδεχομένως, προκειμένου να αποκατασταθούν τα εκάστοτε προβλήματα στο λόγο.
Εάν διαπιστωθούν δυσκολίες στον προφορικό λόγο, πού πρέπει να απευθυνθώ;
Οι δυσκολίες στον λόγο αφορούν στην ειδικότητα του λογοπεδικού. Ωστόσο, εάν το παιδί δεν έχει ενταχθεί σε κάποιο εκπαιδευτικό πλαίσιο (παιδικό σταθμό), πρώτη προτεραιότητα του γονιού είναι να στείλει το παιδί στον παιδικό, εξασφαλίζοντάς του με τον τρόπο αυτό σημαντικό κίνητρο για επικοινωνία με τα υπόλοιπα παιδιά. Εάν οι δυσκολίες παραμένουν (και οι νηπιαγωγοί συμφωνούν με τις ανησυχίες σας), καλό θα είναι να πάρετε τη γνώμη κάποιου λογοπεδικού.
Τι ακριβώς κάνει ο λογοπεδικός;
Λογοπεδικός, Λογο-παθολόγος, Θεραπευτής λόγου ή Λογοθεραπευτής (οι όροι είναι ισότιμοι και αφορούν την ίδια ακριβώς ειδικότητα) είναι ο ειδικός που ασχολείται με τις διαταραχές λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας που ενδέχεται να παρουσιαστούν σε παιδιά, εφήβους ενήλικες και υπερήλικες. Έργο του είναι να εκτιμά τα προβλήματα στην επικοινωνία των ατόμων ενώ στη συνέχεια (εάν κριθεί αναγκαίο) να βοηθά τα άτομα αυτά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους με την εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων αποκατάστασης. Ο Λογοπεδικός λοιπόν δραστηριοποιείται στον τομέα της πρόληψης, της διάγνωσης, της θεραπείας-αποκατάστασης και έρευνας των διαταραχών επικοινωνίας.
Τα προβλήματα επικοινωνίας που άπτονται της ειδικότητας του Λογοπεδικού μπορεί να είναι προβλήματα λόγου, φωνής και ομιλίας. Παράλληλα, ο Λογοπεδικός συνεργάζεται με άλλους ειδικούς (ιατρούς, γλωσσολόγους, ψυχολόγους, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς κ.α.), όταν αυτό απαιτείται.
Τι μπορώ να κάνω, εάν οι δυσκολίες προκύψουν στο γραπτό λόγο (ανάγνωση/γραφή);
Ο γραπτός λόγος αποτελεί ένα από τα κυριότερα μαθήματα του σχολείου, καθ’όλη τη διάρκεια της φοίτησης του παιδιού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο δημοτικό, οι δάσκαλοι διδάσκουν την ανάγνωση και γραφή και καλλιεργούν μετέπειτα την ευχέρεια στο γραπτό λόγο, ενώ στο γυμνάσιο και λύκειο οι φιλόλογοι φροντίζουν ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν ανώτερες δεξιότητες ανάγνωσης και γραφής. Η αξιολόγηση και αποκατάσταση των προβλημάτων στην ανάγνωση και γραφή σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα και η ομαλή ένταξη του παιδιού στην τάξη γενικού ή ειδικού σχολείου είναι έργο επιστημόνων ειδικευμένων στις μαθησιακές δυσκολίες (γλωσσολόγων, λογοπεδικών, ειδικών παιδαγωγών, ψυχολόγων και εργοθεραπευτών).
Το φροντιστήριο δεν βοηθά να λυθούν οι δυσκολίες σε γραφή και ανάγνωση;
Κάθε τύπου ενισχυτική διδασκαλία βοηθά, αλλά δεν λύνει πάντα το πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση οι δυσκολίες πρέπει να αξιολογηθούν και αυτό δεν μπορεί να το κάνει το φροντιστήριο. Αρμόδιοι είναι είτε εξειδικευμένοι ιδιώτες, είτε τα ΚΕΔΔΥ και τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Υγιεινής (πληροφορίες σχετικά μπορείτε να πάρετε από τους εκπαιδευτικούς). Μετά την αξιολόγηση (όπου και αν γίνει) προτείνεται συνήθως το πλαίσιο βοήθειας που πρέπει να παρασχεθεί στο παιδί, και ο γονιός αποφασίζει ό,τι εκτιμά ότι είναι το καλύτερο για το παιδί του. Κάποιες φορές η φροντιστηριακή υποστήριξη επαρκεί, κάποιες άλλες όμως χρειάζεται ένα πληρέστερο πρόγραμμα αποκατάστασης προκειμένου να εκλείψουν οι δυσκολίες.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Πώς εντοπίζονται τα άτομα με δυσκολίες στο λόγο και τη μάθηση;
Ο εντοπισμός των ατόμων με δυσκολίες στο λόγο και τη μάθηση βαραίνει σε πρώτη φάση τους γονείς, τους παιδιάτρους που παρακολουθούν την πορεία ανάπτυξης και τους εκπαιδευτικούς (νηπιαγωγούς και δασκάλους, ανάλογα με τη σχολική ηλικία του παιδιού) που εμπλέκονται στη διαδικασία μάθησης και εκπαίδευσης. Όλοι αυτοί, όντας σε στενή επαφή με το παιδί, είναι σε θέση να παρατηρήσουν τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς του, να τις συγκρίνουν με αυτές άλλων παιδιών της ίδιας χρονολογικής ηλικίας και να διαπιστώσουν τυχόν αποκλίσεις.
Ποιοι φορείς αναλαμβάνουν τη διάγνωση και αποκατάσταση των προβλημάτων λόγου και μάθησης;
Για τη διάγνωση των προβλημάτων λόγου και μάθησης οι γονείς μπορούν να απευθυνθούν είτε σε δημόσιους φορείς (αρμόδιοι φορείς είναι το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και το ΚΕΔΔΥ) είτε σε ιδιωτικούς φορείς που διαθέτουν διεπιστημονική ομάδα, ομάδα δηλαδή επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων σε σχέση με το λόγο και τη μάθηση (όπως λογοθεραπευτές, γλωσσολόγους, εργοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς, ψυχολόγους, παιδοψυχίατρους) που μπορούν να ανιχνεύσουν με υπευθυνότητα και αξιοπιστία τη φύση και το εύρος των διαταραχών λόγου και μάθησης.
Οι δημόσιοι φορείς αναλαμβάνουν την διάγνωση αλλά όχι και την αποκατάσταση των δυσκολιών στο λόγο και τη μάθηση. Στον τομέα της αποκατάστασης (σχεδιασμός και εφαρμογή προγραμμάτων) δραστηριοποιούνται κυρίως οι ιδιωτικοί φορείς: κέντρα λόγου, στελεχωμένα με διεπιστημονική ομάδα ή μεμονωμένοι ιδιώτες. Τα αποτελέσματα της αποκατάστασης είναι ανάλογα της επιστημονικής κατάρτισης, της επαγγελματικής δεοντολογίας και της προσωπικής ευσυνειδησίας και εργατικότητας του εκάστοτε ειδικού ή (σε ιδανικές συνθήκες) της διεπιστημονικής ομάδας ειδικών που συνεργάζονται με στόχο τον περιορισμό ή την εξάλειψη των προβλημάτων.
Κατ’ εξαίρεση στο Βόλο, λειτουργεί και στο Νοσοκομείο Μονάδα Λογοθεραπείας, η οποία διαθέτει τη δυνατότητα συστηματικής παρακολούθησης σε επίπεδο αποκατάστασης παιδιών με δυσκολίες στο λόγο. Επιπλέον, ορισμένα παιδιά παρακολουθούνται συστηματικά για τα προβλήματα στο λόγο τους και από τις αντίστοιχες Μονάδες στα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Υγιεινής.
Είναι υψηλό το κόστος της Λογοθεραπείας και γενικότερα της αποκατάστασης προβλημάτων λόγου και μάθησης;
Το κόστος της λογοθεραπείας στους ιδιωτικούς φορείς διαμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς στην παροχή υπηρεσιών και παρουσιάζει διακυμάνσεις εύλογες, ανάλογα με την πόλη, το φορέα και τη χρονική διάρκεια της συνεδρίας.
Ωστόσο, όλα τα Ασφαλιστικά Ταμεία, πλην του ΟΓΑ καλύπτουν για συνεδρίες αποκατάστασης λόγου ένα ποσό, το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με τη φύση και ένταση του προβλήματος και ορίζεται με την έγκριση για λογοθεραπεία που το παιδί λαμβάνει αφού εξεταστεί από δημόσιο φορέα.
Πόσο καιρό (από την εκδήλωση του προβλήματος) μπορεί να περιμένει ένας γονέας ώσπου να αναζητήσει τη βοήθεια ειδικού;
Οι γονείς οφείλουν να ζητήσουν τη γνώμη των ειδικών, εφόσον έχουν αρχίσει οι ίδιοι να προβληματίζονται σοβαρά για τη λεκτική / επικοινωνιακή συμπεριφορά του παιδιού τους. Κι αυτό για δύο λόγους: α) όταν ο γονιός ανησυχεί μεταδίδει συνήθως το άγχος του στο παιδί, το οποίο με τη σειρά του στρεσάρεται, επιβαρύνεται συναισθηματικά και συχνά επιλέγει να περιορίσει την επικοινωνία του προκειμένου να μην εκτεθεί και β) τυχόν λάθος χειρισμοί που μπορεί να γίνουν από το γονιό στην προσπάθειά του να βοηθήσει το παιδί ενδέχεται να ενισχύσουν την ένταση του προβλήματος (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στον τραυλισμό, εάν ο γονιός συμβουλεύει το παιδί που τραυλίζει να μιλά πιο αργά).
Ωστόσο, ιδιαίτερα χρήσιμη για το γονιό είναι σε κάθε περίπτωση η γνώμη των εκπαιδευτικών που εμπλέκονται με το παιδί. Οι νηπιαγωγοί στην προσχολική ηλικία και οι δάσκαλοι στη σχολική είναι αυτοί με τους οποίους πρέπει να γίνει η πρώτη συζήτηση και αυτοί θα επιβεβαιώσουν ή θα διαλύσουν τις ανησυχίες του γονιού, καθώς η γνώση και εμπειρία τους σε θέματα λόγου και μάθησης είναι μεγαλύτερη από αυτή του γονιού, αλλά επιπλέον, διαθέτουν τη δυνατότητα παρακολούθησης του παιδιού στην ομάδα των ομηλίκων του και μπορούν να διαπιστώσουν ευκολότερα τυχόν αποκλίσεις από τα αναμενόμενα για το μέσο όρο κάθε ηλικίας.
Πόσο καιρό περίπου διαρκεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης;
Ο χρόνος αποκατάστασης είναι συνάρτηση της φύσης του προβλήματος, του εύρους και της έντασης των συμπτωμάτων του και του χρόνου που επιλέγεται για την έναρξη του προγράμματος. Για παράδειγμα, τα προβλήματα της άρθρωσης (δυσλαλίες) έχουν μικρότερη διάρκεια αποκατάστασης απ’ ότι οι δυσκολίες γραμματικής και συντακτικού ή οι μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες εμμένουν περισσότερο. Επιπλέον, εάν η αξιολόγηση των δυσκολιών και ο σχεδιασμός του προγράμματος γίνει έγκαιρα (πριν διευρυνθούν οι δυσκολίες), το διάστημα που απαιτείται για την αποκατάσταση είναι συντομότερο, επομένως και το κόστος της λογοθεραπείας μικρότερο.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Τα περισσότερα προβλήματα Λόγου και Μάθησης, εάν δεν αποκατασταθούν εγκαίρως δημιουργούν, δευτερογενώς, κοινωνικοσυναισθηματικές δυσκολίες έως και διαγνώσιμες ψυχικές διαταραχές (του συναισθήματος, της συμπεριφοράς, της διαγωγής και αγχώδεις διαταραχές). Αξίζει να σημειωθεί, ότι πολλά παιδιά που παραπέμπονται στο Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ με αίτημα τη διερεύνηση διαταραχών λόγου ή/και μάθησης εκδηλώνουν έντονα τέτοιου τύπου συναισθηματικές δυσκολίες, οι οποίες απαιτούν την άμεση εμπλοκή ψυχολόγου προκειμένου να αποκατασταθούν.
Γιατί ένα πρόβλημα λόγου μπορεί να δημιουργήσει συναισθηματικές δυσκολίες;
Η ομαλή ανάπτυξη ενός παιδιού εκπορεύεται από την αρμονική συνεργασία και αλληλεπίδραση συγκεκριμένων αναπτυξιακών παραμέτρων όπως η φυσική, σωματική του ανάπτυξη, η ανάπτυξη της νοημοσύνης και τέλος η κοινωνική-συναισθηματική ανάπτυξη. Όταν σε κάποια από τις παραμέτρους αυτές διαπιστώνεται πρόβλημα, όλη η ανάπτυξη διαταράσσεται!
Ο λόγος, ως μία παράμετρος της ανάπτυξης ενός παιδιού συνδέεται στενά και με τις υπόλοιπες αναπτυξιακές παραμέτρους. Όντας το μέσον με το οποίο το παιδί επικοινωνεί με το έμψυχο περιβάλλον του, επηρεάζει την κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην ψυχική υγεία του παιδιού. Μία δυσκολία στο λόγο εύκολα διακρίνεται και επηρεάζει σημαντικά (ειδικά στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης) τις σχέσεις του παιδιού με τους συνομηλίκους του.
Ποια προβλήματα λόγου είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε συναισθηματικές διαταραχές;
Όλα τα προβλήματα λόγου ενδέχεται να δημιουργήσουν δευτερογενή συναισθηματικά προβλήματα.
Για παράδειγμα:
Και…ως γνωστό, προβλήματα συμπεριφοράς δεν νοούνται μόνο η επιθετική αρνητική συμπεριφορά που συχνά εκδηλώνεται προς άλλους, αλλά και η κατάθλιψη, η κυκλοθυμία, η απόσυρση από κάθε κοινωνικό περίγυρο. Πρόκειται για συμπεριφορές εξίσου προβληματικές, και πολλαπλά ανησυχητικές, εφόσον υποδηλώνουν ευρύτερη ψυχολογική διαταραχή ή, αλλιώς, κακή ψυχική υγεία του παιδιού.
Τι είδους συναισθηματικές δυσκολίες εκδηλώνουν τα παιδιά με διαταραχές στο λόγο;
Σε ποια ηλικία εκδηλώνονται συνήθως οι συναισθηματικές δυσκολίες;
Στην περίπτωση που συζητάμε, οι συναισθηματικές δυσκολίες προκύπτουν δευτερογενώς σε παιδιά με προβλήματα λόγου τα οποία δεν έχουν αποκατασταθεί εγκαίρως. Το πότε θα προκύψουν είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων που αφορούν τη σοβαρότητα και το εύρος των δυσκολιών στο λόγο και την επικοινωνία, το χρόνο εκδήλωσής τους και το διάστημα που μεσολαβεί εωσότου το παιδί δεχθεί βοήθεια, το έμψυχο περιβάλλον του παιδιού (πόσο υποστηρικοί είναι οι γονείς και εκπαιδευτικοί) και το χαρακτήρα του ίδιου του παιδιού. Ωστόσο, πιο ευάλωτες συναισθηματικά ηλικίες είναι η προσχολική έως και την ένταξη του παιδιού στο δημοτικό σχολείο και η εφηβεία.
Πού πρέπει να απευθυνθεί ο γονιός που θέλει να βοηθήσει το παιδί του;
Καταρχήν ο λογοπεδικός αξιολογεί τη φύση και το εύρος των δυσκολιών στο λόγο και την επικοινωνία. Στη συνέχεια, ψυχολόγος εκτιμά την ψυχοκοινωνική κατάσταση του παιδιού και εάν κριθεί αναγκαίο, παραπέμπει το παιδί για παιδοψυχιατρική εκτίμηση. Το καλύτερο πλαίσιο για να απευθυνθεί ένας γονιός είναι από δημόσιους φορείς το Κέντρο Ψυχικής Υγείας και το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και από ιδιωτικούς φορείς τα κατά τόπους Κέντρα Λόγου που διαθέτουν Διεπιστημονική Ομάδα που στελεχώνεται από λογοθεραπευτές, γλωσσολόγους, ψυχολόγους, εργοθεραπευτές και ειδικούς παιδαγωγούς, έτσι ώστε να γίνει μία συνολική εκτίμηση των δυσκολιών του παιδιού και να προταθεί το πρόγραμμα αποκατάστασης που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Πότε εμφανίζονται συνήθως τα προβλήματα στο λόγο;
Τα προβλήματα λόγου (επικοινωνίας ή μάθησης) καλύπτουν μια ευρεία γκάμα διαταραχών ανάλογα με το επίπεδο όπου εκδηλώνονται οι δυσκολίες (προφορικό ή γραπτό λόγο) και την αιτιολογία των δυσκολιών (δευτερογενή ή πρωτογενή προβλήματα). Δεδομένης λοιπόν της ποικιλίας των δυσκολιών και συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι στην ομιλία, το λόγο και τη μάθηση, όπως και σε όλους τους ψυχοβιολογικούς τομείς, κάθε άτομο έχει το δικό του ρυθμό ανάπτυξης, καταλαβαίνει κανείς ότι δύσκολα μπορούν προσδιοριστούν συγκεκριμένες ηλικίες εμφάνισης των προβλημάτων. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια χρονικά όρια τα οποία αν το παιδί υπερβεί, πρέπει οι γονείς να ζητήσουν τη γνώμη του ειδικού. Για παράδειγμα, τα περισσότερα παιδιά ξεκινούν να μιλούν λίγο μετά τα πρώτα τους γενέθλια. Κάποια άλλα καθυστερούν έως περίπου τα 2 χρόνια, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι λιγότερο έξυπνα από τα πρώτα. Εάν όμως το παιδί συνεχίζει να μη μιλά μετά τα 2 χρόνια, καλό είναι να ζητηθεί η εκτίμηση ενός ειδικού στο λόγο (λογοπεδικού / λογοθεραπευτή – οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και δεν δηλώνουν διαφορετικές ειδικότητες).
Πώς μπορεί ο γονιός να διαπιστώσει εάν υπάρχει πρόβλημα στο λόγο;
Οι γονείς καλό είναι να βρίσκονται σε εγρήγορση και να παρατηρούν προσεκτικά τα παιδιά τους. Τα πλέον καθοριστικά χρόνια όσον αφορά την ανάπτυξη της ομιλίας και του προφορικού λόγου στο παιδί είναι από 1.6 – 4.6 χρονών (αντίστοιχα, όσον αφορά τον γραπτό λόγο, οι πιο καθοριστικές ηλικίες είναι οι τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου). Τα ανησυχητικά συμπτώματα στο λόγο του παιδιού είναι γλωσσικές συμπεριφορές (άρθρωση, λεξιλόγιο, σύνταξη) που εμφανίζονται με συστηματικότητα και είναι διαφορετικές από τις αναμενόμενες, κάτι που είναι ευκολότερο να εντοπίσει ένας γονιός που έχει μεγαλύτερα παιδιά και μπορεί να κάνει συγκρίσεις. Για τους γονείς που μεγαλώνουν το πρώτο τους παιδί, οι παιδίατροι και οι παιδαγωγοί των παιδικών σταθμών είναι αυτοί που θα τους βοηθήσουν να εντοπίσουν τυχόν αποκλίσεις/αδυναμίες στο λόγο και την επικοινωνία του παιδιού ώστε να απευθυνθούν στον Λογοπεδικό / Λογοθεραπευτή για αξιολόγηση.
Εάν εντοπιστούν προβλήματα, πού πρέπει να απευθυνθεί ένας γονιός;
Άνθρωποι που ειδικεύονται στη διάγνωση προβλημάτων λόγου και μάθησης απασχολούνται σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Αυτοί είναι αρμόδιοι για να αξιολογήσουν τις δυσκολίες των παιδιών και να βοηθήσουν στην επίλυσή τους, είτε με απλή συμβουλευτική στους γονείς (εφόσον πρόκειται για μικρές αδυναμίες που απαιτούν ενίσχυση) είτε με το σχεδιασμό και την εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων αποκατάστασης (εάν πρόκειται για σοβαρότερες αδυναμίες). Μια έγκαιρη αντιμετώπιση εγγυάται μια πολύ πιο σύντομη αποκατάσταση και επιτρέπει στο παιδί να εξελιχθεί ομαλά σε γλωσσικό, συναισθηματικό, ακαδημαϊκό και κοινωνικό επίπεδο. Σκέψεις του τύπου «δεν πειράζει, μικρό είναι θα μιλήσει (ή θα διαβάσει / θα γράψει) αργότερα» ή «κι εγώ άργησα να μιλήσω» ή «κι εγώ είχα προβλήματα στο σχολείο» ή «είναι τεμπέλης, γι αυτό δεν προσπαθεί» εφησυχάζουν τους γονείς, καθυστερούν την επίλυση των προβλημάτων και συνήθως διογκώνουν το πρόβλημα. Τα παιδιά με δυσκολίες στο λόγο και τη μάθηση πρέπει να εντοπίζονται έγκαιρα και να δουλεύονται με συστηματικότητα και υπευθυνότητα από πλευράς ειδικών. Παρόλο που στη χώρα μας δεν υπάρχουν επαρκείς δημόσιες παροχές, τα ασφαλιστικά ταμεία φροντίζουν ώστε να καλύπτεται μεγάλο μέρος των δαπανών που απαιτούνται για λογοθεραπεία από το γονέα. Για το λόγο αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να καθυστερεί η αποκατάσταση προβλημάτων λόγου και μάθησης στο παιδί που δυσκολεύεται.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Λάβετε υπόψη σας ότι κανένα παιδί που χρήζει ειδικής βοήθειας στο λόγο και τη μάθηση δεν παρουσιάζει όλα τα παραπάνω συμπτώματα, ενώ πολλά παιδιά μπορεί να εκδηλώνουν 1 ή 2 από τις παραπάνω δυσκολίες δίχως να υπάρχει πρόβλημα στην ανάπτυξη του λόγου τους ή την ακαδημαϊκή τους επίδοση. Επιπλέον, ορισμένα από τα παραπάνω συμπτώματα, ενώ είναι απολύτως δικαιολογημένα στις πρώτες σχολικές τάξεις, συνιστούν λόγο ανησυχίας εάν συνεχίσουν να εκδηλώνονται και στις μεγαλύτερες τάξεις. Εάν ωστόσο το παιδί σας εκδηλώνει κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα, συζητήστε με τους εκπαιδευτικούς της σχολικής τάξης και εάν επιβεβαιώσουν τις ανησυχίες σας συμφωνώντας ότι υπάρχει λόγος περαιτέρω διερεύνησης, απευθυνθείτε σε κάποιον από τους αρμόδιους δημόσιους φορείς ή σε ιδιωτικό Κέντρο Λόγου, ζητώντας αξιολόγηση των δυσκολιών.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Λάβετε υπόψη σας ότι κανένα παιδί που χρήζει ειδικής βοήθειας στο λόγο και τη μάθηση δεν παρουσιάζει όλα τα παραπάνω συμπτώματα, ενώ πολλά παιδιά μπορεί να εκδηλώνουν 1 ή 2 από τις παραπάνω δυσκολίες δίχως να υπάρχει πρόβλημα στην ανάπτυξη του λόγου τους. Επιπλέον, ορισμένα από τα παραπάνω συμπτώματα, ενώ είναι απολύτως δικαιολογημένα στις μικρότερες ηλικίες, συνιστούν λόγο ανησυχίας εάν συνεχίσουν να εκδηλώνονται στις μεγαλύτερες. Εάν ωστόσο το παιδί σας εκδηλώνει κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα, συζητήστε με τους εκπαιδευτικούς της προσχολικής αγωγής και εάν επιβεβαιώσουν τις ανησυχίες σας συμφωνώντας ότι υπάρχει λόγος περαιτέρω διερεύνησης, απευθυνθείτε σε κάποιον από τους αρμόδιους δημόσιους φορείς ή σε ιδιωτικό Κέντρο Λόγου, ζητώντας αξιολόγηση των δυσκολιών.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ
Ο ρόλος των Γονέων στη Λογοθεραπεία του παιδιού τους.
Δείτε σχετική μελέτη/παρουσίαση